Α… ξέχασα να σας πω ότι φταίει η πρώτη ελληνική κυβέρνηση του 1832 για το σημερινό χρέος, έκτος από τα κομματικά μανιφέστα διαβάζουμε και οικονομολογικά- πολιτικά- εθνικά- σχόλια και άλλων
Η γοητεία και ο πολιτικός ρεαλισμός του Αντρέα Παπανδρέου, η γνωστική και δυναμική αντιπολίτευση, η γνήσια έκφραση των οραμάτων και των πόθων του λαού, σύντομα μετεξελίσσονται σε νικηφόρα εκλογική πορεία. Στις εκλογές του Νοέμβρη του 1977 το ΠΑΣΟΚ αναλαμβάνει πανηγυρικά της θέσης της αξιωματικής αντιπολίτευσης με 25% και 93 βουλευτές. Ο δρόμος για τη μεγάλη νίκη είναι πλέον ανοιχτός. Ο οδηγός κρατά σταθερά και εμπνευσμένα το τιμόνι. Οι σύντροφοί του και η βάση τον ακολουθεί. Οι καιροί και οι περιστάσεις είναι ευοίωνες. Ο λαός όσο ποτέ άλλοτε ποθεί και ελπίζει στην Αλλαγή.
Στις 18 του Οκτώβρη του 1981, επέτειο της απελευθέρωσης της Αθήνας από τους Γερμανούς, ο Αντρέας Παπανδρέου και το ΠΑΣΟΚ θριαμβεύουν στις εκλογές με 48% και 173 βουλευτές. Η ψυχή όλων μας αναριγά. Δάκρυα συγκίνησης και χαράς μας κατακλύζουν. Η Χαριλάου Τρικούπη, το Καστρί φλέγονται. Μοναδική απούσα, η τρυφερή μητέρα του Αντρέα, η ακριβή μας γιαγιά Σοφία που έφυγε λίγο πριν το καλοκαίρι του 1981 πριν καμαρώσει το γιο της με το στεφάνι της νίκης.
Ακολουθεί η ανηφορική οκταετής κυβερνητική πορεία που συνοδεύεται από την εκλογική νίκη του 1985. Ο Αντρέας Παπανδρέου πρωτοστατεί στο διεθνές Κίνημα της ειρήνης. Δεν είμαστε ούτε με τη δύση ούτε με την ανατολή, είμαστε με την ειρήνη διακηρύσσει. Η κίνηση των έξι με βασικό συντελεστή τον Αντρέα της Ειρήνης, βάζει τις βάσεις για την εκτόνωση της διεθνούς έντασης που επικρατεί. Ο Αντρέας Παπανδρέου κάνει σεβαστή τη φωνή της χώρας μας σε εχθρούς και φίλους, έτσι που ο λαός μας να νοιώθει ότι πραγματικά η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες.
Ο Αντρέας Παπανδρέου και το ΠΑΣΟΚ, κάνει πράξη την εθνική συμφιλίωση. Αναγνωρίζει την Εθνική Αντίσταση, καταργεί τις γιορτές μίσους, τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων, τους φακέλους της ντροπής. Εξαφανίζει το φόβο του χωροφύλακα, τη σκιά του καταδότη. Ένας άνεμος ελευθερίας και δημοκρατίας πνέει παντού σ’ όλη τη χώρα. Έτσι ώστε να μπορεί να ειπωθεί ότι η αληθινή δημοκρατία εγκαθίσταται οριστικά στη χώρα που τη γέννησε.
Στα πρώτα 8 χρόνια του Αντρέα Παπανδρέου και του ΠΑΣΟΚ, αλλάζει ο οικονομικός, ο κοινωνικός, ο πολιτικός χάρτης της χώρας. Βελτιώνεται ριζικά το εισόδημα των εργαζομένων, των συνταξιούχων, των αγροτών, και γενικότερα των μεσαίων και χαμηλών εισοδηματικών στρωμάτων. Διευρύνεται το κοινωνικό κράτος, με το ΕΣΥ, τα Κέντρα Υγείας, τα ΚΑΠΗ, τους παιδικούς σταθμούς, τα μέτρα για την ανεργία για τα άτομα με ειδικές ανάγκες. Γίνονται σημαντικά έργα υποδομής, δρόμοι, λιμάνια, αεροδρόμια, αποχετεύσεις, εγγειοβελτιωτικά έργα, αθλητικά και πολιτιστικά κέντρα. Προωθείται σοβαρά η αποκέντρωση, οι συνδικαλιστικές ελευθερίες, η ισότητα των δύο φύλλων και η πολυφωνία στα μέσα μαζικής επικοινωνίας.
Όσα λάθη, παραλήψεις, πισωγυρίσματα μπορεί να καταμαρτυρήσει κανείς, δύσκολα μπορεί να αμφισβητήσει τη θετική προσφορά του Ανδρέα Παπανδρέου και ειδικότερα ως προς τις δημοκρατικές διαδικασίες. Γιατί ας μη λησμονούμε κάτι το πολύ απλό: Ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου έσπασε τη μονοκρατορία της συνεχούς διακυβέρνησης της χώρας από μια και μόνο πολιτική παρά τάξη. Και αυτό αποτελεί μέγιστη συμβολή στη δημοκρατία. Η αλλαγή αποτελεί προϋπόθεση της δημοκρατίας.
Το βασικό χαρακτηριστικό των πρώτων χρόνων διακυβέρνησης από το ΠΑΣΟΚ ήταν η στενή σχέση προγραμματικών διακηρύξεων και πολιτικής πράξης. Το υπερφορτωμένο και, για τα ελληνικά τουλάχιστον δεδομένα, έντονα ριζοσπαστικό «πρόγραμμα εξουσίας» αντανακλάται αρκετά πιστά τόσο στις προγραμματικές δηλώσεις της νέας κυβέρνησης (που έλαβαν χώρα στις 22 Νοεμβρίου του 1981, λόγω εντατικής διαβούλευσης μεταξύ των διαφόρων κυβερνητικών οργάνων) όσο και, από την αρχή του 1982, στα θεσμικά μέτρα που προτείνονται και υιοθετούνται.
Οι τομείς της εξωτερικής πολιτικής και της εθνικής άμυνας (της οποίας μάλιστα, για πρώτη φορά στην ελληνική ιστορία, προΐσταται ο ίδιος ο Πρωθυπουργός) διατηρούν και σε κυβερνητικό επίπεδο την πρωτοκαθεδρία που είχαν εντός της Διακήρυξης της 3ης Σεπτέμβρη –με την «Εθνική Ανεξαρτησία» να παραμένει ο πρωταρχικός στόχος του ΠΑΣΟΚ. Πρακτική συνέπεια αυτού ήταν ότι τα ταξίδια του Πρωθυπουργού στο εξωτερικό –38 μόνο κατά την πρώτη διετία (Κακλαμανάκη, 2000)- και οι κινήσεις «μεγάλης πολιτικής» (αποδοχή πρότασης Μπρέζνιεφ για πάγωμα πυρηνικών εξοπλισμών στην Ευρώπη, αναγνώριση Αραφάτ και Παλαιστινιακής Αρχής, «μορατόριουμ» με Τουρκία, συνομιλίες με ΗΠΑ για τις βάσεις, πρώτη επίσκεψη Έλληνα Πρωθυπουργού στην Κύπρο–την 1η Μαρτίου 1982, «Κίνηση των Έξι για την Ειρήνη» -στις 22 Μαΐου 1984-, επισκέψεις με «μήνυμα» σε Λιβύη του Καντάφι και Πολωνία του Γιαρουζέλσκι, επιτυχής μάχη για τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα -το Μάρτιο του 1985) απορρόφησαν μεγάλο μέρος της κυβερνητικής δραστηριότητας της πρώτης τετραετίας. Ήδη από τις προγραμματικές δηλώσεις, πάντως, ο νέος Πρωθυπουργός είχε φροντίσει να λειάνει τα πιο συγκρουσιακά στοιχεία των εξωτερικών προσανατολισμών του προ της εξουσίας ΠΑΣΟΚ: το «όχι στο ΝΑΤΟ» γίνεται «διαδικασία αποδέσμευσης από τη συμφωνία Ρότζερς», το «έξω οι βάσεις» αποκωδικοποιείται ως «θα θέσουμε ένα χρονοδιάγραμμα απομάκρυνσης των βάσεων», ενώ για ενδεχόμενη «αποχώρηση» από την ΕΟΚ λέγεται ότι πρώτα θα «επιδιωχθεί» (λέξη κλειδί, που εμπεριέχει την πιθανότητα μη ευόδωσης) «δημοψήφισμα σύμφωνα με τις συνταγματικές διαδικασίες».
Αντίθετα, στο μέτωπο της εσωτερικής πολιτικής υπάρχει σχεδόν πλήρης ταύτιση ανάμεσα στο προεκλογικό πρόγραμμα, τις άμεσες πολιτικές δεσμεύσεις του Πρωθυπουργού και τα πρώτα μέτρα της κυβέρνησης. Μόνο η αναγωγή της Βουλής σε «βάθρο της δημοκρατίας» (τα άλλα δύο βάθρα, η αυτοδιοίκηση και ο συνδικαλισμός, θα τύχουν μεγαλύτερης προσοχής), η «αντικειμενική πληροφόρηση από τα μαζικά μέσα» και η «αξιοκρατία στο Δημόσιο» μπορούν να θεωρηθούν ότι έμειναν γράμμα κενό. Όλο το λοιπό θεσμικό οπλοστάσιο της «αλλαγής» όχι μόνο επαναλήφθηκε κι επιβεβαιώθηκε στις προγραμματικές δηλώσεις αλλά κι άρχισε να υλοποιείται σχεδόν αμέσως: αναγνώριση της εθνικής αντίστασης, κατάργηση των φακέλων, επιστροφή προσφύγων, χρηματοδότηση των κομμάτων, κατάργηση του σταυρού προτίμησης, καθιέρωση της ψήφου στα 18, παύση των διακρίσεων με βάση τις πολιτικές πεποιθήσεις, αναμόρφωση του οικογενειακού δικαίου, καθιέρωση της ισότητας των δύο φύλων, συμφιλίωση των σωμάτων ασφαλείας με το λαό, συγκρότηση οργάνων δημοκρατικού προγραμματισμού στους Δήμους και στις κοινότητες, κατάργηση αντιδημοκρατιÎ! �ών νόμων στο συνδικαλισμό και διε! υκόλ υνσηπροώθηση του πολιτισμού σε «κάθε γωνιά» της ελληνικής υπαίθρου. Όλα αυτά δεν προαναγγέλθηκαν απλώς, αλλά έγιναν –σε βαθμό μάλιστα που, σήμερα, στην πλειοψηφία τους να θεωρούνται δεδομένα.
Η νέα κυβέρνηση ξεκίνησε, συνεπώς, με μια θεμελιώδη επιλογή: να τιμήσει στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό το «συμβόλαιο» με βάση το οποίο εξελέγη. Η επιλογή αυτή δεν ήταν αυτονόητη –η τήρηση των προεκλογικών προγραμμάτων δεν είχε την ίδια τύχη στην προηγούμενη και στην αμέσως επόμενη φάση της ελληνικής πολιτικής ζωής- ούτε αδιαμφισβήτητη: το μεγαλύτερο εμπόδιο της ήταν η ίδια η πραγματικότητα, αφού γρήγορα αποδείχθηκε ότι η ελληνική οικονομία αλλά και το διεθνές οικονομικό περιβάλλον δεν «άντεχαν» τόσα και τέτοια μέτρα με αντίστοιχο κόστος. Ήταν περισσότερο μια επιλογή «πολιτικού συναισθήματος», σε μια –τη μόνη ίσως- ιστορική συγκυρία στην οποία το συναίσθημα –η ανάγκη βίωσης της «αλλαγής»- αποτελούσε μέρος και όχι παραφθορά της πολιτικής. Ήταν επίσης μια επιλογή που έμελλε να έχει βαρύτατες συνέπειες: γιατί όταν μια κυβέρνηση έρχεται να πραγματώσει την αλλαγή μη έχοντας ή υποτιμώντας τον έλεγχο των μέσων της, το αποτέλεσμα δεν μπορεί να είναι άλλο από την επιδείνωση των οικονομικών δεικτών, την αναδίπλωση και, τελικά, ένα γενικό αίσθημα ανικανοποίητου. Ήταν, ωστόσο, και η μόνη επιλογή που δεν θα εξευτέλιζε, από την πρώτη στιγμή, την έννοια της «αλλαγής», η οποία αποτελούσε όχι μόνο το βασικό σύνθημα αλλά και, θεωρητικά τουλάχιστον, το λόγο ύπαρξης του ΠΑΣΟΚ.
Η αλλαγή πολιτικής που πραγματοποιήθηκε, ακριβώς επειδή είχε τόσο έντονα «ιδεολογικό» χρώμα, εμφανίστηκε προσανατολισμένη σε πολύ συγκεκριμένη κατεύθυνση: την εξάπλωση της ισότητας ανάμεσα στους πολίτες, μέσω της ενίσχυσης των αντικειμενικά ασθενέστερων ομάδων, την εξάλειψη διακρίσεων, τη βελτίωση των προϋποθέσεων άσκησης των ελευθεριών αλλά και του γενικού αισθήματος ελευθερίας, τη διεύρυνση της δυνατότητας απόλαυσης βασικών κοινωνικών αγαθών. Έτσι, οι θεσμικές μεταρρυθμίσεις της πρώτης περιόδου μπορούν να ενταχθούν σε τέσσερις μεγάλες κατηγορίες: μέτρα «αποκαταστατικής ισότητας», προσπάθεια ξεπεράσματος σχισμάτων του παρελθόντος, μέτρα ενίσχυσης της πολιτικής, με την ευρεία έννοια, δράσης και δομικές μεταρρυθμίσεις σε κοινωνικά κρίσιμα μέτωπα.
Η πρώτη «δέσμη» μέτρων ανακοινώθηκε από τηλεοράσεως από τον ίδιο τον Ανδρέα Παπανδρέου την παραμονή πρωτοχρονιάς του 1982 και αποσκοπούσε στην άμεση οικονομική ενίσχυση των λιγότερο προνομιούχων, δηλαδή κυρίως των μισθωτών, των συνταξιούχων και των αγροτών: σχετικά μεγάλες (αν και όχι ικανές να καλύψουν πλήρως τις απώλειες των προηγουμένων ετών) αυξήσεις μισθών στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, καθιέρωση της ΑΤΑ (αυτόματης τιμαριθμικής προσαρμογής), υιοθέτηση μηνιαίας άδειας με αποδοχές για όλους, μείωση των ωρών εβδομαδιαίας εργασίας σε 40, αύξηση των κοινωνικών δαπανών του κράτους, γενναία αύξηση των κατωτάτων ορίων των συντάξεων (22% για το ΙΚΑ, 50% για ΤΕΒΕ, εμπόρων, 100% για ΟΓΑ), ενίσχυση των αγροτικών πόρων του προϋπολογισμού και τόνωση του αγροτικού εισοδήματος όχι μόνο χάρη στη γενναιοδωρία της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής αλλά και του τρόπου εφαρμογής της στην Ελλάδα (Μαραβέγιας, σε Σπουρδαλάκη (επιμ.), 1988).
Για να μπορέσουν να χρηματοδοτηθούν τα μέτρα αυτά, η κυβέρνηση «πόνταρε» σε ένα νέο-κεϋνσιανό μίγμα πολιτικής (Σπουρδαλάκης, 1988), που είχε αρχίσει να δοκιμάζεται ένα χρόνο νωρίτερα (με εξίσου ανεπιτυχή αποτελέσματα, όπως σύντομα θα αποδεικνυόταν) από την κυβέρνηση σοσιαλιστών-κομμουνιστών στη Γαλλία. Το οικονομικό επιτελείο ήλπιζε ότι η παραγωγή θα ενθαρρυνόταν από την αύξηση των μεσαίων και χαμηλών εισοδημάτων, καθώς και από την εφαρμογή μιας πιο επιθετικής πολιτικής κινήτρων για παραγωγικές επενδύσεις, και ότι έτσι η τόνωση της ζήτησης θα εξισορροπούσε την αύξηση των κρατικών δαπανών. Αυτό που συνέβη όμως ήταν ότι, λόγω δομικών αδυναμιών αλλά και του εξαρτημένου χαρακτήρα της ελληνικής οικονομίας, η τόνωση της ζήτησης δεν οδήγησε στην αύξηση της εγχώριας παραγωγής αλλά των εισαγωγών, ενώ η επεκτατική εισοδηματική και δημοσιονομική πολιτική (με αύξηση δαπανών της τάξης του 33%) είχε ως αποτέλεσμα την επιβάρυνση του κόστους παραγωγής. Με δυο λόγια, δημόσια χρέη και ελλείμματα εκτινάχθηκαν. Και τούτο χωρίς τη δυνατότητα επίκλησης άγνοιας κινδύνου, μιας και από τις προγραμματικές του ήδη δηλώσεις ο νέος Πρωθυπουργός είχε κάνει λόγο για παραλαβή «καμένης γης». Μπορεί οι αποφάσεις αυτές να λήφθηκαν στη βάση «πολιτικών» και όχι τεχνικών κριτηρίων, το αποτέλεσμά τους όμως ήταν διττό: ανακούφιση των λεγόμενων «μικρομεσαίων» στρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας και αίσθηση ότι επιτέλους ακουγόταν η φωνή τους, αλλά και υπονόμευση της αντοχής της ελληνικής οικονομίας.
Το ιστορικό ίχνος της πρώτης θητείας του ΠΑΣΟΚ είναι πολύ λιγότερο αμφισβητήσιμο όσον αφορά τα μέτρα που λήφθηκαν για το ξεπέρασμα των ιδεολογικών και κοινωνικών σχισμάτων του παρελθόντος (Αλιβιζάτος, 1983). Η κατάργηση των εμφυλιοπολεμικού χαρακτήρα νόμων για την υπόσταση του εγκλήματος της «εσωτερικής κατασκοπείας» και την ποινικοποίηση των «αντεθνικών» πεποιθήσεων, η αναγνώριση όλων των αντιστασιακών οργανώσεων, η διευκόλυνση επιστροφής στην Ελλάδα των πολιτικών προσφύγων, η ενδυνάμωση του πολιτικού ελέγχου στην Αστυνομία και τις Ένοπλες Δυνάμεις, η απαγόρευση των βασανιστηρίων και η υπογραφή της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την κατάργηση της θανατικής ποινής αποτελούν κρίσιμα βήματα για το Κράτος Δικαίου στην Ελλάδα, για την εξομάλυνση των παθών και για την ωρίμανση της δημοκρατίας. Ειδικά η συνεδρίαση της 17ης Αυγούστου 1982 στη Βουλή για την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης και η σχετική αγόρευση του Ανδρέα Παπανδρέου δικαιούνται να περάσουν στην πρώτη γραμμή των κοινοβουλευτικών επιτευγμάτων μιας κυβέρνησης και ενός Πρωθυπουργού που, κατά τα άλλα, δεν διακρίθηκαν ιδιαίτερα για τις εντός του Κοινοβουλίου επιδόσεις τους.
Στις μεταρρυθμίσεις που στόχο είχαν, κατά την έκφραση του Πρωθυπουργού, να «τεθεί σε νέες βάσεις η πολιτική δράση», συγκαταλέγονται η απονομή του δικαιώματος ψήφου σε όσους συμπλήρωναν τα 18 χρόνια (από 21 που ήταν ως τότε), η ρύθμιση του δικαιώματος ψήφου των ξενιτεμένων και των ναυτικών, η λήψη μέτρων για τη χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων (έναντι της πλήρους αδιαφάνειας που ίσχυε ως τότε), ακόμα και η πρόσκαιρη κατάργηση του σταυρού προτίμησης για την εκλογή των βουλευτών. Η μεταρρύθμιση αυτή, που ίσχυσε μόνο για τις εκλογές του 1985, αφού καταργήθηκε, κατά την επόμενη θητεία του ΠΑΣΟΚ, προσπάθησε μεν να δώσει θεσμική λύση στο χρόνιο πρόβλημα της κυριαρχίας των πελατειακών σχέσεων και του χρήματος κατά τον εκλογικό αγώνα, κατέληξε, όμως, δια της αναίρεσής της, να νομιμοποιήσει ακόμη περισσότερο το σταυρό προτίμησης και την πολιτική λογική της οποίας είναι φορέας.
Στην ίδια κατηγορία θα πρέπει να ενταχθούν μια σειρά μέτρα με καταρχήν φιλεργατικό και φιλο-συνδικαλιστικό περιεχόμενο: ψήφιση νόμου για τον εκδημοκρατισμό του συνδικαλιστικού κινήματος (ν. 1264/1982), την αποκατάσταση της δημοκρατικής λειτουργίας των συνεταιρισμών (ν. 1257/1982), ορισμός κατωφλιού 2% για τις απολύσεις των εργαζομένων, εξίσωση της αποζημίωσης των εργατών λόγω απόλυσης με εκείνη των υπαλλήλων, θέσπιση συμμετοχής των εργαζομένων στα διοικητικά συμβούλια των δημοσίων επιχειρήσεων, κήρυξη παράνομων των λοκ-άουτ, κατάργηση της «ν! όμιμης» απαγόρευσης της απεργίας, αύξηση των γονικών αδειών, διακοπών, συντάξεων, ασφάλισης των εργαζομένων. Παραφωνία σε αυτά τα μέτρα προώθησης των δικαιωμάτων και της πολιτικής παρουσίας των εργαζομένων αποτέλεσε η πολυσυζητημένη τροπολογία του άρθρου 4 στο νόμο 1365/1983 περί «κοινωνικοποιήσεων», σύμφωνα με την οποία για την απόφαση κήρυξης απεργίας στα πρωτοβάθμια σωματεία των επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας (εκεί που χτύπαγε κατεξοχήν η καρδιά του συνδικαλιστικού κινήματος) απαιτείτο η απόλυτη πλειοψηφία των εγγεγραμμένων μελών της. Η διάταξη αυτή καθιστούσε πλέον την κήρυξη απεργίας ιδιαίτερα δύσκολη, αν όχι αδύνατη (Μαρδάς, 1995), καθώς η προσέλευση μελών στις συνελεύσεις δεν έφτανε ποτέ στο 50% των εγγεγραμμένων -κάτι που ισχύει βεβαίως για όλες τις εταιρίες και σωματεία, όχι μόνο τα συνδικαλιστικά, και γι’ αυτό ρυθμίζεται ανάλογα από το νόμο. Προκάλεσε μεγάλες αντιδράσεις και την αρχή μιας αμοιβαίας καχυποψίας, που θα έφτανε στο ναδίρ το Δεκέμβριο του 1985 με την απόπειρα της κυβέρνησης να «διορίσει» την ηγεσία της ΓΣΕΕ και το κύμα κινητοποιήσεων που ακολούθησε. Σηματοδοτεί, επίσης, τη γενικότερα επαμφοτερίζουσα και όχι στερούμενη στοιχείων χειραγώγησης στάση του κυβερνητικού ΠΑΣΟΚ έναντι του συνδικαλιστικού κινήματος, που τελικά εξέθρεψε ή πάντως διόγκωσε δύο επικίνδυνα για τη δημοκρατία φαινόμενα: τον κομματικό συνδικαλισμό και την δημιουργία μιας οιονεί τάξης «επαγγελματιών» συνδικαλιστών.
Εδώ επίσης θα πρέπει να ενταχθούν και τα μέτρα που λήφθηκαν για την ισότητα των φύλων, που μπορεί να μην οδήγησαν στην «ανατροπή των εξουσιαστικών σχέσεων» σε βάρος των γυναικών (Παντελίδου-Μαλούτα, σε Σπουρδαλάκη (επιμ.), 1998) αλλά κατοχύρωσαν σε πρωτόγνωρο για την Ελλάδα βαθμό την ισονομία ανδρών και γυναικών (η ίδια). Η κύρωση διεθνών συμβάσεων για την προστασία της μητρότητας (ν. 1302/1983) και κατά των διακρίσεων σε βάρος των γυναικών (ν.1342/1983), η θεσμοθέτηση της ισότητας των φύλων στις εργασιακές σχέσεις (ν. 4483/1984), η ίδρυση του Συμβουλίου Ισότητας των δύο φύλων (ν.1288/1982) και η αναβάθμισή του σε Γενική Γραμματεία του Υπουργείου Προεδρίας (ν. 1558/1985), αργότερα οι προστατευτικές για τις αμβλώσεις και το βιασμό ρυθμίσεις (ν.1609/1986), δεν μπορούν παρά να θεωρηθούν ότι συνιστούν μείζονα βήματα εκσυγχρονισμού της νομοθεσίας και προώθησης της ισότητας.
Στο καθαρά νομοθετικό επίπεδο, η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από μεταρρυθμιστικές απόπειρες σε όλα σχεδόν τα μεγάλα μέτωπα. Στο χώρο της οικονομίας (όπου, ως συνέπεια και του αρχικού κύματος παροχών υπέρ των πιο αδυνάτων, είχαμε την πρώτη υποτίμηση της δραχμής ήδη από τις 9 Ιανουαρίου 1983), οι «σοσιαλιστικού» χαρακτήρα αλλαγές εστιάζονται στην προσπάθεια διάσωσης των λεγόμενων «προβληματικών» επιχειρήσεων (ν.1386/1983) και στην τόνωση του «κοινωνικού προσώπου» των επιχειρήσεων (ν. 1365/1983 περί «κοινωνικοποιήσεων» και 1235/1983 περί εποπτικών συμβουλίων). Οι δύο βασικές επιλογές του νόμου περί «προβληματικών», ο διορισμός προσωρινής διοίκησης με κρατική παρέμβαση στις υπαχθείσες στο συγκεκριμένο καθεστώς επιχειρήσεις και η αναγκαστική αύξηση του κεφαλαίου τους, ώστε το Κράτος να καταστεί κύριος μέτοχος, κρίθηκαν συνταγματικές από το Συμβούλιο της Επικρατείας με την επίκληση της υπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος. Η πολιτική, όμως, επιλογή να κρατηθούν τεχνητά στη ζωή –με επιβάρυνση μάλιστα του Κράτους, δηλαδή των φορολογουμένων- επιχειρήσεις που με οικονομικά κριτήρια ήταν σχεδόν «κλινικά νεκρές» και η δημιουργία ενός αδιαφανούς κρατικού υπεροργανισμού διαχείρισης τους (του Οργανισμού Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων) μπορεί να διέσωσαν για κάποιο διάστημα αρκετές θέσεις εργασίας, δεν οδήγησαν όμως σε πραγματική εξυγίανση έστω και λίγων «προβληματικών» και εξέπεμψαν το επικίνδυνο σήμα ενός Κράτους (αναποτελεσματικού) «πατερούλη» δικαίων και αδίκων. Με τους δε νόμους περί «κοινωνικοποιήσεων» και «εποπτικών συμβουλίων» θεσμοθετήθηκαν όργανα συμμετοχής των εργαζομένων στις επιχειρήσεις –κάτι που δεν ήταν διόλου δεδομένο και ασήμαντο, δεν άλλαξε όμως σε βάθος και δεν εκδημοκρατίστηκε, στο βαθμό τουλάχιστον που φιλοδοξούσε το προεκλογικό πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ, ο τρόπος λειτουργίας και λήψης των αποφάσεων στους χώρους εργασίας.
Βαθιά τομή συνιστά ο νόμος 1329/1983, με τον οποίο αναμορφώθηκε και (πραγματικά) εκσυγχρονίστηκε το οικογενειακό δίκαιο στην Ελλάδα. Με την εισαγωγή του πολιτικού γάμου (ήδη με το ν. 1250/1982 και έστω όχι ως υποχρεωτικού αλλά παράλληλου με τον θρησκευτικό), την πρόβλεψη από κοινού λήψης των αποφάσεων που αφορούν τους δύο συζύγους, τη διατήρηση του πατρικού ονόματος της γυναίκας και μετά το γάμο, την κατάργηση του θεσμού της προίκας, τη θέσπιση ισότητας των συζύγων ως προς τη γονική τους ιδιότητα, την αναγνώριση του συναινετικού διαζυγίου και τον περιορισμό των λόγων μη συναινετικού χωρισμού μόνο στον «ισχυρό κλονισμό του γάμου», τη σύνδεση του δικαιώματος διατροφής με την αντικειμενική ανάγκη και όχι πλέον με την υπαιτιότητα, τη μείωση του ορίου ενηλικίωσης στα 18 χρόνια, την πρόσδοση νομικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων στους ανηλίκους και την πλήρη ενοποίηση των δικαιωμάτων των εκτός γάμου παιδιών με τα δικαιώματα των γεννημένων σε γάμο (τομέας στον οποίο η θεσμική αυτή μεταρρύθμιση είναι η περισσότερο επαναστατική), το οικογενειακό δίκαιο απελευθερώθηκε από την ως τότε έντονα συντηρητική ιδεολογία της νομικής ανισότητας ανάμεσα στα δύο φύλα κι έφθασε, αν δεν ξεπέρασε, τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Τομές επιχειρήθηκαν –με πιο άνισα αποτελέσματα- και στους ιδιαίτερα ευαίσθητους χώρους της παιδείας και της υγείας. Ο νόμος-πλαίσιο (1268/1982) για την ανώτατη εκπαίδευση πραγματοποίησε τη δημοκρατικά απαραίτητη μετάβαση από το «φεουδαρχικού» τύπου καθεστώς της έδρας και τόνωσε σε αρκετά σημεία την πανεπιστημιακή αυτονομία, δεν απέφυγε όμως τη δημιουργία άλλων στεγανών εξουσίας (μεταξύ των εκλεγμένων και των υπό εκλογήν καθηγητών, για παράδειγμα, ή μεταξύ των πανεπιστημιακών αρχών και των «παραταξιακών» εκπροσώπων των φοιτητών), ενώ ειναι προφανές ότι έμεινε πίσω με το πέρασμα του χρόνου. Η θεσμοθέτηση, από την άλλη, του Εθνικού Συστήματος Υγείας με το νόμο 1397/1983, έχει μεν ιστορική σημασία, αφού δημιούργησε για πρώτη φορά ένα δημόσιο πλέγμα κανόνων και υποδομών, δεν συνοδεύτηκε ωστόσο από τα απαραίτητα συμπληρωματικά μέτρα, τις εξειδικεύσεις και τις εν εξελίξει αλλαγές (χαρακτηριστική θα ήταν αργότερα η ατολμία του νόμου 2194/1994 για την «αποκατάσταση» του ΕΣΥ), που θα του έδιναν ευέλικτες δομές και την ικανότητα ανανέωσης και με ίσους όρους ανταγωνισμού με τον ιδιωτικο τομέα.
Στον τομέα της αποκέντρωσης, που αποτελούσε από την αρχή για το ΠΑΣΟΚ προνομιακό πεδίο ανάδειξης της διαφοράς του από τη συντηρητική παράταξη, οι θεσμικοί νόμοι 1270/1982 και 1416/1984 ενίσχυσαν σε σημαντικό βαθμό την αυτοτέλεια των Δήμων και Κοινοτήτων (Χριστοφιλοπούλου, σε Σπουρδαλάκη (επιμ.), 1998). Δόθηκαν νέες αρμοδιότητες αναπτυξιακού χαρακτήρα στους ΟΤΑ, δημιουργήθηκαν θεσμοί διακοινοτικής συνεργασίας και κίνητρα για εθελοντικές συνενώσεις των μικρών κοινοτήτων, θεσπίστηκε νομικό πλαίσιο για τις επιχειρήσεις των ΟΤΑ και τις προγραμματικές συμφωνίες, ιδρύθηκαν θεσμοί λαϊκής συμμετοχής και δημοτικής αποκέντρωσης –διαμερισματικά και συνοικιακά συμβούλια, πάρεδροι οικισμών-, καταργήθηκε σχεδόν πλήρως ο έλεγχος σκοπιμότητας του νομάρχη (χωρίς, όμως, να πάψει ο κομματικός έλεγχος της κεντρικής εξουσίας επί των νομαρχιών), δημιουργήθηκαν τα νομαρχιακά συμβούλια (αλλά και κατέστη εξαρχής καθοριστικός ο ρόλος των κομματικών οργανώσεων ως προς τη στελέχωσή τους), άρχισαν ν’ αποκεντρώνονται σημαντικοί πόροι (αλλά και να δημιουργείται παράλληλα ένα κομματικό-πελατειακό σύστημα κατανομής τους). Ειδικά θα πρέπει να αναφερθεί το δικαίωμα που δόθηκε στους ΟΤΑ για την ίδρυση των Κέντρων Ανοικτής Προστασίας Ηλικιωμένων, των περίφημων ΚΑΠΗ, που σύντομα αποδείχθηκαν ένας από τους πιο ευφάνταστους, στοχευμένους και αποτελεσματικούς, δηλαδή πραγματικά κοινωνικούς, θεσμούς όλων των κυβερνήσεων του Ανδρέα Παπανδρέου.
Ήδη από την πρώτη θητεία του ΠΑΣΟΚ η τοπική αυτοδιοίκηση άλλαξε –ή μάλλον απέκτησε- πρόσωπο -κι ας μην απέκτησε μόνο ελκυστικά χαρακτηριστικά. Δεν μπορεί να ειπωθεί το ίδιο για την κεντρική διοίκηση (Σπανού, σε Σπουρδαλάκη (επιμ.), 1998): παρότι δεν λείπουν τα νομοθετικά μέτρα (ν.1232/1982 για την αναδιοργάνωση των Υπουργείων, ν. 1256/1982 για την κατάργηση της πολυθεσίας και της πολυαπασχόλησης, ν.1320/1983 με αλλαγές στο σύστημα προσλήψεων, ν. 1388/1983 για τη δημιουργία του Εθνικού Κέντρου Δημόσιας Διοίκησης και την επιμόρφωση των δημοσίων υπαλλήλων, ν. 1505/ 1984 περί νέου μισθολογίου, ν.1400/1983 περί αξιολόγησης και κατάργησης των φακέλων), η εντύπωση που μένει είναι της ελλιπούς αντιμετώπισης των μαστιγών της αναποτελεσματικότητας, της κομματικοποίησης και της αναξιοκρατίας.
Λιγότερο, τέλος, γνωστή αλλά διόλου ασήμαντη είναι η οικιστική και περιβαλλοντική παρέμβαση των πρώτων κυβερνήσεων του Ανδρέα Παπανδρέου (Μαλούτας-Οικονόμου, σε Σπουρδαλάκη (επιμ.),1998). Σειρά μέτρων για την καταπολέμηση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης των αστικών κέντρων (εκεί χρωστάμε το «δακτύλιο» της Αθήνας αλλά και τις μετρήσεις των ρύπων), περιορισμός ίδρυσης νέων βιομηχανιών στην Αττική, Ρυθμιστικό σχέδιο Αθήνας (ν.1515/1985) και Θεσσαλονίκης (ν. 1561/1985) και κυρίως ψήφιση και θέση σε εφαρμογή του «οικιστικού νόμου» (1337/1983), με τον οποίο επιχειρήθηκε ένας αρκετά αποτελεσματικός –για τα ελληνικά δεδομένα- γενικός πολεοδομικός και χωροταξικός σχεδιασμός.
Κατά την πρώτη κυβερνητική θητεία του ΠΑΣΟΚ -και ιδίως κατά τη διετία 1982-1983, που αποτελεί την κατά πολύ πιο γόνιμη σε μεταρρυθμίσεις περίοδο όχι μόνο του ΠΑΣΟΚ αλλά και κάθε θητείας κάθε μεταπολεμικής ελληνικής κυβέρνησης- δεν είναι υπερβολή να λεχθεί ότι άλλαξε ριζικά το πολιτικό κλίμα, σε συνθήκες μάλιστα διόλου απλές: αντίσταση ελληνικών και ξένων παραγόντων, κυβερνητική απειρία όλων σχεδόν των νέων Υπουργών, ξέσπασμα κύματος τρομοκρατικών επιθέσεων από το Μάρτιο του 1983. Η πληθώρα των μέτρων υπέρ της ισότητας και των ελευθεριών και η ενσωμάτωση στο πολιτικό σκηνικό του μισού σχεδόν ελληνικού λαού, που ως χτες βρισκόταν, περίπου νομοτελειακά, «εκτός», συνιστούν επιτεύγματα μείζονος σημασίας, όσο κι αν δεν επενέργησαν στις «δομές του συστήματος», καθώς ήταν σαφώς και εξαρχής «σοσιαλρεφορμιστικής» κατεύθυνσης (Κοτζιάς, 1985). Η συμβολή του Ανδρέα Παπανδρέου στα επιτεύγματα αυτά, όπως και στη γενικά ζωογόνο αν και συχνά απρόβλεπτη κινητικότητα στην εξωτερική πολιτική, ήταν κάτι παραπάνω από καταλυτική. Αν το ΠΑΣΟΚ ήταν εγγενώς «το κόμμα του Αντρέα», οι πρώτες του κυβερνήσεις (μέσα από τις συνεχείς «αναδομήσεις» τους, που έμελλε να φθάσουν τελικά αισίως τις 16 για την περίοδο 1981-1989) είχαν, παραπάνω από τη σφραγίδα, το ίδιο το «πρόσωπο του Αντρέα».
Από το μεταρρυθμιστικό μαξιμαλισμό και την υπερβολική προσωποποίηση της εξουσίας πηγάζουν και τα αρνητικά στοιχεία της πρώτης θητείας, πολλά από τα οποία θα ακολουθούσαν το ΠΑΣΟΚ σε όλη του την κυβερνητική του διαδρομή: η διάσταση ανάμεσα στη θέσπιση μέτρων και τη «βελτίωση της καθημερινότητας του πολίτη» (η φράση εμφανίζεται στα χείλη του ίδιου του Πρωθυπουργού ήδη από την 10η κομματική Σύνοδο, το 1983), η εντελώς προβληματική εσωκομματική δημοκρατία (το πρώτο Συνέδριο του ΠΑΣΟΚ έλαβε χώρα το 1984, δηλαδή εννέα ολόκληρα χρόνια μετά την ίδρυση του Κινήματος, ενώ σε όλη τη διάρκεια της πρώτης κυβερνητικής θητείας δεν ασκήθηκε η παραμικρή δημόσια κριτική κατά του Πρωθυπουργού), μια «εργαλειακή» (ή, σε λιγότερο ευμενή εκδοχή, μακιαβελική) αντίληψη της μεταρρύθμισης ως δέσμης πρωτοβουλιών «από τα πάνω» με μικρή συνοχή και συνέχεια, η έκπτωση, τέλος, και ίσως πάνω απ’ όλα, του πολιτικού λόγου (Τσάτσος, 1983). Από την πρώτη κιόλας θητεία -με εναρκτήρια δείγματα την εισαγωγή και μετά την κατάργηση του ΦΠΑ, ερήμην του αρμόδιου Υπουργού και πριν προλάβει να εφαρμοσθεί, καθώς και τους συνεχόμενους «ετεροχρονισμούς» της Α ΤΑ- εμφανίζονται οι εμπειρικοί χειρισμοί, οι παλινωδίες και το παιχνίδι γάτας και ποντικιού με την κοινή γνώμη, που θα αποτελέσουν πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη του πολυσυζητημένου πασοκικού «λαϊκισμού» (Ελεφάντης, 1991).
Στο θετικό, πάντως, για την κυβέρνηση πολιτικό ισοζύγιο –που επιβεβαίωσαν οι νίκες τόσο στις δημοτικές εκλογές του 1982 όσο και στις ευρωπαϊκές του 1984- ήρθαν να προστεθούν δύο εξελίξεις που θα σφράγιζαν την πορεία του ΠΑΣΟΚ και του Ανδρέα Παπανδρέου από το 1985 και μετά: η ανάρρηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη στην ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας, την 1η Σεπτεμβρίου 1984, και η αγορά της Τράπεζας Κρήτης, το Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου, από κάποιον εντελώς άγνωστο ως τότε επιχειρηματία που ονομαζόταν Γιώργος Κοσκωτάς.
1985-1989: οι βάσεις της Ευρώπης
Το – κυβερνητικό πλέον - ΠΑΣΟΚ έπαιξε και κέρδισε τις εκλογές του 1985 γύρω από ένα θεσμικό στοίχημα: την ολοκλήρωση της ξαφνικά αναγγελθείσας συνταγματικής αναθεώρησης στην κατεύθυνση της περιστολής των αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας. Η πρωτοβουλία αυτή συνόδευσε (στην πραγματικότητα, εκεί οφείλει την ίδια της την ύπαρξη) την καθαρά πολιτική επιλογή του Ανδρέα Παπανδρέου να μη στηρίξει εκ νέου για την Προεδρία της Δημοκρατίας τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, με τον οποίο όλα ως τότε έδειχναν ότι είχε συμφωνήσει την ανανέωση της ! θητείας του. Πέρα από τις προφανείς για την εκλογική διαπάλη συνέπειες αυτής της κίνησης, το αποτέλεσμα ήταν ότι, εξωτερικά τουλάχιστον, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ εμφανιζόταν να συμπληρώνει τις πυκνές νομοθετικές μεταρρυθμίσεις της πρώτης της περιόδου στην εξουσία με το ακόμα πιο βαρύ και θεσμικά κρίσιμο εργαλείο πολιτειακής παρέμβασης, που είναι η συνταγματική αναθεώρηση.
Πέρα από τον αιφνιδιαστικό και, σε κάποιο βαθμό, συγκυριακό χαρακτήρα της, η αναθεώρηση καθεαυτή –της οποίας η πρόταση κατατέθηκε στη Βουλή του 1985 και ψηφίστηκε στην επόμενη Βουλή, το 1986-επέφερε μια σημαντική αλλαγή στον τρόπο λειτουργίας του πολιτεύματος, που μπορεί να θεωρηθεί ότι μόνο από αυτό το σημείο και εφεξής έγινε αμιγώς κοινοβουλευτικό. Πράγματι, όλες οι επελθούσες αλλαγές (πλην μίας, της εισαγωγής της ονομαστικής ψηφοφορίας στο άρθρο 32 παρ. 1, που κατέστη αναγκαία λόγω της πικρής εμπειρίας των λευκών και γαλάζιων ψηφοδελτίων κατά την εκλογή του νέου Προέδρου Χρήστου Σαρτζετάκη) είχαν ως αντικείμενο την αφαίρεση από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας αρμοδιοτήτων που θα μπορούσαν, στα πλαίσια ενός προεδρευόμενου κοινοβουλευτικού συστήματος, να θεωρηθούν είτε υπερβολικές είτε δυνάμει επικίνδυνες.
Έτσι, μειώθηκαν οι πράξεις του Προέδρου που δεν απαιτούν πρωθυπουργική προσυπογραφή (άρθρο 35 παρ. 2 του Συντάγματος), «αυτοματοποιήθηκε», ώστε να μην αφήνει στον Πρόεδρο περιθώρια προσωπικών επιλογών, ο τρόπος διορισμού του Πρωθυπουργού (άρθρο 37 παρ. 2,3,4), περιορίστηκε στις μόνες περιπτώσεις της παραίτησης και της απώλειας της εμπιστοσύνης της Βουλής η «απαλλαγή» της κυβέρνησης από τα καθήκοντά της (άρθρο 38), καταργήθηκε ο αναχρονιστικός και μηδέποτε χρησιμοποιημένος θεσμός του Συμβουλίου της Δημοκρατίας που είχε την ευχέρεια να συγκαλεί ο Πρόεδρος (άρθρο 39), συρρικνώθηκε η δυνατότητα διάλυσης της Βουλής από τον Πρόεδρο (άρθρο 41 παρ.1), προβλέφθηκε η δυνατότητα της υποχρεωτικής για τον Πρόεδρο διάλυσης της Βουλής με πρωτοβουλία της κυβέρνησης (άρθρο 41 παρ.2), εξαλείφθηκε η δυνατότητα «κύρωσης» (δηλαδή άσκησης ελέγχου σκοπιμότητας) των νόμων από τον Πρόεδρο (άρθρο 42 παρ.1), καταργήθηκε ο θεσμός των «οργανωτικών διαταγμάτων», μέσω των οποίων ο Πρόεδρος θα μπορούσε ενδεχομένως να παρέμβει σε θέματα εσωτερικής κατάστασης της Διοίκησης (άρθρο 43 παρ.3), μεταφέρθηκε στην αποκλειστική δικαιοδοσία της Βουλής η απόφαση για χορήγηση αμνηστίας (άρθρο 47 παρ. 3), άλλαξαν, υπέρ της Βουλής και της κυβέρνησης, οι όροι θέσης σε εφαρμογή της «κατάστασης πολιορκίας» (άρθρο 48), πέρασε στη Βουλή και την κυβέρνηση η εξουσία για την προκήρυξη δημοψηφίσματος (άρθρο 44 παρ.2), ενώ, τέλος, ακόμα και για την εξαγγελία διαγγελμάτων προς το λαό ο Πρόεδρος οφείλει να έχει πλέον τη σύμφωνη γνώμη του Πρωθυπουργού (άρθρο 44 παρ.3).
Με τις δέκα αυτές αλλαγές αποσαφηνίστηκαν υπέρ της άμεσα εκλεγόμενης κυβέρνησης οι ρόλοι εντός του εκτελεστικού πόλου της εξουσίας, ενώ ο Πρόεδρος αναδεικνύεται πράγματι ρυθμιστής–και όχι «πρωταγωνιστής»-του πολιτεύματος, αφού διαθέτει πια μόνο τη δυνατότητα, κατά την έκφραση του γενικού εισηγητή της πλειοψηφίας Αναστάση Πεπονή, «να παίρνει τα δεδομένα που προκύπτουν από τη Βουλή και το λαό και μ’ αυτά τα δεδομένα να προβαίνει στις αναγκαίες ρυθμιστικές ενέργειες». Μπορεί, όπως πρόβαλλαν αρκετοί θεωρητικοί (πρωτοστατούντος του Αριστόβουλου Μάνεση), το πολίτευμα να έγινε, εκ του αποτελέσματος, πιο «πρωθυπουργικοκεντρικό», σε κάθε όμως ουσιαστικά κοινοβουλευτικό σύστημα ο βασικός πόλος της εξουσίας δεν μπορεί παρά να είναι η κυβέρνηση και ειδικά ο επικεφαλής της. Από την άλλη, το ξεκαθάρισμα ρόλων που πραγματοποιήθηκε ήταν ιδιαίτερα σημαντικό, τόσο από συμβολική όσο και από πρακτικά πολιτική άποψη, όπως θα αποδείκνυαν οι εξελίξεις που σύντομα ακολούθησαν (ιδίως στο διάστημα 1989-90, με την αδυναμία σχηματισμού αυτοδύναμων κυβερνήσεων και τις συνεχείς εναλλαγές πρωθυπουργών).
Στο πλαίσιο πάντα της ενίσχυσης του κοινοβουλευτικού χαρακτήρα του πολιτεύματος, η συνταγματική αναθεώρηση συμπληρώθηκε και από τη μεταρρύθμιση του Κανονισμού της Βουλής, τον Ιούνιο του 1987. Η μεταρρύθμιση αυτή επέφερε αρκετές θετικές καινοτομίες (πρόσβαση περισσότερων μελών της αντιπολίτευσης σε θέσεις Αντιπροέδρων της Βουλής, δυνατότητα σύστασης ειδικών επιτροπών για την προετοιμασία των νόμων, μείωση του χρόνου ομιλίας των μελών της κυβέρνησης, ίδρυση της Διάσκεψης των Προέδρων ως αυτόνομου οργάνου, παροχή δυνατότητας ακρόασης‚ εξωκοινοβουλευτικών προσώπων, καθιέρωση των επίκαιρων ερωτήσεων και επερωτήσεων), δεν μπορεί να θεωρηθεί, όμως, ότι αναβάθμισε ουσιαστικά ένα Κοινοβούλιο που οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ είχαν συνηθίσει να χρησιμοποιούν ως τοποτηρητή και επικυρωτή, όχι όμως ως συνδιαμορφωτή, των κυβερνητικών αποφάσεων.
Κατά τα άλλα, η δεύτερη τετραετία του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία –που σχεδόν εξαντλείται, από πλευράς θεσμικών μέτρων, στη διετία 1985-1987- σφραγίστηκε από την ολοκλήρωση της στροφής σε πιο «ορθόδοξα» σχήματα άσκησης της οικονομικής ιδίως, αλλά και της κοινωνικής πολιτικής. Με το «σταθεροποιητικό πρόγραμμα» της οικονομίας, που άρχισε επί υπουργίας Γεράσιμου Αρσένη και συνεχίστηκε, ενσωματώνοντας πλέον ανοικτά την έννοια της «λιτότητας», επί υπουργίας Κώστα Σημίτη, τη μείωση έως εξαφάνιση των μέτρων ρήξης και τον εξοβελισμό κάθε επιθυμίας «αλλαγής του κόσμου», το ΠΑΣΟΚ της δεύτερης τετραετίας αποδέχτηκε, στην αρχή σιωπηρά, και πάντως άρχισε έμπρακτα να εργάζεται για την ενσωμάτωση της Ελλάδας στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Η Ευρώπη πήρε τη θέση του «ονείρου» -από ανάγκη ίσως αλλά ανεπίστρεπτα- κι αυτό είναι το ιστορικό ίχνος, κάθε άλλο παρά αδιάφορο, της δεύτερης κυβερνητικής θητείας.
Με κύρια αρχή –και προμετωπίδα- «δεν μπορούμε να καταναλώνουμε περισσότερα απ’ όσα παράγουμε», το σταθεροποιητικό πρόγραμμα της οικονομίας περιλάμβανε υποτίμηση της δραχμής κατά 15% (11 Οκτωβρίου1985), πάγωμα των μισθών στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα (που επιβλήθηκε μάλιστα με πράξη νομοθετικού περιεχομένου, ενδεικτική του εξαιρετικού χαρακτήρα αλλά της κοινωνικής αντίστασης που αμέσως άρχισαν ν’ αντιμετωπίζουν τα σχετικά μέτρα), έλεγχο των προσλήψεων, συγκράτηση των δημοσίων εξόδων ιδίως μέσω περιορισμού των κοινωνικών δαπανών, φορολογικές απαλλαγές για το μεγάλο κεφάλαιο, προσπάθεια αναδιοργάνωσης του ευρύτερου δημόσιου τομέα και ανασυγκρότησης των δημοσίων επιχειρήσεων, «νοικοκύρεμα» (δηλαδή κλείσιμο ή πώληση σε ιδιώτες) των «προβληματικών», καθώς και πρωτοβουλίες για τη σταδιακή απελευθέρωση της αγοράς από τον κρατικό εναγκαλισμό. Συμβολικά αλλά και πρακτικά, η εφαρμογή αυτού του σχεδίου αναδιάρθρωσης, που έγινε ωστόσο προσπάθεια να διαθέτει και αναπτυξιακά χαρακτηριστικά, τέθηκε υπό την αιγίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφού στηρίχτηκε σε ένα δάνειο έκτακτης ανάγκης ύψους περίπου 2 δισεκατομμυρίων ecu. Ουσιαστικά οι Βρυξέλλες κατέστησαν έτσι, βάσει συνειδητής πολιτικής επιλογής της κυβέρνησης, μέτοχος –καθοδηγητής αλλά και ελεγκτής- των οικονομικών εξελίξεων στην Ελλάδα (Καρακούσης, 2006).
Η πορεία προς τον οικονομικό –άρα και τον εν γένει κυβερνητικό- ρεαλισμό έμοιαζε ανεπίστρεπτη. Η καλύτερη απόδειξη είναι ότι συνεχίστηκε και μετά το 1986, όταν φούντωσαν οι απεργίες, ξέσπασαν τα σκάνδαλα, πλήθυναν οι τρομοκρατικές επιθέσεις, χάθηκαν οι πρώτες εκλογικές μάχες (στις δημοτικές του Οκτωβρίου 1986) και δυνάμωσαν οι κάθε λογής πιέσεις. Άντεξε και στη διαγραφή του Γεράσιμου Αρσένη και στη θορυβώδη παραίτηση του Κώστα Σημίτη, που είδε να επιβάλλεται, για το 1988, ένα προϋπολογισμός διαφορετικός σε καίρια σημεία από αυτόν που είχε συμφωνηθεί στο Υπουργικό Συμβούλιο. Δεν εγκαταλείφθηκε παρά στο καμίνι του προεκλογικού αγώνα του 1989 (με το περιώνυμο «Τσοβόλα δώστα όλα» του Ανδρέα Παπανδρέου, στη συγκέντρωση του Περιστερίου), ενός αγώνα που λόγω της χιονοστιβάδας των γεγονότων από το καλοκαίρι του 1987 και πέρα δεν ήταν πια πολιτικός αλλά επιβίωσης.
«Παράπλευρη απώλεια» της οικονομικής στροφής της περιόδου μετά το 1985 αλλά και του νοσηρού πολιτικού κλίματος, στο οποίο η κυβέρνηση όχι μόνο δεν αντιστάθηκε αλλά συχνά το υποδαύλισε, ήταν η μείωση των θεσμικών μεταρρυθμίσεων στους άλλους τομείς πολιτικής. Αντίθετα από ό,τι συνέβη κατά τη διετία 1982-1983, η «χρήσιμη» διετία 1985-1987 της δεύτερης θητείας του ΠΑΣΟΚ δεν έχει να επιδείξει μεταρρυθμιστικό οίστρο. Άξιες λόγου είναι ορισμένες αλλαγές στο διοικητικό σύστημα (ν. 1559/1986 για τη βελτίωση των σχέσεων Κράτους και πολίτη, ν. 1558/1986 για την αναδιάρθρωση του Υπουργικού Συμβουλίου), που διαθέτουν δομικά χαρακτηριστικά (μείωση των διοικητικών εγγράφων και αύξηση της διαφάνειας η πρώτη, εξορθολογισμός της κυβερνητικής λειτουργίας με βάση τον καταμερισμό αρμοδιοτήτων ανά τομέα η δεύτερη) αλλά δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι καταπολέμησαν σε βάθος ούτε την κρατική γραφειοκρατία ούτε την κυβερνητική έλλειψη συλλογικότητας και υπερπληθωρικότητα. Χρήσιμη νομοθετική ρύθμιση αποτελεί επίσης η ψήφιση του νόμου 1650/1986 για την προστασία του περιβάλλοντος, που συνδυάζει, με περισσότερο αποτελεσματικό παρά τολμηρό τρόπο, στοιχεία κωδικοποίησης των ως τότε πολυσχιδών και κατάσπαρτων επιμέρους ρυθμίσεων, ένταξης νέων στοιχείων περιβαλλοντικής πολιτικής πάνω στο δίπτυχο «ανάπτυξη-ισορροπημένο περιβάλλον» και αρχή εναρμόνισης με το αντίστοιχο κοινοτικό πλαίσιο (Σαμιώτης, σε Σπουρδαλάκη (επιμ.), 1998). Αξιοσημείωτη είναι επίσης η πρώτη –ανολοκλήρωτη, λόγω κυρίως της σπασμωδικότητας της κι ό! χι τόσο των κοινωνικών αντιστάσεων που συνάντησε- ρήξη της κυβέρνησης -με πρωτοβουλία του Υπουργού Παιδείας Αντώνη Τρίτση- με τις εκκλησιαστικές αρχές, με αφορμή την πρωτοβουλία για παραχώρηση αγροτικών εκτάσεων, που η Εκκλησία θεωρούσε ότι της ανήκαν, σε αγροτικούς συνεταιρισμούς. Μετά από προσωπική παρέμβαση του Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ στον Ανδρέα Παπανδρέου –κι αφού είχε προηγηθεί παραπληροφόρηση και κηρύγματα από άμβωνος που προανήγγειλαν σε μεγάλο βαθμό τις αντίστοιχες κινητοποιήσεις κατά τη «μάχη των ταυτοτήτων»- οι δύο πλευρές προχώρησαν, στις 11 Μαϊου 1988, σε «αμοιβαίως επωφελή» συμφωνία.
Ως τελευταίο –αλλά και ύστατο- θεσμικό μέτρο της κυβερνητικής θητείας μπορεί να θεωρηθεί ο νόμος 1730/1987, με τον οποίο μπήκε τέλος στο κρατικό μονοπώλιο.
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ