tromaktiko: Ας γίνουμε εμείς ήρωες!

Κυριακή 5 Φεβρουαρίου 2012

Ας γίνουμε εμείς ήρωες!



Η ώρα αργά, η μέρα δύσκολη,  νωρίς πήγα στην ομιλία του οικονομολόγου Καζάκη φορτίσθηκα απείρως από αυτά που έρχονται [κοιμηθείτε κι άλλο τον ύπνο σας οι υπόλοιποι,ό που να ναι μας τελειώνουν].
Περπατώντας στο στενό του Ομηρείου [Χίος] έλεγα σ ένα φίλο πόσο εξαγριωμένος είμαι με όλα, την τρόικα, τους προδότες,το κίνημα των κοιμισμένων που θα ξυπνήσουν όταν είναι αργά, και το ότι τελικά δεν πρότεινε κάποια λύση ο ομιλητής.

-Αλήθεια , τι να κάνουμε; με ρώτησε ο φίλος .

Στο βάθος στο κέντρο του κήπου η απάντηση , μια εμβληματική φιγούρα φωτισμένη,ο Κανάρης σιωπηλός με ένα σκοινί στο χέρι.

-Να η απάντηση!Εκεί στέκεται του είπα, πριν φύγει από τα Ψαρά κοινώνησε και όταν τον ρώτησαν τι σκέφτηκε πριν την ανατίναξη της ναυαρχίδας είπε "Δεν ηταν δύσκολο, Κωσταντή, απόψε θα πεθάνεις!" Όχι μόνο δεν πέθανε , έζησε να δει και την πατρίδα λέφτερη.[Ένας , με ένα καϊκάκι τα βαλε με ναυαρχίδα με 2000 κόσμο και εξοπλισμό , με 2000 κόσμο που έκανε φαγοπότι επί πτωμάτων στην κυριολεξία ,όπως τώρα]

ΕΝΑΣ ΗΡΩΑΣ ΜΩΡΕ ΔΕ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΠΙΑ;;[ησυχία τριγύρω]
Ε ΝΑ ΓΙΝΟΥΜΕ ΕΜΕΙΣ !φώναξα.

Βίκτωρ Ουγκώ: Το Ελληνόπουλο - L'enfant
Απόδοση στα ελληνικά: Κωστής Παλαμάς

Τούρκοι διαβήκαν, χαλασμός, θάνατος πέρα ως πέρα.

Η Χίο, τ'όμορφο νησί, μαύρη απομένει ξέρα,
με τα κρασιά, με τα δεντρά
τ'αρχοντονήσι, που βουνά και σπίτια και λαγκάδια
και στο χορό τις λυγερές καμιά φορά τα βράδια
καθρέφτιζε μεσ' τα νερά.

Ερμιά παντού. Μα κοίταξε κι απάνου εκεί στο βράχο,
στου κάστρου τα χαλάσματα κάποιο παιδί μονάχο
κάθεται, σκύβει θλιβερά
το κεφαλάκι, στήριγμα και σκέπη του απομένει
μόνο μιαν άσπρη αγράμπελη σαν αυτό ξεχασμένη
μεσ'την αφάνταστη φθορά.

Φτωχό παιδί, που κάθεσαι ξυπόλυτο στις ράχες
για να μην κλαις λυπητερά, τι ΄θελες τάχα να 'χες
για να τα ιδώ τα θαλασσά
ματάκια σου ν'αστράψουνε, να ξαστερώσουν πάλι
και να σηκώσεις χαρωπά σαν πρώτα το κεφάλι
με τα μαλλάκια τα χρυσά;

Τι θέλεις άτυχο παιδί, τι θέλεις να σου δώσω
για να τα πλέξεις ξέγνοιαστα, για να τα καμαρώσω
ριχτά στους ώμους σου πλατιά
μαλλάκια που του ψαλιδιού δεν τάχει αγγίξει η κόψη
και σκόρπια στη δροσάτη σου τριγύρω γέρνουν όψη
και σαν την κλαίουσα την ιτιά;

Σαν τι μπορούσε να σου διώξει τάχα το μαράζι;
Μήπως το κρίνο απ' το Ιράν που του ματιού σου μοιάζει;
Μην ο καρπός απ'το δεντρί
που μεσ' στη μουσουλμανική παράδεισο φυτρώνει,
κι έν' άλογο χρόνια εκατό κι αν πιλαλάει, δε σώνει
μεσ'απ' τον ίσκιο του να βγει;

Μην το πουλί που κελαηδάει στο δάσος νύχτα μέρα
και με τη γλύκα του περνάει και ντέφι και φλογέρα;
Τι θες κι απ΄όλα τούτα τ' αγαθά;
Πες. Τ' άνθος, τον καρπό; Θες το πουλί;
Διαβάτη,
μου κράζει το Ελληνόπουλο με το γαλάζιο μάτι:

Βόλια, μπαρούτι θέλω. Να!

ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ
     



Εδώ σχολιάζεις εσύ!