tromaktiko: Βασίλης Δημ. Χασιώτης : Ο Φοίνικας που καίγεται και αναγεννιέται, και το κάψιμο των εφεδρειών

Τετάρτη 10 Φεβρουαρίου 2016

Βασίλης Δημ. Χασιώτης : Ο Φοίνικας που καίγεται και αναγεννιέται, και το κάψιμο των εφεδρειών



Η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ αποτελεί την προ-προτελευταία διαθέσιμη επιλογή... των μνημονιακών Κέντρων του εξωτερικού, που καθορίζουν τις εδώ πολιτικές εξελίξεις.

Η πρώτη τους επιλογή, ήταν το ΠΑΣΟΚ, με διαθέσιμες εφεδρείες τη Νέα Δημοκρατία ως αξιωματική αντιπολίτευση και άλλα μικρότερα κόμματα, με πρώτα στη σειρά τους ΑΝΕΛ και με επόμενο κόμμα που μάλλον θα αναζητούσαν στη πορεία, αν δεν είχαν από τότε προσανατολιστεί προς τη λύση ΣΥΡΙΖΑ, κυρίως στηριζόμενοι στην «ευρωαριστερή» του πλατφόρμα, η οποία εδώ μεν θεωρείται «Αριστερή», όμως, για την Ευρώπη, μάλλον σε τίποτα δεν διαφέρει από τα υπόλοιπα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα όπως αυτά εδώ και αρκετές δεκαετίες έχουν μεταλλαχτεί, ώστε να θεωρούνται μάλλον στυλοβάτες -κι αυτά- της αμιγώς Δεξιάς Τάξης Πραγμάτων στην Ευρώπη ή, κατά καιρούς, της Δεξιόστροφης Τάξης Πραγμάτων, ρόλο που καλή ώρα έπαιξε το ΠΑΣΟΚ ιδίως από την άνοδο του Κώστα Σημίτη στην εξουσία.

Επειδή, η Νεοφιλελεύθερη Αθλιότητα made (ιδίως) in IMF (WB & WO), γνωρίζει ότι το μέγεθός της είναι τέτοιο, ώστε είναι αδύνατο να το φέρει σε πέρας, στα πλαίσια ενός δημοκρατικού πολιτεύματος, ένα μόνο πολιτικό κόμμα (όταν δεν έχει τη «τύχη» να συνεργάζεται με καμία δικτατορία, πράγμα που βεβαίως, πολύ τη διευκολύνει, όπως δείχνει η διαχρονική ιστορία της ανά τον κόσμο), ενδιαφέρεται σε κάθε περίπτωση να έχει έτοιμες και εφεδρείες ικανές να λαμβάνουν τη σκυτάλη από το προηγούμενο «καμένο» κόμμα. Και φυσικά η Αθλιότητα η ίδια γνωρίζει πόσο αναγκαίο είναι, προκειμένου αυτές οι εφεδρείες να διατηρούνται «ζωντανές» πριν αναλάβουν οι ίδιες τη σκυτάλη της Αθλιότητας, να παίζουν, και να παίζουν καλά το παιχνίδι της Αντι-Αθλιότητας, μάλιστα, δε, γνωρίζει εξίσου πολύ καλά, πως αν τύχει και βρεθούν ξανά στην αντιπολίτευση, είναι όχι μόνο συγχωρητέο από την Αθλιότητα, μα και επιβεβλημένο, να ξαναπαίξουν το παιχνίδι της Αντι-Αθλιότητας, όσο ο λαός, είναι ευεπίφορος στο να ξανατρώει ξαναζεσταμένη σούπα. Εδώ δεν μετρά το αν βρίζεις ή όχι τα Μνημόνια, μα αν τα ψηφίζεις. Ψήφισέ τα, και βρίσε τα μετά όσο θέλεις, και συνήθως αυτό συμβαίνει. Κάτι ανάλογο με την δεκαετία του 1950, όταν μετά το «παραστράτημα» του 1958, όταν η Αριστερά αναδείχθηκε αξιωματική αντιπολίτευση, επικράτησε το αίτημα στην «εθνική» κυβέρνηση να αντιπαρατάσσονταν μια «εθνική αντιπολίτευσις», όποια και αν ήταν, εξόν από την Αριστερά. Και επειδή από την ελληνική Ιστορία δεν λείπει σχεδόν ποτέ ο αποφασιστικός Ξένος Παράγοντας (στον οποίο πάντως δεν πρέπει να βρούμε την κολυμβήθρα του Σιλωάμ μέσα στην οποία να «ξεπλένονται» οι ίδιες ημών ευθύνες), έτσι και τότε είχαμε την Αμερικανική Πρεσβεία, η οποία δεν παρενέβαινε μονάχα δημόσια και ξεδιάντροπα στα πολιτικά μας πράγματα, μα έφτανε μέχρι του σημείου δημόσια να απαιτεί και πού πρέπει να οδεύσει η ψήφος των πολιτών, ακόμα δε, και με ποιο εκλογικό σύστημα θα έπρεπε να διεξαχθούν οι εκλογές. Περίπου την περίοδο 2010-2015 επαναλήφθηκε ως φαρσοκωμωδία το πρώτο τμήμα της περιόδου 1958-1967, και μένει να δούμε πώς θα εξελιχθεί και το υπόλοιπο.

Έτσι λοιπόν, όταν «κάηκε» το ΠΑΣΟΚ, ήρθε η σειρά της Νέας Δημοκρατίας, η οποία αφού ως πρώτη τη τάξει εφεδρεία επί μια διετία υπόσχονταν ως αντιπολίτευση να σχίζει κάθε μέρα και μια σελίδα του μνημονίου, κι αφού οι ντελάληδές της στις ρούγες του κόσμου διαλαλούσαν τις «κόκκινες γραμμές» τους, ήρθε στα πράγματα, και μέσω μιας μεγαλειώδους κυβίστησης, το μεγαλείο της οποίας προσδιορίστηκε από το μεγαλείο της αντιμνημονιακής της αντιπολίτευσης, μετατράπηκε σε ακόμα χειρότερο μνημονιακό κόμμα, σε συνεργασία με το καμένο χαρτί του ΠΑΣΟΚ και για ένα διάστημα με τη Δημοκρατική Αριστερά. (Εκ των υστέρων σκέφτηκα, κατά πόσο αυτό το γεγονός της σύμπραξης με ένα αριστερό κόμμα, δεν ήταν μια πρόβα τζενεράλε, για τη δυνατότητα εκείνο το κομμάτι της Αριστεράς, που κάποτε αποκαλούσαμε ευρωαριστερά, και ήδη αρκετά πιο «εξευρωπαϊσμένο» από τότε, και που φυσικά, περισσότερο κι από τη ΔΗΜΑΡ εκπροσωπούσε ο πιο «ιστορικός» ΣΥΡΙΖΑ, πράγματι, να αποτελέσει μια εφεδρεία της Μνημονιακής Αθλιότητας).

Κι αφού και η Νέα Δημοκρατία έφαγε τα ψωμιά της, και μαζί μ΄ αυτή και η δυνατότητα συνασπισμού μαζί με τους δύο προηγούμενους εταίρους της, ήρθε η σειρά των δύο επομένων εφεδρειών : του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ. Εν προκειμένω, χρειάστηκε, είναι αλήθεια, κάπως περισσότερος χρόνος προκειμένου να φτάσουν κι αυτοί στο σημείο εκείνο που θα επιχειρούσαν τη δική τους ακόμη πιο θεαματική κυβίστηση, όμως, εκείνη η στιγμή ήρθε, και μαζί της, ήρθε και το δικό τους Μνημόνιο, το ακόμα χειρότερο από τα προηγούμενα, όπως τους καταγγέλλει ο πρώην μνημονιακός κυβερνητικός συνασπισμός, που τώρα, έχει περάσει πάλι στο αντιμνημονιακό μπλοκ, αφού προηγούμενα ψήφισε το τρίτο μνημόνιο της νέας συγκυβέρνησης, όπως ακριβώς, η Νέα Δημοκρατία είχε «προλάβει» να ψηφίσει μόλις τρεις μήνες πριν τις εκλογές του 2012 το PSI και είχε προλάβει να «κάψει» τις δικές της κόκκινες γραμμές αναφορικά με τις τότε συζητούμενες (και τελικά συντελεσθείσες) περαιτέρω μειώσεις στους μισθούς και τις συντάξεις. Το μεγάλο πολιτικό, και όχι μόνο ερώτημα στην τελευταία συγκυβέρνηση, την παρούσα δηλαδή, είναι τι ακριβώς παιχνίδι παίχτηκε στο παρασκήνιο, ώστε να μεταμορφωθεί κι αυτή από αντιμνημονιακή σε μνημονιακή.

Κι έτσι λοιπόν, με τούτο και με τ’ άλλο, φτάνουμε σ΄ ένα σημείο, στο οποίο οι σχεδιαστές των πολιτικών εξελίξεων στην Ελλάδα, το Μνημονιακό Κέντρο, το οποίο σαφώς βρίσκεται εκτός Ελλάδας, έφτασε σ΄ ένα κρίσιμο σταυροδρόμι : τι θα γίνει μετά το αναμενόμενο «κάψιμο» των χαρτιού ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ;

Ο ένας δρόμος είναι ασφαλώς, μια οικουμενική κυβέρνηση, όλων των ήδη «καμένων» πολιτικών κομμάτων που μέχρι σήμερα με τον ένα ή τον άλλο τρόπο μετείχαν σε μνημονιακές κυβερνήσεις : ΣΥΡΙΖΑ+ΝΔ+ΠΑΣΟΚ (με ενσωματωμένη τη ΔΗΜΑΡ)+ΑΝΕΛ. Αυτός ο σχηματισμός, αρκεί για μια σύντομη θητεία, κατά την οποία θα μπορέσουν να περάσουν μέτρα που η νυν συγκυβέρνηση δεν θα προλάβει. Κάποιος μπορεί να πει, ότι μένουν ακόμη και άλλα κόμματα, που θα μπορούσαν να περιληφθούν στο παραπάνω σχήμα, όπως π.χ., το ΠΟΤΑΜΙ ή και η Ένωση Κεντρώων, κι αυτό, παρά τις όποιες επίσημες τοποθετήσεις τους για το αν δέχονται να μετάσχουν ή όχι σε μια οικουμενική κυβέρνηση ή και οι όποιες προϋποθέσεις που θέτουν. Πάντως, πιθανώς, μια οικουμενική κυβέρνηση να συναπαρτισθεί από τα «καμένα» μνημονιακά πολιτικά κόμματα που ήδη άσκησαν κυβερνητικό έργο την παρελθούσα πενταετία, ώστε αν οριακά απαιτηθεί μια κοινοβουλευτική στήριξη, αυτή να είναι διαθέσιμη από μη μετέχοντα της οικουμενικής κυβέρνησης κόμματα, όσο κι αν αυτό δεν πρόκειται παρά να δανείσει λίγο ακόμα χρόνο ζωής σε μια τέτοια οικουμενική μνημονιακή συγκυβέρνηση, όμως, εδώ, μετρά και η μέρα, και η εβδομάδα, πόσο μάλλον οι κάποιοι μήνες.

Ο άλλος δρόμος, όταν και όπως «καεί» και το χαρτί της «οικουμενικής (αλλά πάντα μνημονιακής) κυβέρνησης», ποιος μπορεί να είναι; Είναι να ξαναεπιχειρηθεί για ακόμα μια φορά, η τακτική του να σερβιριστεί η ξαναζεσταμένη σούπα, αλλά με κάπως πιο διαφορετική γεύση, ώστε να δίνει την αίσθηση του νέου.

Αυτή η μέθοδος εστιάζει στην αλλαγή προσώπων στις κομματικές ηγεσίες, μια στρατηγική δοκιμασμένη για δεκαετίες στη χώρα μας, από την εποχή εκείνη που μπορεί να θεωρηθεί ότι αρχίζει και αυτό που αποκαλείται περίοδος της συνταγματικής ιστορίας της Ελλάδας (είτε κανείς εστιάσει από το 1864 και μετά, είτε από το «Σύνταγμα» του 1844 ή ακόμα και το «Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος» του 1822, αδιάφορο). Ήδη αυτό έγινε στο ΠΑΣΟΚ, με την αλλαγή ηγεσίας, και ακολούθησε η Νέα Δημοκρατία πρόσφατα. Κύριο χαρακτηριστικό, εκτός των άλλων, είναι και η σχετικά μικρή ηλικία των νέων αρχηγών, κάτι που ως προς αυτό προηγήθηκε αρκετά νωρίς ο Αλέξης Τσίπρας στον ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό το χαρακτηριστικό, μπορεί να έχει κάποια σημασία, στο επίπεδο της δυνατότητας της ευκολότερης χειραγώγησης των ηγεσιών αυτών, που μπορεί να διακρίνονται ως νέοι από μεγαλύτερο πάθος (αν και όχι πάντα, ή τουλάχιστον όχι πάντα ορατό «δια γυμνού οφθαλμού»), όμως, η έλλειψη εμπειρίας, (διότι εν τέλει, αυτή είναι που επικρατεί ακόμη και του πάθους), ή καλύτερα, η προοπτική παραμερισμού του κομματικού πολιτικά «έμπειρου παράγοντα» από τις νέες ηγετικές κομματικές ελίτ, μπορεί τελικώς, να κρίνει αποφασιστικά το παιχνίδι υπέρ εκείνων των κέντρων εξουσίας, τυπικών ή μη, εθνικών ή υπερεθνικών, τα οποία ακριβώς, διαθέτουν αυτή την εμπειρία. Άλλωστε, όπως συχνά έχω σημειώσει, η «πολιτική νεότης», κάθε άλλο παρά συνδέεται γραμμικά με την «βιολογική νεότητα». Όμως, αυτό μένει να το δούμε στη πράξη.

Εδώ πρέπει να επισημανθεί μια δυνητική εξέλιξη. Αν διαπιστωθεί ότι μπορεί να προηγηθεί το σερβίρισμα εκ νέου, μιας ξαναζεσταμένης σούπας του παρελθόντος, ενδεχομένως και να αναβληθεί για αργότερα η προοπτική μιας νέας οικουμενικής κυβέρνησης. Το σερβίρισμα της ξαναζεσταμένης σούπας, πολιτικά και στρατηγικά, έχει υπέρ αυτής το πλεονέκτημα, ότι διατηρεί αλώβητη σε ικανό βαθμό την προοπτική της οικουμενικής κυβέρνησης, ενώ το αντίθετο, δεν ισχύει : δηλαδή, αν γίνει οικουμενική κυβέρνηση, τότε το «κάψιμό» της, θα σημάνει και την πολιτική αποτέφρωση των κομμάτων που θα συμπράξουν σ’ αυτή τη κυβέρνηση.

Όμως, εκτός από τα παραπάνω άμεσα διλήμματα που δημιουργεί το σταυροδρόμι στο οποίο αυτή τη στιγμή έφτασαν τα Μνημονιακά Κέντρα του εξωτερικού, υπάρχει και το δίλημμα, τι θα συμβεί όταν, αν έστω και παρ’ ελπίδα τα παραπάνω δύο σενάρια λειτουργήσουν και εξασφαλίσουν κάποιον λιγότερο ή περισσότερο ζωτικό πολιτικό χρόνο, φτάσουν κι αυτά στο σημείο της καύσεώς τους.

Με άλλα λόγια, τι θα συμβεί όταν θα έχουμε ξεμείνει και από οικουμενικές κυβερνήσεις, και από τα κόμματα που τις συναπαρτίζουν, με άλλα λόγια, όταν, ακόμα κι αυτά τα κόμματα, κάποια στιγμή, για λόγους επιβίωσης πλέον, αντιμετωπίζοντας το φάσμα της πλήρους καύσεώς τους, αισθανθούν ότι δεν μπορούν άλλο να μετάσχουν σ΄ αυτό το παιχνίδι της «σωτηρίας» του λαού, ενός λαού που εκλογικά τουλάχιστον τους γυρνά τη πλάτη, ως εάν να μην επιθυμεί τη «σωτηρία» του ή αυτό που αποκαλείται «σωτηρία ΤΟΥ» (και όχι «σωτηρία» ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ).

Εδώ, με τα νυν ισχύοντα στα κοινοβουλευτικά πράγματα της χώρας, υπάρχουν διαθέσιμες, δύο μονάχα αντιμνημονιακές δυνάμεις : το ΚΚΕ και η Χρυσή Αυγή.

Το πρώτο μπορεί να αποκλειστεί από τώρα, για πολύ εύλογους λόγους, ως μια εν δυνάμει πολιτική δύναμη ικανή και προ πάντων επιθυμητή να γίνει δεκτή στο παιχνίδι της στρατολόγησης μνημονιακών συμμάχων.

Μένει η Χρυσή Αυγή.

Αλλά κι εδώ τα πράγματα, δεν είναι καθόλου ξεκάθαρα. Ούτε ως προς το τι δρόμο θα ακολουθήσει αν ποτέ θα μπορούσε να έρθει στα πράγματα, ούτε και μπορεί φανερά και πολύ περισσότερο «επισήμως» να γίνει δεκτή μια ακροδεξιά πολιτική δύναμη, παρά το γεγονός, ότι για την υπερσυντηρητική ευρωπαϊκή πολιτική ελίτ, και ο ΣΥΡΙΖΑ, εθεωρείτο, κυρίως λόγω της συμμετοχής του σ’ αυτόν την κομμουνιστικής του παλτφόρμας, ως ένα ακροαριστερό κόμμα, περίπου στην ίδια απόσταση από το αποδεκτό «μέτρο» με την ακροδεξιά, και ίσως, κάποια μέρα απαντηθεί και το ερώτημα, αν όλα όσα συνέβησαν τον κρίσιμο πρώτο επτάμηνο της θητείας του το 2015, δεν είχαν στόχο, παρά να «ξεφορτωθεί» ο ΣΥΡΙΖΑ αυτή την πλατφόρμα του, που είχε ενοχοποιηθεί ως «ακραία», και αποκαθαρμένος να γίνει αποδεκτός από αυτή την κυρίαρχη ευρωπαϊκή ελίτ.

Άλλωστε, όπως έχω σημειώσει σε άλλα μου άρθρα, ο νεοφιλελευθερισμός του ΔΝΤ, και η εμμονή των Ευρωπαίων στη παραμονή του στην Ευρώπη μέσω του ελληνικού προγράμματος σωτηρίας, είναι βαθιά πολιτική και όχι η επιφανειακή διαχειριστική επιχειρηματολογία που προβάλλεται.

Η προοπτική να «απαιτηθεί» αυτή η ελίτ να «συνομιλήσει» τελικώς με την ευρωπαϊκή ακροδεξιά, δεν αποτελεί κάτι περισσότερο από μια απλή υπόθεση εργασίας, κι εδώ, στη χώρα μας, η περίπτωση της Χρυσής Αυγής, είναι το τελευταίο που τους απασχολεί, διότι έχουν μπροστά τους να ορθώνεται η Ακροδεξιά μιας Γαλλίας ή άλλων «κανονικών κρατών και δημοκρατιών» στην Ευρώπη, σε αντιδιαστολή με το ενίοτε κατηγορούμενο ως «μη κανονικό» ελληνικό Κράτος και «μη κανονική» ελληνική Δημοκρατία.

Συνεπώς, με την εγνωσμένη «τεχνογνωσία» κι ελλείψει κάθε ηθικής αναστολής του ΔΝΤ, να συνδιαλέγεται με πολύ περισσότερη άνεση και κυρίως αποτελεσματικότητα με ανελεύθερα και δικτατορικά καθεστώτα, και επιβεβαιωμένα αυτά του τα «προσόντα» και σε ευρωπαϊκό επίπεδο μέσω του ελληνικού πειράματος, όπου κατορθώθηκε να επιβληθούν μέτρα όχι απλά πολύ πιο σκληρά από αντίστοιχες περιπτώσεις που το ΔΝΤ είχε επιβάλλει σε χώρες που τελούσαν από στρατιωτικές δικτατορίες, μα μέτρα των οποίων η εφαρμογή απαιτούσε την ουσιαστική κατάργηση όχι μονάχα του συντάγματος της χώρας, μα και διεθνών συμβάσεων σε ζητήματα Δημοκρατίας, μέτρα που θα ήταν αδιανόητο και πέραν των δυνατοτήτων να επιβληθούν από το οποιοδήποτε ευρωπαϊκό όργανο, είναι ο λόγος που καθιστούν για την νεοφιλελεύθερη ευρωπαϊκή ελίτ, επιθυμητή την παρουσία του ΔΝΤ στην Ευρώπη, προκειμένου να επιβληθούν καταστάσεις ως αυτές που επιβάλλονται στο «ελληνικό πειραματόζωο», και να χρεώνονται στο ΔΝΤ (το οποίο δεν έχει κανένα πρόβλημα να εισπράττει που θεωρούνται μομφές για άλλους όχι όμως και για το ίδιο), παρόλο ότι σε ένα προσωπικό επίπεδο ερμηνείας των πραγμάτων, το ΔΝΤ δεν κάνει κάτι παραπάνω από ό,τι εμπίπτει ως «πρόγραμμα αναγκαίας δράσης» μέσα στον πυρήνα (και όχι στα όρια) της ηγετικής νεοφιλελεύθερης Νέας Τάξης Πραγμάτων στην Ευρώπη.

Όμως, για να επανέλθω στο ζήτημα της Ακροδεξιάς στην Ελλάδα, κατά την δική μου αντίληψη των πραγμάτων, με βάση το προηγηθέν σκεπτικό μου, δεν θεωρώ καθόλου εξωπραγματικό τα ξένα Μνημονιακά Κέντρα, να αντιμετωπίζουν μια τέτοια προοπτική, αν όχι αρνητικά, πάντως, ευμενώς ουδέτερα, ιδίως αν αυτό θα εξυπηρετούσε γενικότερες επιθυμίες τους για τη χώρα μας, που δύσκολα αποκρύβονται, δηλαδή, να μας πετάξουν έξω τουλάχιστον από την Ευρωζώνη, για να μην πούμε τίποτα άλλο.

Το ερώτημα εδώ είναι άλλο : το πόσο εύκολα θα μπορέσουν να πριμοδοτήσουν μια τέτοια προοπτική στο εκλογικό επίπεδο, αν αυτό θεωρηθεί αναπόφευκτο ελλείψει κάθε άλλης εναλλακτικής;

Αν ο ΣΥΡΙΖΑ είχε μια «συγγενή» εκλογική δεξαμενή, αυτή του ΠΑΣΟΚ (όπως το ΠΑΣΟΚ στη δεκαετία του 1980 «κληρονόμησε» την εκλογική δεξαμενή της πρώην Ένωσης Κέντρου η οποία εκείνη τη δεδομένη στιγμή εκτός από διασπασμένη βρέθηκε και με ουσιαστικό έλλειμμα ηγεσίας), η Χρυσή Αυγή, όσο η Νέα Δημοκρατία και η Δεξιά γενικότερα παράταξη «αντέχουν» να διατηρούν μια εκλογική δύναμη που να αποστερεί το εκλογικό «ξεπέταγμα» της Χρυσής Αυγής, τότε το πρόβλημα για το κόμμα αυτό είναι δεδομένο.

Όμως, ανεξάρτητα απ’ αυτό, αν άλλοι παράγοντες, κομματικά «εξωγενείς», όπως π.χ. το μεταναστευτικό ή μια παρατεινόμενη συνέχιση των δανειστών για μέτρα που αντικειμενικά θα ερμηνευθούν και από τον πιο «καλόπιστο φιλομνημονιακό» πολίτη ότι οδηγείται με αυτά τα μέτρα με μαθηματική ακρίβεια στον θάνατό του, οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό αν όχι και φυσικό, τότε, δεν αποκλείεται κανείς, συνεκτιμώντας αυτές τις «θανατηφόρες» προοπτικές, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι μια τσαλακωμένη δημοκρατία με ουσιαστικά ανύπαρκτη την ισχύ του Συντάγματος, δεν μπορεί να του προσφέρει ούτε καν μια ψευδαίσθηση ότι τουλάχιστον θα χάσει τα «δημοκρατικά» του «δικαιώματα», που περιορίστηκαν στο να ψηφίζει αντιμνημόνια και ΟΧΙ στη λιτότητα, και να του προκύπτουν μνημόνια και ΝΑΙ στη λιτότητα, τότε, είναι δυνατόν, όλα αυτά να λειτουργήσουν σαν στρατολόγοι υπέρ της Ακροδεξιάς.

Αλλά, το μεγάλο ερώτημα, επαναλαμβάνω, εξακολουθεί να είναι : η ευρωπαϊκή πολιτική ελίτ, κι ας μη κρυβόμαστε, το Βερολίνο, πόσο πραγματικά αντιπαλεύει την προοπτική της ανόδου της Ακροδεξιάς στην Ευρώπη, πόσο πραγματικά δεν την θέλει ή και δε την επιδιώκει;

Διότι η συγκαιρινή πολιτική της πανευρωπαϊκής λιτότητας, η οποία όπως δείχνει και το «ελληνικό πείραμα», «εμπλουτίζεται» με την συναίνεση αυτής της ευρωπαϊκής ελίτ όχι απλά σε ενέργειες που περιλαμβάνουν πλούσιες δόσεις καταπάτησης συνταγματικών αρχών και κοινοτικών δημοκρατικών κεκτημένων που αποτυπώνονται σε έχοντα ισχύ συνταγματικών επιταγών κείμενα, αλλά στην νομοθέτησή τους. Τα ελληνικά Μνημόνια ασφαλώς και αποτελούν μνημεία τέτοιων Συνταγματικών Εκτροπών που υπερβαίνουν κάθε προηγούμενη γνωστή Αθλιότητα υπό καθεστώς έστω και ψιλώ ονόματι «δημοκρατίας».

Μένει, να δούμε επομένως, το πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα την αμέσως επόμενη περίοδο, η οποία χρονικά δεν βρίσκεται μακριά.

Οι κοινοβουλευτικές εφεδρείες του μνημονιακού τόξου σώνονται.

Ο Φοίνικας τείνει να αποτεφρωθεί.

Στη μυθολογία, ο Φοίνικας αναγεννάται κερδίζοντας την αιωνιότητα.

Μένει να δούμε, τούτος ο σε κάθε περίπτωση αναμενόμενος να αναγεννηθεί Φοίνικας στην καθ’ ημάς πολιτική πραγματικότητα, με τι σόϊ περίβλημα θα εμφανιστεί και με τι χρώμα -έχουν μεγάλη σημασία και τα δύο.

Αλλά μιας και όλες σχεδόν οι ιδεολογίες και κοινωνικοπολιτικές καταστάσεις μπορούν να υπαχθούν στο μύθο του αναγεννόμενου Φοίνικα, μπορούμε κρίνοντας με τα νυν ισχύοντα, να πούμε ότι μέχρι στιγμής, ο Φοίνικας της Αθλιότητας προηγείται στις «αναγεννήσεις» του έναντι του Φοίνικα του Ανθρώπου.

Οφείλω όμως, κάτι να σημειώσω, ώστε να προλάβω τυχόν ενστάσεις για τη βαρύτητα που δίνω στα ξένα Μνημονιακά Κέντρα, ως προσδιοριστικών παραγόντων των εδώ πολιτικών εξελίξεων, και να προλάβω κραυγές του τύπου ο «λαός αποφασίζει» κ.λπ.

Μιλώ με βάση τις προεκλογικές και πρωτοφανούς εμβέλειας αθλιότητες που διαπράχτηκαν από τον ξένο παράγοντα, πρωτοφανείς ακόμα και για τα ευρωπαϊκά δεδομένα, κατά τις προεκλογικές περιόδους του 2012 και του 2015, όπως και κατά το δημοψήφισμα του περσινού καλοκαιριού.

Δεν χρειάζεται να επικαλεστώ κανένα άλλο επιχείρημα. Άλλωστε, δεν είναι ανάγκη ούτε να αντιλαμβανόμαστε όλοι με τον ίδιο τρόπο τα πράγματα, ούτε να τα ερμηνεύουμε με τον ίδιο τρόπο, ούτε να θεωρούμε όλοι ως «σωτηρία» τα Μνημόνια. Αρκεί μονάχα, να μη καμωνόμαστε ότι ξεχνάμε την Ιστορία, όχι την πολύ παλιά, ούτε καν τη πρόσφατη, μα την Ιστορία του Σήμερα.

Και σε ό,τι αφορά «ο λαός αποφασίζει», σ΄ αυτό δεν θα αντιτάξω καμία αντίρρηση : πράγματι, και στις εκλογές του 2012, και στις εκλογές του 2015 και στο Δημοψήφισμα του Καλοκαιριού του 2015, ο λαός, όντως ψήφισε ό,τι ακριβώς στη συνέχεια ΔΕΝ έγινε, όχι σε κάποια σημεία, μα σε όλα τα σημεία της κυβερνητικής που ακολούθησε τις δύο παραπάνω εκλογικές αναμετρήσεις και το Δημοψήφισμα. Επομένως, καλώ όλους αυτούς που θα με ψέξουν να επαναλάβουν εν χορώ : «Ο κυρίαρχος λαός αποφασίζει»!...
Όντως, η Αθλιότητα δεν έχει όρια…
     



Εδώ σχολιάζεις εσύ!