- Είχε ξεκινήσει για τη Θεσσαλονίκη με 2.000 ευρώ για χειρουργική επέμβαση
- Η μοιραία στάση στο σπίτι στην Αλιστράτη Σερρών
- Ποια είναι η τραγική ιστορία ζωής του 37χρονου
“Ο Βασίλης ήταν ο το μοναχοπαίδι μιας από τις καλύτερες και πιο ευκατάστατες οικογένειες του χωριού μας. Όλα τα είχε στη ζωή του: χρήματα, αγάπη, νοιάξιμο, προσοχή. Κανείς δεν ξέρει ωστόσο το αδιέξοδο, το κενό που δέσποζε στην ψυχή του”. Αυτά είναι τα λόγια των κατοίκων του χωριού Προσοτσάνη Δράμας, κάτι σαν μεταθανάτιος αντίλαλος μιας ιστορίας που ξεκίνησε να γράφεται πριν από 37 χρόνια για να επισφραγιστεί με τον πιο τραγικό επίλογο...
Τα χρόνια στη Γερμανία και το τραγικό τροχαίο
Σχεδόν τέσσερις δεκαετίες πριν, ένα ζευγάρι με καταγωγή από την Προσοτσάνη _ μία κωμόπολη 15 χλμ έξω από τη Δράμα _ που ζει και εργάζεται στη Γερμανία κρατά στα χέρια του ένα μωρό, τον Βασίλη. Ο Ρίζος Μελενικλής και η Αναστασία Τσακάλη έχουν κατακτήσει όλα όσα ονειρεύεται κάποιος: μία καλή δουλειά, ένα ωραίο σπίτι κι ένα παιδί για το οποίο κάνουν μεγάλα σχέδια κι ακόμη μεγαλύτερα όνειρα. Τίποτα και κανείς δεν μοιάζουν ικανά να ραγίσουν το γυαλί της οικογενειακής ευτυχίας τους μέχρι τη στιγμή που ένα μοιραίο γεγονός το μετατρέπει σε κομμάτια. Είναι Ιούλιος του '81 όταν η οικογένεια Μελενικλή μαζί με εκείνη του αδελφού της Αναστασίας, Αποστόλη, αποφασίζουν να έρθουν στην Ελλάδα για διακοπές και συγκεκριμένα στον τόπο καταγωγής τους, την Προσοτσάνη. Αυτό θα είναι το τελευταίο ταξίδι για τον Ρίζο Μελενικλή και τον Αποστόλη Τσακάλη. Ένα τροχαίο στα “Μάρμαρα του Σκαρή”, ένα “θανατηφόρο” οδικό σημείο στα σύνορα Δράμας-Καβάλας, τους κόβει το νήμα της ζωής σκορπώντας ανείπωτο πόνο στις οικογένειές τους.
Η Αναστασία και ο γιος της Βασίλης σώζονται από θαύμα, μητέρα και παιδί είναι πλέον μόνοι τους στο δρόμο της επιστροφής για τη Γερμανία. Τα χρόνια περνούν με την Ελένη να προσφέρει ό,τι καλύτερο μπορεί στον μοναχογιό της, ένα ιδιαίτερο ευαίσθητο, σχεδόν εύθραυστο παιδί. Το τελευταίο δεν μοιάζει ωστόσο να είναι καλά και στα χρόνια της εφηβείας μπλέκει με παρέες που αντλούν χαρά μέσα από το σύμπαν των παραισθήσεων. Η Ελένη το καταλαβαίνει, τον βοηθάει όπως και όσο μπορεί, μέσα της πιστεύει ότι αυτό το κακό είναι θέμα χρόνου να ξεπεραστεί. Ο Βασίλης, πηγαίνει φαντάρος και σύμφωνα με τους κατοίκους εισάγεται σε κάποιο ΤΕΙ της Καβάλας: “Εκεί πρέπει να έμπλεξε άσχημα το παιδί με ουσίες”, λέει κάτοικος της Προσοτσάνης και συνεχίζει: “Η μητέρα του, του είχε νοικιάσει ένα σπίτι στην Καβάλα, ο Βασίλης ωστόσο μοίραζε το χρόνο του ανάμεσα στην πόλη και το χωριό μένοντας για μεγάλα διαστήματα στο σπίτι της γιαγιάς του, μητέρα του πατέρα του. Εδώ, όλοι βλέπαμε ότι κάτι δεν πηγαίνει καλά με το παιδί. Ήταν πολύ αδύνατο, σχεδόν στεγνό, και πολλές φορές έμοιαζε χαμένο σε έναν άλλον κόσμο. Η μητέρα του, το κατάλαβε πολύ γρήγορα και τον πήρε ξανά μαζί της, πίσω στην Γερμανία. Εκεί, σύμφωνα με τα όσα ακούγονται, τον έβαλε σε κάποιο κέντρο αποκατάστασης και ο Βασίλης “καθάρισε”. Ωστόσο, όταν βγήκε από το κέντρο δεν ήθελε με τίποτα να μείνει στη Γερμανία, το όνειρό του ήταν να επιστρέψει και να ζήσει στην Ελλάδα. Λάθος του. Εδώ ξαναέμπλεξε, ξανακύλησε και τίποτα δεν στάθηκε αρκετό για να τον επαναφέρει. Ούτε καν ο έρωτας...”
Ο έρωτας με μία γυναίκα 20 χρόνια μεγαλύτερη και το μοιραίο τέλος
Κοινό μυστικό στην κωμόπολη της Προσοτσάνης, η εξάρτησή του Βασίλη από τα ναρκωτικά, κοινό μυστικό και ο έρωτάς του με μία συντοπίτισσα του, δύο σχεδόν δεκαετίες μεγαλύτερη από εκείνον: “Ήταν πριν από λίγα χρόνια όταν μία συγχωριανή μας, παντρεμένη και καθηγήτρια στο επάγγελμα παράτησε άνδρα και παιδιά προκειμένου να ζήσει με τον Βασίλη. Τον ερωτεύτηκε τρελά, το ίδιο κι εκείνος, και οι δυο τους ζούσαν στον ένα όροφο του σπιτιού της γιαγιάς του. Σούσουρο έγινε στο χωριό αλλά κανείς δεν μπόρεσε να τους χαλάσει το όνειρο”, λέει κάτοικος της περιοχής και συνεχίζει: “Στην αρχή της σχέσης τους όλοι πιστεύαμε ότι μέσα από αυτόν τον έρωτα, ο Βασίλης θα μπορούσε να πατήσει ξανά τα πόδια του στη γη. Να ξεφύγει από τα ναρκωτικά, να γίνει καλά. Δεν έγινε. Πολλές φορές χανόταν για μέρες ολόκληρες στην Καβάλα, γυρνούσε, ξαναέφευγε, ξαναγυρνούσε, η σχέση του κρεμόταν από μία κλωστή όπως ακριβώς και η ζωή του. Όλοι έβλεπαν ότι ο Βασίλης χειροτέρευε, η γιαγιά του υπέφερε, η μητέρα του “πέθαινε”, κανείς δεν μπορούσε να κάνει κάτι. Ήταν πλέον μεγάλος άνδρας και υπεύθυνος για τις πράξεις του...”
Το περασμένο φθινόπωρο, ο Βασίλης τραυματίζεται σε τροχαίο και βάζει λάμες στο χέρι του. Οι γιατροί τού λένε ότι θα πρέπει να προσέχει την υγεία του, πως το επικείμενο χειρουργείο απαιτεί έναν υγιή οργανισμό. Εκείνος, δεν μοιάζει να συνειδητοποιεί τα λεγόμενά τους συνεχίζοντας την ίδια αυτοκαταστροφική πορεία. Στις αρχές Απριλίου, ζητάει από τη γιαγιά του το ποσό των 2000 ευρώ προκειμένου να κάνει μία επέμβαση στο χέρι σε νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης. Η γιαγιά του, του τα δίνει παρακαλώντας τον να πάει κι εκείνη μαζί του, να μην είναι μόνος σ' αυτό το ταξίδι. Εκείνος αρνείται. Την Μεγάλη Τρίτη, 3 Απριλίου, τα ίχνη του χάνονται. Ο Βασίλης δεν έχει πάει ποτέ στο προγραμματισμένο ραντεβού, κανείς δεν γνωρίζει πού βρίσκεται και τι του συμβαίνει. Σημαίνει Silver Alert, η αστυνομία τον αναζητά, οι δικοί του απευθύνονται στην Αγγελική Νικολούλη, ένας ταξιτζής τηλεφωνεί στην εκπομπή λέγοντας: “Τον θυμάμαι τον νεαρό, τον πήγα με το ταξί μου σ' ένα σπίτι στην Αλιστράτη Σερρών. Λίγο πριν κατέβει από το αυτοκίνητο μιλούσε στο τηλέφωνο με κάποιον άνδρα...”.
Οι έρευνες επικεντρώνονται στο συγκεκριμένο σημείο, η εξαιρετική ρεπόρτερ δεν αργεί να “παγιδεύσει” δύο αδέλφια τα οποία πέφτουν σε αντιφάσεις και ανακρίβειες. Ο Βασίλης είναι εκεί. Θαμμένος στην αυλή τους, για δύο σχεδόν μήνες, θύμα λάθος επιλογών, έρμαιο καταστροφικών εξαρτήσεων: “Δεν πειράξαμε τον Βασίλη. Κάναμε μαζί χρήση ναρκωτικών και ο Βασίλης πέθανε πάνω στη χρήση. Μετά, τον θάψαμε με τον αδελφό μου στην αυλή του σπιτιού...”, φέρεται να ισχυρίστηκε στην προανακριτική ομολογία το ένα από τα δύο αδέλφια στην αυλή των οποίων βρέθηκε το πτώμα του άτυχου άνδρα. Μία ομολογία, σε κοινή τροχιά με τα ευρήματα του ιατροδικαστή κ. Νίκου Κιφνίδη: “Ο 37χρονος δεν φέρει καμία κάκωση, ούτε γρατσουνιά. Το γεγονός ότι βρέθηκε στο χέρι του σύριγγα όπως αυτή που χρησιμοποιούν οι διαβητικοί για χρήση ινσουλίνης, παραπέμπει σε τοξικομανή. Με αυτές τις σύριγγες κάνουν χρήση ηρωίνης, όμως η ακριβής αιτία θανάτου, θα προκύψει μετά το τέλος των τοξικολογικών εξετάσεων. Πάντως δεν έχουμε κανένα ίχνος εγκληματικής ενέργειας”
Ο ψηλόλιγνος άνδρας με το θλιμμένο βλέμμα που άφησε τα πάντα για να καταλήξει στο τίποτα είναι ο μοναδικός μάρτυρας των ψυχολογικών αδιεξόδων που τον οδήγησαν στην τραγική αυτή κατάληξη, ενδεχομένως και ο μοναδικός δημιουργός της. Ένας άνθρωπος που δεν μπόρεσε να καταλάβει πως κάποιες φορές οι “φίλοι” είναι εχθροί, η “δοσοληψία” θάνατος και ο “παράδεισος” κόλαση...