Στα παρασκήνια εξυφαίνονται μια σειρά από νέα σχέδια για το πώς θα μπορούσε να διαταχθεί το πολιτικό σύστημα ώστε να ελέγχεται από τους τραπεζίτες, το μαύρο χρήμα και τη διαπλοκή.
Είναι γνωστό, βέβαια, ότι όποτε όλοι αυτοί έκαναν σχέδια για το πώς θα μπορούσε να διαμορφωθεί το πολιτικό σκηνικό, αυτά απέτυχαν, ενώ κατά κανόνα οδήγησαν την Ελλάδα σε περιπέτειες. Αυτό συνέβη με τις αποστασίες που οργάνωσαν το 1965-1967, το «μαύρο 1989», τον τρόπο που προσπάθησαν να οργανώσουν την ανατροπή του Γ.Παπανδρέου, τη στήριξη που έδωσαν στον Κ.Καραμανλή το 2007-2008. Οι δυνάμεις αυτές, ενώ μοιράζουν δεξιά και αριστερά ευθύνες για τα προβλήματα της χώρας, είναι εκείνες που φέρουν στην πραγματικότητα την κύρια ευθύνη της σημερινής κατάστασης. Τόσο διότι συχνά δράσαν ως δυνάμεις ανωμαλίας, όσο και επειδή, προκειμένου να ενισχύσουν τις θέσεις και τα κέρδη τους, ήταν έτοιμες να πιούν το αίμα της χώρας. Στα σημερινά τους σχέδια, συμπεριλαμβάνονται τόσο προτάσεις συνολικής ανατροπής του πολιτικού σκηνικού, με τη δημιουργία εξωκοινοβουλευτικών κυβερνήσεων «εκτάκτου ανάγκης» και «εθνικής σωτηρίας», όσο και προτάσεις αξιοποίησης δυνάμεων του δικομματισμού προκειμένου να συγκροτηθούν «κυβερνήσεις συνασπισμού».
Οι κυβερνήσεις «εκτάκτου ανάγκης ή σωτηρίας» και οι όροι αποτυχίας τους
Οι κυβερνήσεις «εκτάκτου ανάγκης ή σωτηρίας» σχεδιάζονται να εμφανιστούν όταν ο κόσμος θα έχει χάσει κάθε εμπιστοσύνη στους πολιτικούς και θα είναι έτοιμος να αποδεχτεί οποιαδήποτε «σωτηρία» από δυνάμεις που θα εμφανιστούν ως ο από μηχανής θεός. Τεχνοκράτες και επιχειρηματίες, υπάλληλοι μεγάλων συμφερόντων και εκπρόσωποί τους θα εμφανιστούν ως η δήθεν λύση, αφού πρώτα θα έχουν υποσκαφτεί οι δημοκρατικοί θεσμοί και η λειτουργία των κομμάτων. Αφού και εφόσον οι επιθέσεις στο δήθεν υψηλό κόστος της δημοκρατίας και στο πόσο άχρηστοι και ανεύθυνοι είναι πολιτικοί «θα έχουν πιάσει τόπο». Αφού και εφόσον θα έχει πετύχει η προσπάθεια συγκάλυψης των ευθυνών εκείνων όσων έβγαλαν χρήματα πριν την κρίση και από την κρίση. Όταν θα αποκρύβεται επαρκώς το γεγονός ότι η κύρια αποτυχία των πολιτικών συνίσταται στην υποταγής τους σε αυτά ακριβώς τα συμφέροντα. Στην υπόσκαψη της αυτονομίας της πολιτικής.Όλα τα «έκτακτα» σχέδια, παρουσιάζουν περισσότερες πιθανότητες υλοποίησης ως ασκήσεις επί χάρτου, παρά ως πραγματικές πρακτικές. Πρώτα από όλα διότι αυτή τη στιγμή δεν υπάρχουν «οι απαιτούμενες» συνθήκες και διαδικασίες υλοποίησής τους. Δυσκολίες υπάρχουν και ως προς το να συμφωνήσουν και άλλοι παράγοντες σε τέτοιου είδους σχεδιασμούς, όπως είναι οι ίδιοι οι αρχηγοί των κομμάτων του δικομματισμού. Δυσκολίες υπάρχουν και διότι ακόμα και ένας «μεγάλος συνασπισμός» των κομμάτων του δικομματισμού προϋποθέτει κουλτούρα συναίνεσης ανάμεσά τους, σε μια εποχή που η τάση προς σύγκρουση θα ενισχύεται.Όρος και προϋπόθεση επιτυχίας μιας τέτοιας επιλογής είναι να παραμείνει η αριστερά πολυδιασπασμένη και να μην υπάρχουν συγκλίσεις ανάμεσα στην σοσιαλιστική και ριζοσπαστική αριστερά. Αν, όμως, την ώρα που οι δυνάμεις των σχεδίων αρχίσουν να τα προωθούν σπάσει ο διάβολος το ποδάρι και υπάρξει συνεννόηση ανάμεσα στις αντιμνημονιακές δυνάμεις, τότε οι λύσεις «ανάγκης και σωτηρίας» θα βρουν πιθανότατα απέναντί τους την συντριπτική πλειοψηφία των δυνάμεων της κοινωνίας. Ανάλογα η προοπτική ενός «μεγάλου συνασπισμού» κινδυνεύει να μην είναι καν μικρή. Αυτό εξάλλου το δείχνουν και τα αποτελέσματα των περιφερειακών εκλογών στην Αττική, όπου ο δικομματισμός ως σύνολο, ήταν στον πρώτο γύρο μειοψηφικός (44,5%, όσο παλιά είχαν το καθένα από τα δύο αυτά κόμματα) και μικρότερος από το άθροισμα των δυνάμεων που βρίσκονται στα αριστερά του (44,8%). Ας μη ξεχνάμε δε, ότι στην Αττική αρχίζουν πάντα οι μεγάλες αλλαγές στο πολιτικό σκηνικό, ή γεννιούνται καινούργιες δυνατότητες. Δυνατότητες, βέβαια, που το πιθανότερο είναι να μην αξιοποιηθούν όσο οι πολιτικές δυνάμεις που βρίσκονται αριστερότερα του δικομματισμού, σκέφτονται και πράττουν με τον σημερινό τρόπο.
«Ο μικρός συνασπισμός»
Το πλέον άμεσο και ρεαλιστικό σχέδιο που θα βόλευε τις δυνάμεις της τοκογλυφίας, της λαμογιάς και της διαπλοκής θα ήταν αυτός του «μικρού συνασπισμού». Δηλαδή, ενός συνασπισμού κυβερνητικής συνεργασίας που θα είχε ως κορμό το πλειοψηφών κόμμα του δικομματισμού. Αυτό θα προωθεί μικρά ανοίγματα προς τα αριστερά και τα δεξιά του, όπως έγινε σε ένα βαθμό το 1989. Ένας τέτοιος «μικρός συνασπισμός» έχει για τις δυνάμεις προώθησης ενός τέτοιου σχεδίου μια σειρά από θετικές πλευρές. Μια πρώτη, θα ήταν το γεγονός ότι αρκεί κανείς να επηρεάζει ένα από τα μικρά κόμματα, με μια μεταφορική έννοια σχετικά εύκολο και φτηνό, και θα έχει ήδη βάλει το πόδι του στον κυβερνητικό συνασπισμό. Μια δεύτερη θετική πλευρά για τους σχεδιαστές του μικρού συνασπισμού, συνιστάται στο γεγονός ότι θα είναι πιο αργόσυρτη η φθορά των δυνάμεων εντός του μεγάλου κόμματος που συνδέονται με τα κέντρα που εκπόνησης των πιο πάνω σχεδίων. Και αυτό, διότι θα μπορούν να αποποιούνται τις ευθύνες τους ως προς κάθε αντιλαϊκό μέτρο, και να τις μετακυλούν στις «σύμμαχες δυνάμεις». Το ίδιο θα μπορούν να κάνουν επικαλούμενες την προτεραιότητα της ανάγκης σταθερής διακυβέρνησης έναντι κάθε επιβολής απόψεων επί των μικρότερων εταίρων. Επιπλέον, στις σημερινές συνθήκες, μια τέτοια επιλογή θα διευκόλυνε την όποια κυβέρνηση του μνημονίου να εμφανίζεται ως εθνικά υπεύθυνη. Να προπαγανδίζει τη θέση ότι οι διαχειριστικές απαιτήσεις προηγούνται του περιεχομένου της πολιτικής.
Δυσκολίες υλοποίησης του «Μικρού Συνασπισμού»
Μια ευέλικτη κυβέρνηση του μνημονίου θα καλούσε τις άλλες δυνάμεις να προσέλθουν σε μια κυβέρνηση μικρού συνασπισμού και θα μπορούσε να χαρακτηρίσει όσες δεν προσέρχονταν ως εθνικά ανεύθυνες. Έτσι, επί παραδείγματι, το ΠΑΣΟΚ θα μπορούσε να κάνει αυτό το κάλεσμα, προκειμένου στη συνέχεια να ανταποκριθούν το νέο κόμμα της κυρίας Μπακογιάννη και εκείνο της Δημοκρατικής Αριστεράς κάνοντας με αυτό τον τρόπο σάντουιτς την ΝΔ του Σαμαρά. Όμως, και αυτή η επιλογή είναι πιο εύκολη ως ευσεβής πόθος εκείνων που την σχεδιάζουν παρά να υλοποιηθεί. Και να γιατί:
Α. Αν το σενάριο έχει οποιοδήποτε προοπτική επιτυχίας αυτή θα ήταν μετά από εκλογές. Σήμερα, όποιος θα συμμετείχε σε έναν «μικρό συνασπισμό» θα μπορούσε να κατηγορηθεί ως αποστάτης και να μην εκλεγεί εξ’ αυτού στην επόμενη βουλή. Ιδιαίτερα αν πρόκειται για κόμματα που έχουν προκύψει ως απόσχιση από ήδη υπάρχοντα.
Β. Οι δυνάμεις με τις οποίες θα μπορούσε να δημιουργηθεί σήμερα ένας τέτοιος συνασπισμός μόνο νέες δεν είναι. Τόσο η Δημοκρατική Συνεργασία, όσο και η Δημοκρατική Αριστερά δεν φέρνουν την ανανέωση προσωπικού στην πολιτική σκηνή. Ως προς τις ιδέες που διατυπώνουν μάλλον αναμασούν την κυβερνητική λογική. Το ίδιο θα ισχύει για ένα κόμμα στο οποίο δίπλα στον Γ.Δημαρά θα συμπαραταχθούν πρώην υπουργοί του ΠΑΣΟΚ που στη συνέχεια είχαν συνεργαστεί πολλάκις με τη ΝΔ του Κ.Καραμανλή.Η Ν.Μπακογιάννη, ουσιαστικά επαναλαμβάνει σήμερα το σενάριο του κόμματος των φιλελευθέρων που είχε ιδρύσει ο πατέρας της πριν 33 χρόνια. Κόμμα το οποίο είχε εκλέξει στην Κρήτη δύο βουλευτές, οι οποίοι στη συνέχεια προσχώρησαν στην ΝΔ. Η δε Δημοκρατική Αριστερά περισσότερο θυμίζει την ΕΑΡ στην οποία ήταν επικεφαλής ο Κουβέλης πριν μερικές δεκαετίες παρά έναν φορέα ανανέωσης της αριστεράς.
Γ. Τέτοια κόμματα, όπως τα προαναφερόμενα, εκφράζουν προσωπικές στρατηγικές των επικεφαλής τους και ανάγκες των δυνάμεων που παίζουν με τα προαναφερθέντα σχέδια, παρά τις νέες αντιμνημονιακές δυνάμεις στην κοινωνία.
Δ. Το ΠΑΣΟΚ του Γ.Παπανδρέου έχει ήδη άσκημες εμπειρίες και αρνητικές παραστάσεις με ανοίγματα προς τα δεξιά. Ας θυμηθεί κανείς πόσο του κόστισε η συνεργασία με τους κ.κ.Άνδριανόπουλο και Μάνο.Κατά συνέπεια, τυχόν συμπόρευσή του με την κ.Μπακογιάννη, όπως έκανε σε ορισμένες περιπτώσεις στις πρόσφατες εκλογές με το ΛΑΟΣ, θα έχει ως αποτέλεσμα, αντί της συγκέντρωσης δυνάμεων σειρά από εσωτερικούς κλυδωνισμούς.Συνολικά αυξάνει ο αριθμός των σχεδίων στο παρασκήνιο. Πληθαίνουν οι επιλογές και οι ασκήσεις επί χάρτου. Λείπουν, όμως, τουλάχιστον προς το παρόν, οι πραγματικές συνθήκες υλοποίησής τους, ή, έστω, αυτές είναι ακόμα εξαιρετικά δύσκολες. Όμως, εάν οι δυνάμεις που αντιτάσσονται στο μνημόνιο εξακολουθήσουν να αντιμετωπίζουν τις προοπτικές τους μέσα από στενούς ορίζοντες, τότε το πιθανότερο είναι να «βρεθεί» ο απαιτούμενος χρόνος προετοιμασίας υλοποίησης κάποιων εκ των σχεδίων που ανέλυσα. Βέβαια, η ζωή διαθέτει περισσότερη φαντασία και από τους φορείς αυτών των σχεδίων και από αρθογράφους όπως ο υπογράφων, και δίνει τις δικές της λύσεις. Το σίγουρα είναι ότι αν δεν τις επηρεάσουμε «στο τέλος της πολιτικής ημέρας» δεν θα μας αρέσουν.
http://epirusgate.blogspot.com/2010/11/blog-post_618.html