μπορεί να αυξάνει τον κίνδυνο θανάτου από καρδιοπάθεια, υποστηρίζουν επιστήμονες από τη Σουηδία.
Οι ερευνητές εξέτασαν τις διατροφικές συνήθειες περισσότερων από 100.000 εθελοντών και παρακολούθησαν επί χρόνια την πορεία της υγείας τους, διαπιστώνοντας πως όσοι έπιναν πάρα πολύ γάλα δεν είχαν λιγότερες πιθανότητες να υποστούν κατάγματα σε σύγκριση με όσους δεν υπερέβαιναν το ένα ποτήρι την ημέρα.
Μάλιστα, ειδικά στις γυναίκες η υπερκατανάλωση του γάλακτος συσχετίσθηκε με αυξημένο κίνδυνο κατάγματος του ισχίου.
Ακόμα πιο εκπληκτικό, όμως, είναι το εύρημα πως όσοι έπιναν πάνω από 3 ποτήρια γάλα την ημέρα (κατά μέσον όρο 680 ml γάλακτος), είχαν περισσότερες πιθανότητες να χάσουν τη ζωή τους στη διάρκεια της μελέτης που ήταν 20 χρόνια για τις 61.433 εθελόντριες και 11 χρόνια για τους 45.339 εθελοντές.
Και πάλι, ο κίνδυνος αυτός ήταν μεγαλύτερος στις γυναίκες, οι οποίες είχαν σχεδόν διπλάσιες πιθανότητες να χάσουν τη ζωή τους, κυρίως από καρδιοπάθεια.
Αν και όλ’ αυτά ακούγονται πολύ ανησυχητικά - γράφει η βρετανική εφημερίδα «Independent» - υπάρχουν μερικά «ψιλά γράμματα» σε αυτή τη μελέτη τα οποία επισημαίνουν και οι ίδιοι οι ερευνητές από το Πανεπιστήμιο της Uppsala, με επικεφαλής τον καθηγητή Ιατρικής Επιδημιολογίας δρα Καρλ Μίκαελσον.
Κατ’ αρχήν, κατά την έναρξή της οι γυναίκες που συμμετείχαν είχαν ηλικία 39 έως 74 ετών και οι άντρες 45 έως 79 ετών. Συνεπώς, δεν πρέπει να προκαλεί και τόση έκπληξη το γεγονός ότι πολλοί είχαν πεθάνει 20 και 11 χρόνια αργότερα αντιστοίχως.
Επιπλέον, η συγκεκριμένη ερευνητική εργασία είναι μία «μελέτη παρατήρησης», δηλαδή το είδος της κλινικής μελέτης κατά το οποίο συγκρίνονται οι απαντήσεις που δίνουν οι εθελοντές σε κάποια ερωτηματολόγια με τους ιατρικούς φακέλους τους.
Η «αυτοαναφορά», όμως, μπορεί να μην είναι εντελώς ακριβής, ενώ αυτού του είδους οι συγκρίσεις απλώς αποκαλύπτουν συσχετίσεις και όχι σχέσεις αιτίας-αποτελέσματος.
Επιπλέον, οι καθημερινές, μικρές ποσότητες γάλακτος (έως ένα ποτήρι) δεν φάνηκε να είναι ανθυγιεινές - ούτε και η κατανάλωση άλλων γαλακτοκομικών.
Όλ’ αυτά σημαίνουν πως τα νέα ευρήματα δεν αποδεικνύουν ότι το γάλα προκαλεί κατάγματα και καρδιοπάθεια. Ωστόσο, «ασφαλώς το όλο θέμα αξίζει να διερευνηθεί περαιτέρω, για να ξεκαθαριστεί αν και τι ρόλο παίζει το γάλα στον κίνδυνο θανάτου», κατά την δρα Κάθριν-Μέρι Σκούλινγκ, καθηγήτρια στο Τμήμα Επιδημιολογίας & Βιοστατιστικής του Πανεπιστημίου της Πόλης της Νέας Υόρκης (CUNY).
Οι ισχύουσες διατροφικές οδηγίες για γερά οστά συνιστούν καθημερινή κατανάλωση περίπου τριών μερίδων γαλακτοκομικών προϊόντων. Μία μερίδα ισούται με ένα ποτήρι γάλα ή με 30 γραμμάρια κίτρινο τυρί ή με ένα γιαούρτι των 250 ml.
Όπως γράφουν οι ερευνητές στην «Βρετανική Ιατρική Επιθεώρηση» (BMJ), η συσχέτιση που παρατήρησαν ενδέχεται να εξηγείται από τα υψηλά επίπεδα λακτόζης και γαλακτόζης (είναι δύο είδη σακχάρων) που υπάρχουν στο γάλα.
Μελέτες σε ζώα έχουν δείξει πως τα σάκχαρα αυτά αυξάνουν το οξειδωτικό στρες και τη χρόνια φλεγμονή - και η φλεγμονή αποτελεί γενεσιουργό αιτία σε πολλά νοσήματα, συμπεριλαμβανομένης της καρδιοπάθειας.
Οι ερευνητές γράφουν ακόμα πως δεν είναι η πρώτη φορά που αμφισβητείται η αξία του γάλακτος για την προστασία από τα κατάγματα, ούτε η πρώτη φορά που η κατανάλωσή του συσχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο θανάτου.
Ωστόσο οι έως τώρα μελέτες για το όλο θέμα έχουν αντικρουόμενα ευρήματα - και η νέα μελέτη δεν παρέχει οριστική απάντηση, συνεπώς τα ευρήματά της «πρέπει να ερμηνευθούν με προσοχή», καταλήγουν.