tromaktiko: Κι αν αλλάζαμε το Σύνταγμα;

Κυριακή 31 Οκτωβρίου 2010

Κι αν αλλάζαμε το Σύνταγμα;



Σύνταγμα… Αυτή η λέξη, τόσο σύντομη ως προς την εκφορά της, αλλά και τόσο μεστή περιεχομένου, ουσίας και νοημάτων. Διεκδικώντας Σύνταγμα, ξεσηκώθηκαν οι περισσότεροι λαοί και οι κοινωνίες. Προκειμένου να οριοθετήσουν τις πινελιές του μέλλοντός τους, γνωρίζοντας εκ των προτέρων που θέλουν να πάνε και, κυρίως, το ποια διαδρομή να ακολουθήσουν.

Σύνταγμα ζήτησαν οι Γάλλοι από τον Λουδοβίκο, προτού ξεσπάσει η Γαλλική Επανάσταση, άλλο αν τελικά κατέληξαν στα χρόνια του Ροβεσπιέρου και της γκιλοτίνας των ελεύθερων ιδεών. Σύνταγμα ζήτησαν οι Έλληνες από τον Όθωνα, και έπειτα από μερικά χρόνια, τον υποχρέωσαν να αφήσει τη χώρα. Σύνταγμα έφτιαξε και μετά το 1974 ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, με την ασφάλεια της προστασίας μιας αδιαπέραστης πολιτικής ασπίδας που λεγόταν Κωνσταντίνος Καραμανλής. Ένα Σύνταγμα, κατά διεθνή ομολογία πολύ πιο σύγχρονο από την εποχή του, που, ακόμη και σήμερα, μετά από 36 χρόνια, έχει πολλά να δώσει και λιγότερα να ζηλέψει, από νεώτερα Συντάγματα, άλλων χωρών.

Ενώ λοιπόν υπήρξαμε πρωτοπόροι των θεσμικών αλλαγών, στη βάση των αλλαγών στο Σύνταγμα, τα τελευταία χρόνια καταντήσαμε… η χλεύη εκείνων που μας αντέγραφαν. Και οι πιο πρόσφατες Συνταγματικές Αναθεωρήσεις, κατάντησαν… πάρεργο του βουλευτικού ασυμβίβαστου, και τίποτα παραπάνω.

Στην εποχή της πολυεπίπεδης κρίσης που βιώνουμε ωστόσο, είναι προφανές ότι καμία σοβαρή συζήτηση δεν μπορεί να γίνει για το μέλλον της χώρας, ένα μέλλον χωρίς τις στρεβλώσεις και τις παθογένειες του παρελθόντος, που μας κατάντησαν ημι-υποτελείς της τρόικας, αν δεν δεσμευτούμε σε μια ποιοτικά βαθιά αλλαγή του Συντάγματος.

Ένα μεγάλο μέρος του σύγχρονου πολιτικού δυναμικού της χώρας, περίπου το σιγοψιθυρίζει και το υπαινίσσεται, ακόμη όμως διστάζει να προχωρήσει στο επόμενο λογικό βήμα, δηλαδή να πάρει το κόστος της δημόσιας πρότασης: Να είναι η επόμενη Βουλή Αναθεωρητική, και όχι επιδερμικά, όπως συμβαίνει τα τελευταία χρόνια, αλλά ρισκάροντας μια βουτιά στα βαθιά, του θεσμικού πλαισίου στο οποίο μάθαμε να συμβιώνουμε τις τελευταίες δεκαετίες.

Και μια πραγματικά ρηξικέλευθη τομή στην πολιτική καθημερινότητά μας, θα ήταν η θεσμική κατοχύρωση της τετραετίας, για τον κοινοβουλευτικό βίο μιας κυβέρνησης. Να μην μπορεί δηλαδή ο εκάστοτε πρωθυπουργός, επικαλούμενος προφάσεις που, με την ανοχή του εκάστοτε Προέδρου της Δημοκρατίας, βαφτίζονται «εθνικοί λόγοι», να διαλύει τη Βουλή, κάθε φορά που κρίνει ότι οι πολιτικές συνθήκες τον ευνοούν, και να προχωρεί στη διεξαγωγή πρόωρων εκλογών. Τις οποίες, σχεδόν πάντα κερδίζει, αλλά, επίσης σχεδόν πάντα, με σοβαρές πολιτικές γρατζουνιές, που υπονομεύουν τη δυνατότητά του να κυβερνήσει πραγματικά.

Αν λοιπόν το εκάστοτε κυβερνών κόμμα δεν είχε συνταγματικά την ευχέρεια να «παίξει» με τον χρόνο διεξαγωγής των εκλογών, η χώρα θα διεκδικούσε την είσοδό της σε μια περισσότερο νοικοκυρεμένη νότα. Μετά από κάθε εκλογές που θα οδηγούσαν στον σχηματισμό αυτοδύναμης κυβέρνησης, όλοι θα γνώριζαν τι τους περίμενε για τα επόμενα τέσσερα χρόνια. Και θα οργάνωναν αναλόγως τον σχεδιασμό τους.

Ειδικότερα δε η αγορά, που δεν θα είχε τη σχεδόν μόνιμη ανησυχία του πότε θα γίνουν ξαφνικά εκλογές, τινάσσοντας τον προϋπολογισμό και την ομαλή ροή της οικονομίας στον αέρα. Αλλά και η εκάστοτε ηττημένη αντιπολίτευση, που θα μπορούσε, χωρίς την πίεση του χρόνου και των δημοσκοπήσεων, να ανασυγκροτηθεί, να ανανεωθεί και να καταστεί στην πράξη και πάλι, αξιόπιστη εναλλακτική πρόταση εξουσίας.

Μια ιδέα. Μια πρωτοβουλία. Μια αλλαγή σελίδας, που θα ακουστεί μέχρι τις επόμενες γενιές. Γιατί όχι; Όπως άλλωστε είχε πει και ο Ρόμπερτ Κένεντι, προτού τον δολοφονήσουν, για να διασφαλίσουν ότι… δεν θα υλοποιούσε όσα πίστευε… «Σκέφτομαι πράγματα που ποτέ δεν υπήρξαν, και ρωτώ: Γιατί όχι;».

www.statesmen.gr
     



Εδώ σχολιάζεις εσύ!