προλήψεις (έννοιες των πραγμάτων ήδη αποθηκευμένες στο νου) και τις διορατικές συλλήψεις του νου (φανταστικαι επιβολαι τής διανοίας).
Τα δύο πρώτα μπορούν να θεωρηθούν ως απλή, φυσική, αμοιβαία αλληλεπίδραση, ακόμη και αντιστοιχία, του ζώντος οργανισμού και του φυσικού του περιβάλλοντος. Τα δύο τελευταία έχουν φέρει αντιμέτωπους τους ερμηνευτές του Επίκουρου με ουσιαστικές δυσκολίες. Θα εξετάσω παρακάτω ένα προς ένα τα στοιχεία που συνθέτουν το τετρακριτήριο και θα επιχειρήσω να ανασυγκροτήσω την οντογνωσιολογία του Επίκουρου.
Η αίσθησις
Η αίσθησις αναφέρεται στην άμεση αισθητηριακή αντίληψη, σε ένα είδος φυσικής συμφωνίας ανάμεσα στα όργανα των αισθήσεων και στο αντικείμενο ή σώμα και τις ιδιότητές του (οι οποίες ονομάζονται συμπτώματα και συμβεβηκότα). Ο Επίκουρος επεξεργάζεται τις λεπτομέρειες του μηχανισμού της αισθητηριακής αντίληψης στη βάση της ατομικής θεωρίας. Σύμφωνα με την ατομική θεωρία, όχι μόνο τα αισθητήρια όργανα αλλά ακόμη και η ψυχή, που θεωρείται ως ένα είδος υλικού σώματος, παίζει κρίσιμο ρόλο στην καταγραφή και στην ερμηνεία των προσλαμβανόμενων μηνυμάτων. Η αισθητηριακή αντίληψη είναι το πρωταρχικό, μη αναγώγιμο και μη διαψεύσιμο πεδίο γνωσιολογικής αναφοράς και επαλήθευσης: παρέχει μαρτυρία για την ύπαρξη ενός υλικού/ατομικού κόσμου και εγγυάται την οντολογική ομογένεια του κόσμου αυτού. Αντικείμενο και υποκείμενο αλληλεπιδρούν μεταξύ τους και συμφωνούν, παρέχοντας στο έμβιο ον την πιο ασφαλή πηγή για να κρίνει την πραγματικότητα, με βάση την καθαρή μαρτυρία (ενάργεια) της κοινής αισθητηριακής αντίληψης.
Ο όρος αίσθησις, ωστόσο, αναφέρεται και στην εντύπωση, στο προϊόν της αλληλεπίδρασης μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου της αισθητηριακής σύλληψης. Λογικά, και στο πλαίσιο της επικούρειας ψυχολογίας, η εντύπωση πρέπει να τονιστεί ως αυτό που παρέχει τη σύνδεση μεταξύ αισθητηριακής αντίληψης και συναισθήματος/συγκίνησης (πάθους). Εντούτοις, ο Επίκουρος επιλέγει να χρησιμοποιεί τον όρο αίσθησις εναλλακτικά και με τις δύο σημασίες του (ως αισθητηριακή αντίληψη και ως εντύπωση).
Ο λόγος είναι ότι στην ουσία και τα τέσσερα κριτήρια της αλήθειας εδράζονται τόσο στην αισθητηριακή αντίληψη όσο και στην εντύπωση. Επ’ αυτού θα συμφωνούσε ο Επίκουρος με τους περισσότερους σύγχρονους φαινομενολόγους.
Ας ρίξουμε, λοιπόν, μια σύντομη ματιά στο λιγότερο διφορούμενο κείμενο που αναφέρεται στην αίσθηση
Κάθε αίσθησις στερείται λόγου (άλογος έστί) και δεν είναι επιδεκτική μνήμης (μνήμης ουδεμιάς δεκτική)’ δεν ενεργοποιείται από μόνη της, αλλά και όταν ενεργοποιείται από κάτι άλλο δεν μπορεί να του προσθέσει ή να αφαιρέσει κάτι. Κι ούτε υπάρχει κάτι που να μπορεί να ανασκευάσει τις αισθήσεις: δεν μπορεί μία αίσθησις να ανατρέψει μιαν ομοειδή της αίσθηση [σημ.: την αίσθηση που προέρχεται από το ίδιο αισθητήριο όργανο] μιας και έχουν κι οι δυο την ίδια ισχύ (διά την ισοσθενειαν)’ ούτε μπορεί να ανατρέψει μια μη ομοειδή της αίσθηση, αφού οι δύο αποτελούν κριτήρια διαφορετικών πραγμάτων. Ούτε το λογικό (ο λόγος) μπορεί να ανασκευάσει τις αισθήσεις, αφού το λογικό εξαρτάται εξ ολοκλήρου από τις αισθήσεις. Ούτε, πάλι, μπορεί μια αΐσθησις να ελέγξει μιαν άλλη, εφ’ όσον σε όλες δίνουμε την ίδια προσοχή. Kαι το γεγονός ότι αντιλαμβανόμαστε δια των αισθήσεων (επαισθήματα) πιστοποιεί την αλήθεια τους. Το γεγονός ότι βλέπουμε και ακούμε είναι εξίσου πραγματικό με το ότι νιώθουμε πόνο {ώσπερ το αλγειν). Ως εκ τούτου, πρέπει με βάση τα φανερά {από των φαινομένων) να οδηγούμαστε σε συμπεράσματα για τα μη φανερά (άδηλα). Διότι όλες οι ιδέες μας προέρχονται από τις αισθήσεις – πότε μέσω σύμπτωσης, πότε κατ’ αναλογία ή σύμφωνα με κάποια ομοιότητα ή μέσω συσχετίσεων, όπου κατά τι συμβάλλει και το λογικό. Όσο για τα οράματα των τρελών (μαινόμενων φαντάσματα) και τα όνειρα που βλέπουμε, έχουν αληθινή υπόσταση, δεδομένου ότι προκαλούν κίνηση [στο νου] (κινεί yap)’ και κάτι που δεν υπάρχει δεν προκαλεί τίποτα.
Είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι, σ’ αυτή την εξαιρετικά σαφή αναφορά στην αίσθηση, επιλέγονται για συζήτηση τα εξής χαρακτηριστικά της αισθητηριακής αντίληψης/εντύπωσης:
1.Η αίσθηση είναι ανεξάρτητη από το λογικό (λόγον) και τη μνήμη. Συνίσταται, με άλλα λόγια, σε μια άμεση και απευθείας αλληλεπίδραση, ακόμη και αντιστοιχία, στιγμιαία και ολοκληρωμένη, ανάμεσα στον οργανισμό που αντιλαμβάνεται (ή μάλλον, στα όργανα της αντίληψης – τις πέντε αισθήσεις και την ψυχή) αφ ενός, και αφ’ ετέρου στο αντικείμενο που γίνεται αντιληπτό. Η υπεροχή της αισθητηριακής σύλληψης/εντύπωσης προβάλλεται σε σχέση με οποιαδήποτε έλλογη κίνηση του νου, και σε σχέση με οποιαδήποτε ανάμνηση πραγμάτων του παρελθόντος, δηλαδή των προηγούμενων αισθητηριακών συλλήψεων/εντυπώσεων. Η πράξη της αισθητηριακής αντίληψης είναι, επομένως, μια απευθείας, άμεση σχέση -που εδραιώνεται μέσω των αισθητήριων οργάνων- ανάμεσα στο υποκείμενο και στο αντικείμενο’ ανάμεσα στο επιμέρους ζωντανό ον και τον κόσμο όπως αυτός φαίνεται. Κάθε αισθητηριακή σύλληψη/εντύπωση είναι πλήρης και αυτόνομη, και εγγυάται την ταυτόχρονη παρουσία και των δύο, δηλαδή του ατόμου και του κόσμου, καθώς και την άρρηκτη ενότητά τους.
2.Δεν είναι μόνο ότι η αίσθηση είναι ανεξάρτητη από τον λόγο αλλά, επιπλέον, ότι ο λόγος (η λογική συγκρότηση του νου, η νόηση) είναι εντελώς εξαρτημένος από την αίσθηση και δευτερογενής. Το προβάδισμα της αισθητηριακής αντίληψης υποστηρίζεται εδώ και οντολογικά και γνωσιολογικά: η πραγματικότητα και η αλήθεια για την πραγματικότητα εδραιώνονται μέσω της πραγματικότητας των αισθήσεων, της πρωταρχικής και άνευ όρων συμφωνίας αυτού που αντιλαμβάνεται και αυτού που γίνεται αντιληπτό. Έτσι, ο Επίκουρος υποστηρίζει την ύπαρξη ενός μονοδιάστατου φυσικού κόσμου, άμεσα αντιληπτού μέσω των αισθήσεων του ζωντανού οργανισμού’ ενός φυσικού κόσμου φαινομένων απευθείας αποκαλύψιμων στο φυσικό -και επίσης προφανές- υποκείμενο. Όλη η πραγματικότητα και, επομένως, όλες οι βεβαιότητες βασίζονται στις αισθήσεις και στη διαύγεια του προφανούς: «Αν αντιμάχεσαι όλες τις αισθήσεις σου, δεν θα ’χεις πλέον τίποτα με βάση το οποίο να κρίνεις ακόμη και εκείνες τις αισθήσεις που ισχυρίζεσαι ότι μας εξαπατούν».
3· Η πραγματικότητα της αισθητηριακής αντίληψης ισοδυναμεί με την πραγματικότητα του φυσικού πόνου. Ο κόσμος των φαινομένων, με άλλα λόγια, αποτυπώνει τα μηνύματά του στο υποκείμενο της αντίληψης, με έναν τρόπο τόσο πραγματικό και απτό όσο και το αίσθημα ενός σωματικού πόνου. Κάθε περαιτέρω διαχείριση αυτών των αντιληπτικών αισθημάτων αποτελεί μια δευτερογενή πράξη διάταξης, συγκρότησης (ή μάλλον ανασυγκρότησης) του κόσμου με βάση την άμεση, μη ανασκευάσιμη και μη αναγώγιμη μαρτυρία των αντιληπτικών αισθήσεων, εντυπώσεων και, όπως θα δούμε, των συγκινήσεων του επιμέρους οργανισμού. Όλη η γνώση (έννοιες, ιδέες, θεωρίες) προέρχεται από την άμεση εμπειρία μας του κόσμου’ κατ’ αρχάς μέσα από την άμεση επαφή με επιμέρους πράγματα, όπως αυτά εμφανίζονται σ’ εμάς και, στη συνέχεια, «κατ’ αναλογία ή σύμφωνα με κάποια ομοιότητα ή μέσω συσχετίσεων»- διαδικασίες στις οποίες προφανώς το λογικό (λογισμός) συμβάλλει με ένα τεχνικό τρόπο. Έτσι, μπορούμε να φθάσουμε στη σύνθεση ή ανασύνθεση της αληθούς -ακόμη και αν αυτή είναι ατελής- εικόνας της πραγματικότητας, όπως μας την αποκαλύπτει ο κόσμος των φαινομένων.
4. Τελικά, για να συλλάβουμε πλήρως την οντολογική και γνωσιολογική σημασία του ότι ο Επίκουρος δίνει το προβάδισμα στην αίσθηση, θα πρέπει να επιμείνω στα παρακάτω: Τα σώματα είναι πραγματικά, με την έννοια ότι υπάρχουν άμεσες, αδιαμεσολάβητες αντιλήψεις των αισθήσεων, εντυπώσεις και, εν τέλει, συγκινήσεις σε σχέση και με τις μόνιμες ιδιότητες τους (όπως «σχήματα και χρώματα, μεγέθη και βάρη») και με τις μη μόνιμες ιδιότητες (τα «συμπτώματα»). Με μια έννοια, λέει ο Επίκουρος, «θα έπρεπε όλες οι ιδιότητες να θεωρούνται “συμπτώματα”, αφού «δεν έχουν αυτόνομη φύση καθεαυτές, αλλά τις παρατηρούμε (θεωρείται) με τον τρόπο που η ίδια η αίσθησή μας παρουσιάζει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα και τα γνωρίσματά τους.»
Αυτή είναι η φύσις των σωμάτων, δηλαδή της υλικής πραγματικότητας. Δεν υπάρχει ον ανεξάρτητα από τις κινήσεις που προκαλεί – δηλαδή ξέχωρα από τα επιμέρους ίχνη (κυριολεκτικά: τα υλικά ίχνη) που αφήνει πάνω σε ένα ζωντανό οργανισμό. Τα ίχνη αυτά παράγονται από την αλληλεπίδραση του ζωντανού οργανισμού και του κόσμου, όπως αυτός φαίνεται στον οργανισμό, όπως δηλαδή ο οργανισμός αντιλαμβάνεται και συλλαμβάνει με τις αισθήσεις τον κόσμο, με μια λέξη, όπως τον βιώνει. 0 κόσμος των φαινομένων, ο φυσικός φαινόμενος κόσμος είναι πραγματικός διότι μόνον αυτός κινεί’ και οπουδήποτε υπάρχει κίνηση (αισθητηριακές αντιλήψεις, εντυπώσεις, συγκινήσεις) εκεί υπάρχει πραγματικότητα, υπάρχει ον. Έτσι, τα φανταστικά αντικείμενα (φαντάσματα) που γίνονται αντιληπτά από υποκείμενα διανοητικώς διαταραγμένα ή υποκείμενα που ονειρεύονται, μαρτυρούν μιαν άλλη όψη της πραγματικότητας, τόσο πραγματική όσο ο κόσμος των τραπέζιών και καρεκλών.13 Η πραγματικότητα είναι φαινόμενα και τα φαινόμενα είναι πραγματικότητα.
Η θεμελιώδης αρχή του παρμενίδειου μονισμού -που την αποδέχτηκαν και στη συνέχεια την επεξέτειναν οι αρχαίοι Ατομικοί φιλόσοφοι με το αξίωμά τους περί ελάχιστων μερών (ατόμων), δηλαδή μικροόντων που παρουσιάζουν τις περισσότερες από τις ιδιότητες που επιφύλασσε ο Παρμενίδης για το δικό του μέγα-όν- ε- πεκτείνεται περαιτέρω από τον Επίκουρο για να συμπεριλάβει τον κόσμο των φαινομένων. Ο Επίκουρος μάλιστα θέτει την αρχή αυτή με επιτακτική σαφήνεια ως οντολογική βάση της σκέψης του. Το ον υπάρχει, με την έννοια που έδιναν οι Ατομικοί φιλόσοφοι, και υπάρχει ως φαινόμενο. Αυτό προφανώς δεν έρχεται σε αντίφαση με τον δεύτερο ισχυρισμό των Ατομικών φιλοσόφων, ότι δηλαδή και το μη ον υπάρχει επίσης — κάτι που και για τον Επίκουρο αποτελεί αξίωμα. Ωστόσο, μόνο το ον κινεί’ και ό,τι προκαλεί κίνηση -και μόνο αυτό- είναι. Το μη ον, που συλλαμβάνεται ως το κενόν, δεν είναι παρά ενδιάμεσο, ο άδειος χώρος μέσα στον οποίο πραγματοποιείται η κίνηση. Σώματα και χώρος μαζί αποτελούν «το σύμπαν» (τό παν).
Για να ανακεφαλαιώσουμε, λοιπόν: η αίσθησις (άμεση αισθητηριακή αντίληψη/εντύπωση) μαζί με τα πάθη (συγκινήσεις/συναισθήματα) συνιστούν, σύμφωνα με τον Επίκουρο, την πρωταρχική, μη αναγώγιμη γνωσιολογική βάση. Αυτό δεν υποστηρίζεται αυθαίρετα αλλά πηγάζει από την υλιστική, με όρους ατομικής φυσικής σύλληψη της πραγματικότητας, που καθορίζει την οντολογία του Επίκουρου. Ανταποκρίνεται στη βασική του αντίληψη ότι η πραγματικότητα, όλη η πραγματικότητα, είναι δυνάμει φανερή’ ότι ο πραγματικός κόσμος είναι φύσει φαινόμενος, ακόμη και αν δεν είναι όλα τα σώματα φανερά εδώ και τώρα. Για τον ίδιο λόγο δεν πρέπει να αποκλείεται το ενδεχόμενο να υπάρχουν πολλοί πραγματικοί κόσμοι, όπως πιστοποιείται από τα φανταστικά αντικείμενα της αντίληψης.
Στην πραγματικότητα ο Επίκουρος, προχωρώντας ακόμη περισσότερο, υποστηρίζει την ύπαρξη «άπειρου αριθμού κόσμων (κόσμοι άπειροι), από τους οποίους κάποιοι είναι όμοιοι με τον δικό μας κόσμο, ενώ άλλοι όχι». Ο φιλόσοφος οδηγείται σ’ αυτό το συμπέρασμα από την απειρότητα των ατόμων αλλά και του διαστήματος. Τελικά, ο κόσμος των φαινομένων είναι δυνάμει αποκαλύψιμος στο υποκείμενο της αντίληψης, εν προκειμένω στο άτομο που αντιλαμβάνεται, νιώθει και εντέλει διανοείται ή γνωρίζει. Κατά μία -κρίσιμη- έννοια, η γνώση -η άμεση, χειροπιαστή πληροφορία ή, ακόμη καλύτερα, η εναργής μαρτυρία περί του πραγματικού, δηλαδή του φαινόμενου κόσμου— εγγυάται την ομοιογενή και απόλυτα φυσική δομή του οντος, και το αντίστροφο. Η οντολογία και η γνωσιολογία βρίσκονται σε αλληλεξάρτηση και αμοιβαιότητα. Αυτό μας επιτρέπει να μιλάμε για «οντογνωσιολογικό» συνδυασμό: των αρχών του Κανονικού με τις αρχές της Φυσικής του Επίκουρου.
Πάθη
Τα πάθη ή συναισθήματα ή συγκινήσεις αποτελούν, σύμφωνα με τον Επίκουρο, το δεύτερο σημαντικό κριτήριο αλήθειας ή γνωσιολογικό κριτήριο. Τ όσο οι αισθήσεις όσο και τα πάθη ανήκουν στην ίδια τάξη του πραγματικού. Επιπλέον, και τα δύο μάς παρέχουν μια εξίσου κρίσιμη μαρτυρία της ομοιογενούς υλικής δομής του φυσικού κόσμου που περιβάλλει τον άνθρωπο (και υπό μια γενική έννοια, το σύνολο του έμψυχου κόσμου) και περικλείει τις δραστηριότητές του. Για τον λόγο αυτό, όταν καταπίπτει η επιχειρηματολογία (και έχουμε δει ότι ο Επίκουρος διστάζει να μιλήσει για το λογικό μέρος της θεωρίας του, προτιμώντας αντ’ αυτού να υποστηρίζει τις αρχές του Κανονικού που σκιαγραφούν τα οντολογικά και, κατά συνέπεια, τα γνωσιολογικά του αξιώματα), υποχρεώνεται να υποστηρίξει την συμπληρωματικότητα των αισθήσεων και των παθών ως γνωσιολογικών κριτηρίων. Τα δύο αυτά κριτήρια αλήθειας συνιστούν από κοινού ό,τι μπορεί να θεωρηθεί ως η υποδομή της γνωσιολογίας του Επίκουρου.
Αισθήσεις και πάθη είναι εξίσου πραγματικά και εξίσου έντονα. Ό,τι ισχύει για την αντιληπτικότητα στην περίπτωση των αισθήσεων, το ίδιο ισχύει για την σωματική -ακόμη και φυχολογική- εμπειρία του πόνου και της ηδονής στην περίπτωση των παθών. Επιπλέον, αισθήσεις χ,αι πάθη παρέχουν μια μη αναγώγιμη μαρτυρία της πραγματικότητας του κόσμου των φαινομένων, αλλά και εγ- γυώνται την ικανότητα του ανθρώπου να τα γνωρίζει. Η ύπαρξη, ως φαινόμενη πραγματικότητα, και η άμεση αδιαμεσολάβητη εμπειρία αυτής της πραγματικότητας μέσω της αισθητηριακής αντίληψης/εντύπωσης και του συναισθήματος -το οποίο μπορεί να θεωρηθεί ως ένα είδος «εσωτερικής αίσθησης»- συμπίπτουν,
[Οι Επικούρειοι] λένε ότι δύο πάθη υπάρχουν, η ηδονή και ο πόνος (άλγηδών), που προκαλούνται σε κάθε έμβιο ον (παν ζωον)’ ότι το ένα είναι οίχεΐον (συγγενικό προς την φύση του) ενώ το άλλο άλλότριον (ξένο /εχθρικό)’ και ότι με βάση αυτά αποφασίζουμε τι θα επιλέξου- με και τι θα αποφύγουμε (αιρέσεις και φυγάς).
Όσο για τις έρευνες, υπάρχουν δύο λογιών: η έρευνα που αφορά στα πράγματα (περί των πραγμάτων), και η έρευνα που ασχολείται με σκέτα λόγια (περί φίλην την φωνήν).
Δεν θα ασχοληθούμε εδώ με τον ρόλο που παίζουν τα πάθη στον καθορισμό των επιλογών του ατόμου κατά την αναζήτηση της ευδαιμονίας- που, όπως θα δούμε, συμπίπτει με την επιδίωξη της ηδονής: του οικείου πάθους που «ευνοεί την ευφροσύνη» κάθε έμβιου όντος. Η διαδικασία αυτή, που χαρακτηρίζει και προσδιορίζει αυτό που σωστά θεωρείται ως σφαίρα της δράσης («επιλογές και αποφυγές»), θα εξεταστεί στο πλαίσιο της ηθικής θεωρίας του Επίκουρου. Είναι σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε και να τονίσουμε στο σημείο αυτό ότι τα δύο είδη παθών -ηδονή και πόνος (άλγηδών)- «προκαλούνται σε κάθε έμβιο ον» και συνοδεύουν κάθε έκφανση της ζωής στον κόσμο. Τα πάθη, με άλλα λόγια, όπως και οι αισθήσεις, αποτελούν θεμελιώδη φυσιο/ψυχολογικά δεδομένα, που πιστοποιούν και εγγυώνται την ύπαρξη και δομή του υλικού κόσμου όπως αυτός εμφανίζεται στον άνθρωπο και όπως ο άνθρωπος τον βιώνει. Και επιπλέον, ορίζουν τη θέση του ανθρώπου σ’ αυτόν τον κόσμο. Αισθήσεις και πάθη μαζί μάς παρέχουν μια θεμελιώδη και μη διαψεύσιμη μαρτυρία περί της πραγματικότητας. Μας παρέχουν μια αδιάψευστη απόδειξη για τη φύση του κόσμου και ταυτόχρονα διαγράφουν την έκταση και τα opta της -εν δυνάμει- γνώσης αυτού του κόσμου και της θέσης μας μέσα σ’ αυτόν. Εμπεριέχουν, όπως έχουμε δει, την υποδομή της γνωσιοθεωρίας του Επίκουρου, όπως αυτή υπαγορεύεται από το υλιστικό όραμα του φυσικό ΰ κόσμου, αφού συνιστούν αδιαφιλονίκητο σημείο αναφοράς. Ανήκουν στην πρώτης τάξης, αδιαμεσολάβητη εμπειρία του κόσμου. Επομένως, η τελευταία φράση του αποσπάσματος του Διογένη Λαέρτιου που παραθέσαμε πιο πάνω, δεν είναι τόσο άσχετη όσο φαίνεται ίσως με την πρώτη ματιά. Η αληθινή έρευνα ενδιαφέρεται για τα υπαρκτά πράγματα, για το όν όπως εμφανίζεται μέσω της αισθητηριακής αντίληψης, της εντύπωσης και του συναισθήματος, και όχι για σκέτα λόγια (φιλαι φωναι) που δεν ανταποκρίνονται στην άμεσα αποκαλύψιμη πραγματικότητα του κόσμου.
Για να κλείσουμε, λοιπόν: ως μέρος του τετρακριτήριου της αλήθειας ή γνωσιολογικού κριτηρίου, οι αισθητηριακές αντιλήψεις, οι εντυπώσεις και τα συναισθήματα/συγκινήσεις αποκαλύπτουν την οντολογική δομή της πραγματικότητας και εγγυώνται όλη την περαιτέρω αναζήτηση της αλήθειας. Καθορίζουν όλες τις περαιτέρω προσπάθειες που καταβάλλουμε για να συγκροτήσουμε ή να ανασυγκροτήσουμε μια -έστω και μερικώς- αληθή εικόνα ή ερμη νευτική θεωρία του φυσικού κόσμου. Ετοιμάζουν το έδαφος και ανοίγουν το δρόμο για την κοινή λογική που θα κρίνει τον κόσμο των φαινομένων. Αυτή, σύμφωνα με τον Επίκουρο, είναι η μόνη ασφαλής βάση της επιστήμης. Οι αισθήσεις και τα πάθη ή, ακριβέστερα, η ολοφάνερη μαρτυρία (ενάργεια) που μας παρέχουν η αισθητηριακή αντίληψη, η εντύπωση και η συγκίνηση, είναι η μοναδική πηγή βεβαιότητας: «…επί τάς αισθήσεις καί τά πάθη – οΰτω γάρ ή βεβαιότατη πίστις εσται…»
Πρόληψις
Οφείλουμε τώρα να εξετάσουμε τη σημαντική και κρίσιμη μετάβαση από τη γνωσιοθεωρητική υποδομή -που ορίζεται από την επικούρεια ανάλυση της φύσης και του ρόλου των αισθήσεων και των παθών-, στο γνωσιολογικό εποικοδόμημα, δηλαδή τη διαδικασία με την οποία, για να χρησιμοποιήσω την γλώσσα του Μαρξ, παράγεται η συνείδηση από την ύλη. Η έκφραση βέβαια δεν είναι του Επίκουρου, αν και είναι φανερό ότι ο Επίκουρος ακολουθεί την ίδια γραμμή σκέψης. Η δεύτερη σειρά κριτηρίων της αλήθειας, η πρόληψις και η φανταστική επιβολή τής διάνοιας, (ασχέτως αν η δεύτερη προβλήθηκε ως κριτήριο από τον ίδιο τον Επίκουρο) έχει να κάνει ακριβώς μ’ αυτή τη μετάβαση.
Η πρόληψις, ένας όρος ασυνήθιστος και προβληματικός -που συχνότερα αποδίδεται ως «έννοια», «γενική έννοια», «έννοια που παράγεται από την αισθητηριακή αντίληψη» (Bailey), και ακόμη ως preconception (Hicks, Furley)-, προφανώς αναφέρεται στη διαδικασία σχηματισμού εννοιών, μια διαδικασία η οποία εντείνεται από την ακόμη πιο δύσκολη και δυσνόητη λειτουργία που αποκαλείται φανταστικαί επιβολαί τής διανοίας (=«διορατική σύλληψη του νου»). Ατυχώς, στα σωζόμενα κείμενα του ίδιου του Επίκουρου, πολύ λίγα υπάρχουν που θα μας επέτρεπαν να συλλάβουμε με βεβαιότητα το ακριβές νόημα της προληψεως. Θα προσπαθήσω να απομονώσω τα χαρακτηριστικά που μπορούν με σιγουριά να αποδοθούν στην πρόληψη και, επιπλέον, να καταδείξω -ελπίζω, με πληρότητα- τη διαδικασία σχηματισμού εννοιών, στο γνωσιολογικό σύστημα του Επίκουρου. Θα φανεί εδώ ότι η φυσική γλώσσα παίζει κρίσιμο ρόλο για την ανασύνθεση που επιχειρούμε. Η αναφορά του Διογένη Λαέρτιου σχετικά με το νόημα της προλήψεως έχει ως εξής:
Με την πρόληψιν εννοούν [οι Επικούρειοι] κάτι σαν νοητική σύλληψη κάποιου πράγματος ως υπαρκτού (κατάληφιν), ή ορθή γνώμη (δόξαν ορθήν), ή έννοια ή γενική ιδέα (καθολικήν νόησιν) επαναποθηκευμένη στο νου δηλαδή την μνημη ενός εξωτερικού πράγματος που μας έχει παρουσιαστεί επανειλημμένα. Τέτοιας λογής είναι π.χ. ο άνθρωπος: μόλις ειπωθεί η λέξη «άνθρωπος», αμέσως, σύμφωνα με την πρόληψη που έχουμε του ανθρώπου, παρουσιάζεται στη νόηση η μορφή του (τύπος), σύμφωνη με τα προηγούμενα δεδομένα των αισθήσεων. Έτσι, το αντικείμενο που αρχικά έχει δηλωθεί με μία λέξη (παντί όνόματι) [ή αλλιώς: το πρωταρχικό νόημα που έχει αποδοθεί σε κάθε λέξη], είναι ξεκάθαρο (εναργές). Δεν θα ρωτούσαμε ποτέ για κάτι που προηγουμένως δεν έχουμε γνωρίσει’ ρωτάμε, λόγου χάρη, «άλογο είναι αυτό που στέκεται εκεί πέρα ή βόδι;». Θα πρέπει να μας είναι ήδη γνωστές, με βάση την πρόληψιν, οι μορφές του αλόγου και του βοδιού. Ούτε θα μπορούσαμε ποτέ να ονομάσουμε κάτι, αν προηγουμένως δεν γνωρίζαμε, σύμφωνα με την πρόληφιν, τη μορφή του (τύπον). Οι προλήψεις, επομένως, είναι πράγματα αυταπόδεικτα (εναργείς). Και το αντικείμενο της γνώμης μας πάντα εξαρτάται από κάποιο προηγούμενο αυταπόδεικτο πράγμα, στο οποίο αναφερόμαστε’ όπως λ.χ,: «Από πού ξέρουμε ότι τούτο το ον είναι άνθρωπος;».
Για την γνώμη χρησιμοποιούν την λέξη ύπόληψις* που, όπως ισχυρίζονται, είτε είναι αληθής είτε ψευδής: Αν πιστοποιείται από τις αυταπόδεικτες μαρτυρίες (άνμεν έπιμαρτυρήτοα) ή δεν αναιρείται (μη άντιμαρτυρήται), τότε αληθεύει. Ενώ αν δεν πιστοποιείται ή αν υπάρχει αρνητική μαρτυρία, τότε είναι ψευδής, Γι’ αυτό και εισήγαγαν την έκφραση «το προσμενον» [ = αυτό που περιμένει επαλήθευση]* όπως, λόγου χάρη περιμένει κανείς να πλησιάσει πρώτα κοντά σ’ ένα πύργο και να εξακριβώσει πώς φαίνεται εκ του σύνεγγυς [δηλ. να εξακριβώσει αν είναι κυλινδρικός ή ορθογώνιος].
Το πρώτο και πιο σημαντικό χαρακτηριστικό της προλήψεως, σύμφωνα με την παραπάνω αναφορά, είναι η σχέση της με την μνήμη. Ενώ βεβαιώνεται ότι η αισθησις στερείται λόγου (άλογός έστί) και δεν είναι επιδεκτική μνήμης (μνήμης ούδεμιάς δεκτική), η πρόληφις αναφέρεται στη διαδικασία με την οποία επιμέ- ρους, άλογες και δίχως μνήμη αισθητηριακές εντυπώσεις και λειτουργίες συνενώνονται -για να το πούμε έτσι- για να σχηματίσουν εικόνες (τύπους) αντικειμένων που έχουν εμφανιστεί ξανά και ξανά στο υποκείμενο της αντίληψης, μέσω της αίσθήσεως και ενδεχομένως μέσω των παθών. Αυτές οι προλήψεις, ή εικόνες που ανακαλούνται στη μνήμη μπορούν, σύμφωνα με τον Διογένη Λαέρτιο, να εναποθηκεύονται και να χρησιμοποιούνται για κατοπινή ταυτοποίηση ή, καλύτερα, αναγνώριση των αντικειμένων του φαινόμενου κόσμου.
Ot όροι κατάληψις (= αποδοχή μιας παράστασης ως αληθούς ή υπαρκτής), δόξα ορθή (= ορθή γνώμη), έννοια και καθολική νόησις (= καθολική ιδέα) εισάγονται σε μια προσπάθεια να αποσαφηνιστεί το νόημα της προλήψεως. Θα ’λεγε κανείς ότι καταδεικνύουν μια διαδικασία βαθμιαίου σχηματισμού προλήψεων από το απόθεμα των επιμέρους, ασύνδετων και δίχως μνήμη αισθητηριακών αντιλήψεων, εντυπώσεων και, ενδεχομένως, συναισθημάτων. Με άλλα λόγια, η σχέση της προλήψεως με τη μνήμη εισάγει τη διάσταση του χρόνου, αυτής της «ιδιόμορφης ιδιότητας» (ίδιον τι σύμπτωμα), που συνοδεύει τις αισθητηριακές μας συλλήψεις, τις εντυπώσεις και τα συναισθήματα/συγκινήσεις μας. Διαδοχικές αισθητηριακές αντιλήψεις, εντυπώσεις και συγκινήσεις συνενώνονται, μέσα σε ξεχωριστές χρονικές στιγμές, σε μια συνεκτική, σταθερή εικόνα, δυνάμει αποθηκεύσιμη και διαθέσιμη για ανάκτηση και εφαρμογή για την ταυτοποίηση/αναγνώριση περαιτέρω αντικειμένων της ομοιογενούς, υλικής, φαινόμενης πραγματικότητας. Μέσω των προλήψεων, λοιπόν, το υποκείμενο της αντίληψης και του συναισθήματος εισέρχεται στη σφαίρα της συνέχειας, του δομημένου χρόνου’ ικανό να ανακαλεί τη μνήμη, να αναγνωρίζει και να ταυτοποιεί, αρχίζει να συγκροτεί, ή μάλλον να ανακαλύπτει ένα δομημένο, διαρκή και ανθεκτικό κόσμο αισθήσεων και παθών.
Μέσω της προλήφεως, ο αντιληπτός κόσμος γίνεται, σε βάθος χρόνου, συνεχής και αναγνωρίσιμος. Εικόνες δημιουργούνται, εναποθηκεύονται και απομνημονεύονται για περαιτέρω χρήση. Ο αρχικά -και δυνάμει- χαοτικός, ασυνάρτητος, αποσπασματικός κόσμος της φαινόμενης πραγματικότητας αρχίζει να εμφανίζεται -εν μέρει, έστω- ως ένα συνεκτικό, δομημένο όλον. Το υποκείμενο, που θα ήταν δέσμιο ενός χαοτικού και δίχως νόημα κόσμου ασύνδετων αισθήσεων και παθών, τώρα μετατρέπεται σε μνήμονα κάτοικο ενός συνεκτικού κόσμου του οποίου τα μηνύματα βαθμιαία ο- μογενοποιούνται και σταθεροποιούνται. Παρελθούσες, παρούσες και μελλοντικές αισθητηριακές εμπειρίες, εντυπώσεις και συναισθήματα ομαδοποιούνται, τροφοδοτώντας τον υποκειμενικό χρόνο με τις δικές του φυσικές, σταθερές προλήψεις. 0 υποκειμενικός χρόνος τώρα κατοικείται από αντικειμενικές προλήψεις ή προβλέψεις αλλά και, θα τολμούσα να πω, προαισθήματα. 0 Επίκουρος θα μπορούσαμε να πούμε ότι επιχειρεί να διατυπώσει μια μάλλον αυστηρή επαγωγική αρχή.32
Επιπλέον, οι προλήψεις είναι εναργείς’, έχουν την ίδια άμεση, αδιαμφισβήτητη, ξεκάθαρη προφάνεια που χαρακτηρίζει τις αίσθή- σεις και τα πάθη. Με άλλα λόγια, η πραγματικότητα και, συνεπώς, η αλήθεια αυτών των σταθερών συνεκτικών εικόνων διαθέτει την ίδια άμεση και αδιαμφισβήτητη φυσικότητα και εγκυρότητα που έχουν οι αρχικές αισθητηριακές εμπειρίες και τα συναισθήματα που παρήγαγαν τις εικόνες αυτές. Έτσι, η νέα τυπολογία που επιτυγχάνεται μέσω των προλήφεων μπορεί να υποκαταστήσει τη μαρτυρία των αισθήσεων και των συναισθημάτων με την ίδια αδιαφιλονίκητη αυθεντικότητα και σαφήνεια. ‘Οταν ο νους ανακαλεί τις σταθερές εικόνες που έχουν δομηθεί με βάση άμεσες αισθητηριακές εμπειρίες, εντυπώσεις και συναισθήματα, το κάνει με την ίδια βεβαιότητα και φυσική αναγκαιότητα με την οποία είχε καθοριστεί η απόκτηση της αρχικής εμπειρίας του κόσμου μέσω των αισθήσεων και των παθών. Η μόνη διαφορά είναι η διάρκεια και η διαθεσιμότητα αυτών των νέων νοητικών εικόνων που μπορούν να ανακαλούνται στη μνήμη και να χρησιμοποιούνται ανά πάσα στιγμή. Η ένάργείά τους εκτείνεται μέσα στο χρόνο. Παραμένουν σταθερές και ανακτήσιμες. Στη συνέχεια, μέσω της γλώσσας, μπορούν να αποκτήσουν ανεξάρτητη υπόσταση και να περάσουν στη σφαίρα της αφαίρεσης και της θεωρίας. Υπάρχει, φυσικά, ο κίνδυνος η γλώσσα να αποκτήσει δική της, ανεξάρτητη υπόσταση* αλλά όσο οι προλή– φεις παραμένουν προσκολλημένες στις λέξεις -στις ονομασίες, στους όρους, στις έννοιες- που χρησιμοποιούμε όταν ταυτοποιούμε τα αντικείμενα της εμπειρίας μας, είναι πάντοτε εφικτή μια αληθής θεωρία για τη φύση του κόσμου.
Μαθαίνουμε να συνδέουμε λέξεις με πράγματα που συλλαμβάνουν οι αισθήσεις μας* κι έτσι, όταν προφέρεται η λέξη, έχουμε μια «πρόληψη» αυτού στο οποίο η λέξη αναφέρεται. Υπάρχει ωστόσο ο κίνδυνος να λησμονήσουμε ότι αυτή είναι η χρήση των λέξεων και να επιχειρήσουμε να τους δώσουμε μια ανεξάρτητη ζωή. Έτσι, ο Επίκουρος τονίζει ότι θα πρέπει να έχουμε στο νου μας τα πράγματα τα οποία έχουμε εκχωρήσει στις λέξεις μας (τά ύποτεταγμενα τοΐς φθόγγοις), ώστε να αποφεύγουμε τη χρήση κενών λέξεων. Πρέπει να χρησιμοποιούμε τις λέξεις με τρόπο που ανταποκρινεται στις προλήφεις μας, διότι αν αφήσουμε τις λέξεις αδέσποτες θα γίνουν άστοχες και ανεξέλεγκτες.
Τρίτο και τελευταίο χαρακτηριστικό της προλήψεως -και ίσως το πιο σημαντικό από όλα- είναι ότι οι προλήψεις αποκτώνται μέσα από μια διαλεκτική σχέση με τον κόσμο των φαινομένων και με τις αισθητηριακές εντυπώσεις και τα συναισθήματα που αυτός προκαλεί στο αντιλαμβανόμενο/αισθανόμενο υποκείμενο. Η διαδικασία που είχε θεωρηθεί ως δεδομένη σε σχέση με την παραγωγή αισθήσεων (δηλαδή ότι προκύπτουν μέσω ενεργούς αλληλεπίδρασης -«πραγματικής επαφής» με ένα συγκεκριμένο πράγμα- ή κατ’ αναλογία, ή σύμφωνα με κάποια ομοιότητα ή μέσω συσχετίσεων -κατά περίπτωσιν, αναλογίαν, ομοιότηταν καί συνθεσι ρ)34, επεκτεί- νεται για να συμπεριλάβει την επιβεβαίωση και μη επιβεβαίωση με βάση την καθαρή ενάργεια που προσφέρουν τα ίδια τα φαινόμενα. Με άλλα λόγια, η διαδικασία σχηματισμού της προλήφεως αρχίζει να μοιάζει με τη διαδικασία της «εικασίας και ανασκευής», που ανοίγει το δρόμο στην αφαίρεση και τη θεωρία.
Μπορεί κανείς να υποστηρίξει με σιγουριά ότι με το τρίτο κριτήριο της αλήθειας ο Επίκουρος εισέρχεται προσεκτικά στον χώρο του επαγωγικού συλλογισμού. Τονίζει όμως ότι μόνο με σχολαστικές διαδικασίες συλλογής και διαίρεσης, επιβεβαίωσης ή μη επιβεβαίωσης (με την άμεση και απευθείας -μολονότι χαοτική και αποσπασματική- μαρτυρία αισθήσεων και συναισθημάτων), μπορεί ο λογισμός ν’ αρχίσει να συγκροτεί ή να ανασυνθέτει μια αληθή -αν και αφηρημένη και απόμακρη- εικόνα ενός δομημένου και συνεκτικού κόσμου, όπου αντικείμενο και υποκείμενο προσχωρούν σε ένα είδος συμμαχίας και φτάνουν ακόμη και να συμπίπτουν. Μέσω της μνήμης και της διάστασης του χρόνου, η οποία επιτρέπει σύγκριση, αναλογική συγκρότηση και σύνθεση, γίνεται δυνατή η παραγωγή της υλικής συνείδησης – μια διαδικασία που άμεσα θέτει το ζήτημα της γλώσσας. Σ’ αυτό το ζήτημα πρέπει τώρα να στραφούμε.
«Πρόληψις» και φυσική γλώσσα
Ποιο ρόλο παίζει γλώσσα -οι λέξεις, οι ονομασίες, οι όροι, οι έννοιες και, τελικά, η θεωρία— στο σχηματισμό των προλήψεων;
Στην Επιστολή προς Ηρόδοτο, που πραγματεύεται τη φυσική επιστήμη (φυσιολογία, φύσεως θεωρία) και επιχειρεί να δώσει στους ενδιαφερομένους μια ικανοποιητική σύνοψη των αρχών που πρέπει να μας οδηγούν στην έρευνα της φύσης, ο Επίκουρος γράφει τα εξής:
Πρώτα-πρώτα, Ηρόδοτε, πρέπει το εννοιολογικό περιεχόμενο των λέξεων να μας είναι δεδομένο (τα ύποτεταγμενα τοΐς φθόγγοις Βει εί- ληφέναι), ώστε να τις έχουμε ως συγκεκριμένα σημεία αναφοράς όταν εκφέρουμε κρίσεις για τα όσα φρονούμε ή αναζητούμε ή για τα άλυτα προβλήματα” κι όχι να χανόμαστε σε ατέρμονες ερμηνείες ή να χρησιμοποιούμε λέξεις κενές νοήματος (κενούς φθόγγους). Πρέπει απαραίτητα να είναι σαφές το πρωταρχικό νόημα (τό πρώτον εν νόημα) της κάθε λέξης, χωρίς τη βοήθεια καμιάς πρόσθετης απόδειξης,35 αν θέλουμε να αναφερόμαστε σε κάτι συγκεκριμένο όταν αναζητούμε, όταν βρισκόμαστε σε αδιέξοδο ή όταν εκφέρουμε γνώμες.
Κι επίσης, θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να στηριζόμαστε στις αισθήσεις μας, προσηλωμένοι στις παρούσες εντυπώσεις είτε του νου (έ- πιβολάς Βιανοίας) είτε οποιοσδήποτε άλλου κριτηρίου, καθώς και στα υπαρκτά συναισθήματα (πάθη), ώστε να έχουμε μια βάση για να βγάζουμε συμπεράσματα και για τα όσα περιμένουν επιβεβαίωση (το προσμενον) και για τα μη προφανή (άδηλον).
Με βάση τις αισθητηριακές εμπειρίες, τις εντυπώσεις, τα συναισθήματα, «τις παρούσες εντυπώσεις, είτε του νου είτε οπουδήποτε κριτηρίου», που όπως είδαμε παρέχουν θεμελιώδη αδιάψευστη μαρτυρία περί του κόσμου, σχηματίζεται μια γλωσσική δομή της οποίας οι αρχικοί ήχοι καθώς και οι κατοπινές λέξεις, όροι και έννοιες έχουν φυσικό χαρακτήρα. Υπάρχουν, δηλαδή, κατ’ αντιστοιχία «ένα προς ένα» με την πραγματικότητα στην οποία αναφέρονται* και η σημασία τους, το νόημά τους, πρέπει να είναι δυνάμει επα- ληθεύσιμα σε οποιαδήποτε δεδομένη στιγμή, με αναφορά σε αυτή την πραγματικότητα. Η αντιστοίχιση, ακόμη και ταυτοποίηση, «λέξης και αντικειμένου»37 (ή σημαίνοντος και σημαινομένου) είναι φυσική, αδιαφιλονίκητη και προφανής στο αντιλαμβανόμενο/συναι- σθανόμενο υποκείμενο. Διαφορετικά, όλη η έρευνα θα αποδειχθεί ότι είναι μάταιη, ότι ενδιαφέρεται για λέξεις χωρίς περιεχόμενο (κενοί φθόγγοι), ή για ατελέσφορα, μη επαληθεύσιμα επιχειρήματα επ’ άπειρον (εις άπειρον). Για να χρησιμοποιήσω την έκφραση του Διογένη Λαέρτιου που παρέθεσα προηγουμένως, μια τέτοια έρευνα θα αφορά μόνο σε λέξεις κενές περιεχομένου (περί φίλην την φωνήν), ενώ η πραγματική φυσιολογία πρέπει να ενδιαφέρεται για την έρευνα των αληθινών πραγμάτων (περί τά πράγματα). Άρα, είναι απαραίτητη κατ’ αρχάς η βεβαιότητα για το πρωταρχικό νόημα (τό πρώτον εννόημα) καθεμιάς λέξης, κάθε όρου και τελικά κάθε έννοιας, πριν να προχωρήσουμε στη έρευνα του φυσικού κόσμου.
Η οντο-γνωσιολογία του Επίκουρου έχει ήδη υποστηρίξει ότι η φυσική αντιστοιχία μεταξύ του υποκειμένου που αντιλαμβάνεται και του αντικειμένου που γίνεται αντιληπτό βρίσκεται στη ρίζα της εμπειρίας του κόσμου των φαινομένων, και ότι δεν μπορεί να συμβαίνει κάτι διαφορετικό. Οι προλήφεις λειτουργούν ακριβώς ως ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στην άμεση μαρτυρία που παρέχουν οι αισθήσεις και στην ανώτερη δραστηριότητα του σχηματισμού εννοιών και του λογισμού. Υποστηρίζεται, λοιπόν, τώρα ότι η γλώσ- σα, η φυσική γλώσσα που απόλυτα και κατηγορηματικά αντιστοιχεί στις αισθητηριακές εμπειρίες μας, τις εντυπώσεις και τα συναισθήματα μας, μπορεί να παρέχει μια επαρκή εξήγηση του μηχανισμού αυτής της μετάβασης. Μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί για να περιγράφει επακριβώς τις δυνατότητες και τους περιορισμούς του θεωρητικού εποικοδομήματος το οποίο τελικά θα μας επιτρέψει να εκφέρουμε νοήμονα λόγο περί του κόσμου, να ερευνούμε και να διατυπώνουμε θεωρίες για τη φύση του.
Πιο κάτω, στο ίδιο κείμενο, ο Επίκουρος αναφέρεται με ακόμη μεγαλύτερη σαφήνεια σ’ αυτή τη φυσική ανάδυση της συνείδησης από την ύλη, μέσω της φυσικής γλώσσας. Θα διαπιστώσουμε ότι τα επιχειρήματά του προοιωνίζουν -και ίσως πραγματικά να έχουν επηρεάσει- την επιχειρηματολογία του νεαρού Μαρξ πάνω στο ίδιο θέμα.
Συνεπώς, ακόμη και οι λέξεις (όνάματα) αρχικά δεν προέκυψαν ως προϊόν σύμβασης {μη θέσει γενέσθαι)’^ η ίδια η φύση των ανθρώπων, ανάλογα σε τι έθνος ανήκαν, και τι ιδιαίτερα αισθήματα ένιωθαν (ίδια πάθη) και ποιες ήταν οι παραστάσεις τους (ίδια φαντάσματα), τους έκανε να εκπνέουν τον συμπιεσμένο αέρα με ιδιαίτερο τρόπο, που καθοριζόταν από τα εκάστοτε συναισθήματα και τις παραστάσεις και τις διαφορές από τόπο σε τόπο. Αργότερα δε, καθιερώθηκαν σε κάθε λαό κοινές ονομασίες ώστε να υπάρχει λιγότερη σύγχυση και να εκφράζονται οι άνθρωποι πιο σύντομα. Κι επίσης, όσοι συνειδητοποιούσαν κάποια πράγματα που δεν τα έβλεπαν όλοι (ου σννορώμενα), τα πρό- βαλαν στους υπολοίπους προφέροντας κάποιες λέξεις’ άλλοι το έκαναν σπρωγμένοι από την ανάγκη, κι άλλοι τις επέλεγαν οδηγημένοι από το λογικό τους, έτσι ώστε να εκφράζονται κατά τρόπο σύμφωνο με τις γενικότερα αίτια που διέπουν την ομιλία.
Η γλώσσα, σύμφωνα με το κείμενο αυτό, δεν είναι ζήτημα απλής σύμβασης μεταξύ ανθρώπινων όντων που συμφωνούν για τη σημασία των ήχων και, τελικά, των συμβόλων που επινοούν αυθαίρετα’ μάλλον έχει τη βάση της στη φυσική αλληλεπίδραση των ατόμων με το περιβάλλον τους και, κατά δεύτερο λόγο, μεταξύ τους. Οι αρχικοί στοιχειώδεις ήχοι, που βαθμιαία εξελίσσονται σε λέξεις που χρησιμοποιούνται για να περιγράφουν τις επιμέρους εντυπώσεις και τα συναισθήματα της εμπειρίας του κόσμου των φαινομένων, παράγονται ως ένα είδος άμεσης φυσικής εκροής.
Οι λέξεις/ονομασίες -οι πλέον στοιχειώδεις γλωσσικές οντότητες- εμφανίζονται ως φυσικές αντιδράσεις, φυσικές υλικές οντότητες, ήχοι που εκπέμπονται αυθόρμητα για να ταυτοποιήσουν ή να εκφράσουν αισθητηριακές εμπειρίες και συναισθήματα. Λέξη και αντικείμενο έχουν αιτιώδη σύνδεση. Έχουμε εδώ ένα στοιχειώδες πρόγραμμα που θα ταίριαζε με οποιαδήποτε «συμπεριφορική» (behavioural) θεωρία της γλώσσας.
Είναι ενδιαφέρον να επισημάνουμε, επ’ ευκαιρία, την ενθουσιώδη υποστήριξη της επικούρειας θεωρίας της φυσικής γλώσσας από τον Διογένη Οινοανδέα, και τη χλευαστική στάση του απέναντι σε αντίπαλες φιλοσοφικές θεωρίες που εξηγούν τη γένεση της γλώσσας ως προϊόντος επινόησης και σύμβασης:
Όσο για τους ήχους της ομιλίας -δηλαδή τα ρήματα και ουσιαστικά που πρόφεραν οι γεννημένοι από τη γη άνθρωποι-, ας μην παρουσιάζουμε τον Ερμή σαν τον πρώτο διδάξαντα όπως κάνουν μερικοί -είναι ολοφάνερο ότι πρόκειται για ανοησία. Αλλά ούτε και τους φιλοσόφους να πιστεύουμε, εκείνους που λένε πως τα πράγματα απέκτησαν τις ονομασίες τους σύμφωνα με κάποια οδηγία και διδασκαλία, έτσι ώστε να έχουν οι άνθρωποι σύμβολα των πραγμάτων για να μπορούν να συνεννοούνται εύκολα. Πρόκειται για γελοία ιδέα -και μάλιστα, την πιο γελοία ανάμεσα σε όλες τις γελοιότητες’ χώρια που είναι εντελώς αδύνατο, κάποιος να συγκεντρώσει από μόνος του τόσο μεγάλα πλήθη ανθρώπων … και αφού τα συγκεντρώσει με μια προσταγή, ν’ αρχίσει να δίνει εντολές με μια βέργα στο χέρι σαν δάσκαλος, ν’ ακουμπάει το καθετί και να λέει «τούτο ’δω θα ονομάζεται πέτρα, αυτό ξύλο, αυτό άνθρωπος ή σκυλί ή βόδι…».43
Αυτή η εκ πρώτης όψεως ανεπεξέργαστη θεωρία περί παραγωγής της γλώσσας εδραιώνει, όπως ήδη έχουμε δει, μια φυσική αντιστοιχία- ανάμεσα στο αντιληπτό αντικείμενο και την ονομασία του, στο πράγμα και στη λέξη, στο σημαινόμενο και στο σημαίνον, μέσω του σημείου: μια θεμελιώδη οντολογική αμοιβαιότητα ανάμεσα στις αισθητηριακές εμπειρίες/συναισθήματα και στις ηχητικές εικόνες ή τα ισοδύναμά τους που, ασφαλώς, οδηγεί σε μια σειρά γνωσιολογικών συμπερασμάτων. Την αναγκαιότητα αυτής της φυσικής παραγωγής γλώσσας -και, τελικά, συνείδησης- εγγυάται η ομοιογενής υλική/ατομική δομή του φυσικού κόσμου. Μέσω της μνήμης -της εμπειρίας της ταυτότητας μέσα στον χρόνο- σχηματίζονται οι προλήφεις: τα ανθεκτικά είδωλα που αναπαριστούν ή συνοψίζουν ή αναφέρονται στις αισθητηριακές εμπειρίες/εντυπώ- σεις/συναισθήματα που βιώνει το υποκείμενο. Προετοιμάζεται έτσι το έδαφος για την εισαγωγή της λογικής, ρυθμιστικής δραστηριότητας του νου (για τον λογισμόν), με βάση την φυσική γλώσσα που, όπως δείξαμε, μας δίνει τον χαμένο κρίκο ανάμεσα στο οντολογικό όραμα του Επίκουρου και στις γνωσιοθεωρητικές του συνέπειες. Όλη η έρευνα και επομένως όλη η γνώση (επιστήμη) για τον φυσικό κόσμο βασίζεται στις στοιχειώδεις λέξεις, ονομασίες, όρους και έννοιες που παράγονται από αυτή την κατεξοχήν φυσική αλληλεπίδραση μεταξύ του υποκειμένου και του περιβάλλοντος του, του κόσμου των φαινομένων. Και στη συνέχεια οι προτάσεις, εδραιωμένες πάνω στις ήδη αποκτημένες προλήφεις, ανοίγουν το δρόμο στην επιστημονική έρευνα, όπως σωστά ονομάζεται.
Το σύστημα που προτείνει ο Επίκουρος στην Επιστολή προς Ηρόδοτο είναι αυτό της «επιστημονικής εικασίας και ανασκευής». Εφ’ όσον μια υπόθεση εξηγεί επαρκώς μια σειρά φαινομένων, και εφ’ όσον απουσιάζουν παραδείγματα που την αντιστρατεύονται, η
υπόθεση αυτή θα πρέπει να θεωρείται εύλογη και ικανοποιητική. Πράγματι, η επικούρεια θεωρία της γνώσης -ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά στην επιστημονική έρευνα-, μπορεί να θεωρηθεί ως μέρος μόνο μιας ευρύτερης «θετικιστικής επίθεσης εναντίον της μεταφυσικής»44. Άλλωστε η φυσιολογία, η έρευνα του φυσικού κόσμου, δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά μια απαραίτητη προπαιδευτική ενασχόληση που θα επιφέρει την ψυχική ηρεμία (γαληνισμόν), την αναγκαία για την επιδίωξη του ευ ζήν.
Φανταστικοί επιβολαί της διανοίας
Σύμφωνα με την αναφορά του Διογένη Λαέρτιου, οι Επικούρειοι -αλλά όχι ο ίδιος ο Επίκουρος- πρόσθεσαν ένα τέταρτο γνωσιολο- γικό κριτήριο, την φανταστικήν επιβολήν τής διανοίας. Ο δύσκολος αυτός όρος απαντά σε κάποια από τα σωζόμενα συγγράμματα45 του Επίκουρου, αν και παραλλαγμένος. Εντούτοις, πουθενά δεν αποσαφηνίζεται το ακριβές νόημά του, και ο ρόλος του στο ευρύτερο πλαίσιο της επικούρειας γνωσιολογίας παραμένει ασαφής. Δεν θα υπεισέλθω εδώ στις βυζαντινού τύπου ατέρμονες ακαδημαϊκές διαφωνίες ως προς την ερμηνεία αυτής της παράξενης έκφρασης. Ο Bailey, σ’ ένα εκτενές “Παράρτημα” (στην έκδοσή του των σωζόμε- νων γραπτών του Επίκουρου), μιλά για το νόημα του όρου – μάλλον επαρκώς, αν όχι πειστικά. Ο Bailey συνοψίζει το επιχείρημά του ως εξής.
Το φυσικό νόημα της επιβολής, που αποδόθηκε σε λειτουργίες των αισθήσεων ή του νου, είναι: «προβολή (πάνω σε-)», και έτσι «προσοχή (σε-)», και -αν προσθέσουμε και το αποτέλεσμα- «σύλληψη», ακόμη και «θέαση». (2) 0 Επίκουρος, σε αρκετά κρίσιμα χωρία, υπαινίσσεται την επιβολήν των αισθήσεων ως «αντίληψη» δια της «προσήλωσης του βλέμματος», σε αντίθεση με το παθητικό κοίταγμα. (3) Η επιβολή τής διανοίας αντιστοιχεί ακριβώς σ’ αυτό και σημαίνει, πρώτον, την άμεση σύλληψη, μέσω της νοητιχής προσήλωσης, ορισμένων λεπτών «ειδώλων» -υπερβολικά λεπτών για να τα συλλάβουν οι αισθήσεις-, και ιδιαίτερα των «ειδώλων» των θεϊκών όντων* και δεύτερον, σημαίνει την άμεση ή «ενορατική» σύλληψη εννοιών -ιδιαίτερα των «ξεκάθαρων», δηλαδή αυταπόδεικτων εννοιών της επιστημονικής σκέψης.
Για τους σκοπούς της μελέτης μας αρκεί να περιορίσουμε τη συζήτηση σε μια απλή επισήμανση του πιθανού νοήματος της έκφρασης «φανταστική επιβολή τής διάνοιας», και της σημασίας της στην τετραπλή συνταγή της αλήθειας, ανεξάρτητα αν αυτή υποστηρίχτηκε από τον ίδιο τον Επίκουρο ή μόνο από τους μαθητές του.
1. Η έκφραση αποτελείται από τρεις όρους: φανταστική (από το φαντασία/φάντασμα- εικόνα, είδωλο, παράσταση, εντύπωση), επιβολή (προσήλωση, ρίψη) και διάνοια. Αναφέρεται επομένως στις εικόνες/παραστάσεις εκείνες που συλλαμβάνονται από το νου, ανεξάρτητα, εκ πρώτης όψεως, από οποιαδήποτε ορατά πράγματα. Υπό αυτή την έννοια, είναι παρόμοιες με τις ήδη συγκροτημένες προλήψεις. Θεωρούμενες ως «διορατικές συλλήψεις του νου», οι παραστάσεις αυτές που άμεσα συνέλαβε ο νους μέσω της διόρασης, εμφανίζονται να έχουν αποδεικτική αξία ισοδύναμη με των αισθήσεων. Στην Επιστολή προς Ηρόδοτο, ο Επίκουρος επιμένει: «[κανόνας μας] είναι ότι αληθές εστιν αυτό που παρατηρούμε με τις αισθήσεις ή συλλαμβάνουμε άμεσα με τον νου (τό κατ’ επιβολήν λαμβανόμενον τή διανοία ). Οι εικόνες αυτές, ό,τι κι αν είναι, έχουν βαρύτητα και εγκυρότητα που συναγωνίζεται την εγκυρότητα των εντυπώσεων που μας δίνουν οι αισθήσεις. Είναι απλώς διαφορετικά είδη εντύπωσης. Είναι εξίσου αληθείς -και επομένως πραγματικές- με τις αισθήσεις μας. Με άλλα λόγια, παρέχουν μαρτυρία για την πραγματικότητα και τη δομή του κόσμου εξίσου αποφασιστική με την μαρτυρία που παρέχουν τα άλλα τρία κριτήρια που ρητά έθεσε ο Επίκουρος.50
2. Αυτές οι διορατικές συλλήψεις του νου μοιάζουν και, με μια έννοια, αντιστοιχούν στις πραγματικές, υπαρκτές -διότι ενεργούν ως αίτια, και προκαλούν κίνηση- παραστάσεις που παράγονται στο νου κάποιου που ονειρεύεται ή κάποιου διανοητικά διαταραγμένου – παραστάσεις εξίσου αληθείς με τις άλλες συνηθισμένες μαρτυρίες που μας παρέχουν οι αισθήσεις. 0 Επίκουρος είναι σαφής επ’ αυτού: «Ακόμη και των τρελών οι παραστάσεις (τά των μαινομενων φαντάσματα), όπως και αυτές που βλέπουμε στον ύπνο μας ([τά] κατ’ όναρ) είναι άληθεΐς, διότι προκαλούν κίνηση -δηλαδή κίνηση στο νου- ενώ το μη ον δεν προκαλεί τίποτα. Παρέχουν άμεση και μη βελτιώσιμη μαρτυρία για έναν μη προφανή, μη ορατό -αλλά, εν προκειμένω, όχι λιγότερο πραγματικό ή υλικό- κόσμο που υπάρχει δίπλα στον αισθητό, άμεσα αποκαλύψιμο κόσμο των φαινομένων. Από οντολογική άποψη, αυτός ο κόσμος ανήκει στην ίδια τάξη πραγματικότητας με τον κόσμο των φαινομένων τον οποίο βιώνει το άτομο διά των αισθήσεων και συναισθημάτων του, και τον οποίο δομεί και ταυτίζει δια των προλήψεων του. Φαίνεται, ωστόσο, ότι η διαφορά ανάμεσα στις προλήψεις (τις σταθερές έννοιες) και στις φανταστικές επιβολές της διάνοιας, έγκειται στο γεγονός ότι οι τελευταίες μπορούν να σπάσουν τα δεσμά και να αποκτήσουν μια δική τους ανεξάρτητη ύπαρξη, χωρίς αναφορά στις αισθήσεις, τα πάθη ή τις προλήψεις που μπορεί να έχουν προκαλέσει το σχηματισμό τους. Στο μέτρο που μπορεί αυτό να συμβαίνει, τέτοιες παραστάσεις που σχηματίζονται στο νου θα πρέπει να ελέγχονται με τον εμπειρικό τρόπο της «επιστημονικής εικασίας και ανασκευής» που ήδη έθεσε ρητά και με σαφήνεια ο Επίκουρος. Με άλλα λόγια, θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως υποθέσεις που, αναντίρρητα, αφορούν στην πραγματικότητα, μα που ωστόσο επιδέχονται επιβεβαίωση ή μη επιβεβαίωση – αν και ο Επίκουρος πουθενά δεν υποστηρίζει ξεκάθαρα κάτι τέτοιο. Και μάλιστα επιμένει, όπως έχουμε δει, ότι η εγκυρότητα της μαρτυρίας που παρέχει ο νους συν αγωνίζεται την εγκυρότητα της μαρτυρίας των αισθήσεων. Φαίνεται λοιπόν να ισχύει ο ίδιος υπό όρους χειρισμός και των δύο τύπων κριτηρίων: τόσο η βάση (αισθητηριακή αντίληψη /εντύπωση και συναίσθημα/συγκίνηση) όσο και το εποικοδόμημα {πρόληφιςί«διορατική σύλληψη του νου») της γνωσιολογίας του Επίκουρου απαιτούν εμπειρική επικύρωση.
3. Τέλος, πρέπει να τονιστεί ότι οι φανταστικού επιβολαί τής διάνοιας είναι κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, προϊόντα της διανοίας. Ανήκουν σ’ ένα είδος της ανεξάρτητης δραστηριότητας που χαρακτηρίζεται από δικό της τρόπο λειτουργίας. Σ’ αυτά τα συμφραζόμενα ο ρόλος της γλώσσας γίνεται αμφίβολος και παραγνωρίζεται μια σειρά γνωσιολογικών προβλημάτων. Εντούτοις, είναι σαφές ότι αυτές οι «διορατικές συλλήψεις του νου» ξανοίγουν σε ένα κόσμο νοήματος που προηγουμένως απούσιαζε από το επικούρειο σύστημα. Εισάγουν μια διάσταση που προσιδιάζει στην ίδια την σκέψη, και είναι τελικά απαραίτητες για οποιοδήποτε θεωρητικό εγχείρημα – μια διάσταση που δεν θα μπορούσε να έχει απαλειφθεί ακόμη και από τη θετικιστική, ή καλύτερα, υλιστική γνωσιολογία του Επίκουρου. Σε τελική ανάλυση, η υλική παραγωγή της συνείδησης πρέπει κατ’ ανάγκη να παραμείνει ασαφής. Η ασάφεια της ορολογίας του Επίκουρου μαρτυρεί τα προβλήματα που υφίστανται, προβλήματα που και σήμερα ακόμη συζητούνται και παραμένουν άλυτα. Το γνωσιοθεωρητικό εποικοδόμημά του τα αφήνει ανοιχτά, διάσπαρτο καθώς είναι με εννοιολογικές νάρκες.
Για να συνοψίσουμε, λοιπόν: ο τετραπλός τύπος ή τα κριτήρια τής αλήθειας —οι αισθήσεις, τα πάθη, οι προλήφεις και οι φανταστικαι επιβολαί τής διανοίας- ορίζουν το κατάλληλο γνωσιοθεωρητικό πεδίο για το επικούρειο οντολογικό όραμα. Α
υτά τα κριτήρια είναι τόσο αξεδιάλυτα δεμένα με την επικούρεια άποψη περί της πραγματικότητας ως φαινομένου, ώστε συχνά είναι αδύνατο να πούμε πού τελειώνει η υλιστική/ατομική θεωρία της φύσης και πού αρχίζει η θετικιστική θεωρία της γνώσης. Επιχείρησα να δείξω ότι το τετραπλό κριτήριο εμπεριέχει εκείνα ακριβώς τα στοιχεία που είναι απολύτως απαραίτητα για την σκιαγράφηση του επικούρειου οράματος του κόσμου και, ταυτόχρονα, τις διαδικασίες επαλήθευσης ή επικύρωσης που θα επέτρεπαν μια σαφή, συνεκτική και μη α- νασκευάσιμη -έστω και μερική- αναπαράσταση αυτού του κόσμου με όρους αισθητηριακών εμπειριών, συναισθημάτων, εννοιών και νοητικών εικόνων.
Η ανάλυση έχει επιβεβαιώσει τον ισχυρισμό ότι μια φιλοσοφική ανασύνθεση με τον τρόπο της «νοηματικής επιλεκτικότητας» είναι η πιο κατάλληλη για μια τέτοια προσπάθεια. Ο εκλεκτικός και ελλειπτικός, κι ωστόσο συστηματικός τρόπος σκέψης του Επίκουρου όχι μόνον επιτρέπει, αλλά απαιτεί μια τέτοια προσέγγιση. Η πραγματικότητα ως φαινόμενο και το φαινόμενο ως πραγματικότητα -θεμελιώδες αξίωμα της Επικούρειας σκέψης-, δείξαμε ότι ενέχει πλήθος οντολογικών προϋποθέσεων και γνωσιολογικών συνεπειών. Μόνο σε ένα τέτοιο πλαίσιο φανερώνονται οι δυνατότητες αλλά και τα όρια της γνώσης του κόσμου και, τελικά, του εαυτού μας.
Σ’ αυτά τα συμφραζόμενα, η φυσική γλώσσα (η αποκρυστάλλωση -σε λέξεις, ονομασίες, όρους, έννοιες και, τελικά, λογικές κατασκευές- των άμεσα διαθέσιμων παραστάσεων και συναισθημάτων, μέσω της μνήμης), παρέχει τον αναγκαίο σύνδεσμο ανάμεσα σε ό,τι έχω ονομάσει «υποδομή» και «εποικοδόμημα» του οντογνωσιολογικού συστήματος του Επίκουρου. Η φυσική γλώσσα εγγυάται την συγκρότηση ενός κόσμου συνεκτικού, ανθεκτικού στο χρόνο, ενός κόσμου που αναδύεται μέσα από τις εκ πρώτης όψεως ασύνδετες, ασυνεχείς, εύθραυστες και φθαρτές εντυπώσεις του υποκειμένου. Η φυσική γλώσσα αντικειμενοποιεί, θα έλεγε κανείς, με έναν επαληθεύσιμο τρόπο αυτές τις εντυπώσεις. Κατά συνέπεια, στην επικούρεια οντολογία η φυσική γλώσσα γίνεται ο τόπος όπου το «υποκειμενικό» και το «αντικειμενικό» των δυϊστών συμπίπτουν για να σχηματίσουν ένα όλον. Το υποκείμενο μετατρέπεται σε αντικείμενο και αντιστρόφως. Η φυσική γλώσσα δείχνει πώς και σε ποια έκταση είναι δυνατή η υλική παραγωγή συνείδησης.
Με έναν ιδιόμορφο και λιτό τρόπο ο Επίκουρος επιστρέφει στους Προσωκρατικούς, και πιστός στο πνεύμα τους επανερμηνεύει το δυαδισμό ύλης-πνεύματος. Αποδίδει υλικές ποιότητες στο νου, αν όχι πνευματικές ποιότητες στήν ύλη – αφού αυτή η διχοτόμηση έχει ήδη αποκλειστεί από την υλιστική οντολογία. Και μάλιστα τολμά να προτείνει αυτή την ανορθόδοξη, έως και εικονοκλαστική -αν όχι τελείως αιρετική— επιστροφή στην αδιαφανή πραγματικότητα της φύσεως των Προσωκρατικών μέσα από μια συνειδητή, καθ’ όλα συνειδητή θα λέγαμε, αναδιατύπωση της ατομικής θεωρίας του Δημόκριτου. Απ’ όσο γνωρίζω, το εγχείρημά του δεν έχει προηγούμενο, και οι συνέπειες είναι μοναδικές στην ιστορία της αρχαίας φιλοσοφίας.
Ο κεντρικός πυρήνας, το κύριο μέλημα του Επίκουρου είναι, όπως έχει ειπωθεί, το άτομο στην ιστορικότητά του: το φυσικό ανθρώπινο άτομο στο φυσικό του περιβάλλον. Συνεπώς το πρωταρχικό μέλημα του φιλοσόφου είναι βαθιά σωκρατικό. Ο λόγος του, ωστόσο, ο τρόπος σκέψης του, το ίδιο του το όραμα του φυσικού κόσμου, μας επαναφέρουν σε έναν προσωκρατικό κόσμο. Η συνένωση, η συγχώνευση αυτών των δύο όψεων, ή μάλλον κοσμοαντιλήψεων, αποτελεί τη σημαντικότερη και πιο πρωτότυπη συμβολή του Επίκουρου στο χώρο της αρχαίας φιλοσοφίας.
Η στεγνή και τεχνική γλώσσα του, ο ελλειπτικός χαρακτήρας της σκέψης του και οι αρνητικές προκαταλήψεις που συχνά ταλαιπώρησαν ακόμη και τους πιο ευνοϊκά διακείμενους μελετητές και σχολιαστές του, μας εμπόδισαν να συλλάβουμε αυτή την εξαιρετικά ουσιώδη συνεισφορά. Σε όσα ακολουθούν θα προσπαθήσω να περιγράψω τους άξονες αυτής της πρωτότυπης κοσμοαντίληψης και να εκθέσω, στο μέτρο του δυνατού, τις συνέπειές της για την ουμανιστική φιλοσοφία στο ιστορικό πλαίσιο του αρχαίου κόσμου.
Πηγή