έχει πιστοποιήσει πέραν πάσης αμφιβολίας τη σταθερότητα των ευρωπαϊκών τραπεζών, ο επίτροπος Οικονομικών Υποθέσεων, Όλι Ρεν, παραδέχθηκε χθες εμμέσως πλην σαφώς, ότι οι Βρυξέλλες δεν εφησυχάζουν, αλλά οχυρώνονται απέναντι στην κίνδυνο μιας βαρύτερης τραπεζικής κρίσης!
Στο δημόσιο «διάλογο» που έχουν ανοίξει οι ευρωπαϊκές αρχές με τις τράπεζες και τις αγορές είναι γνωστό ότι έχει τεθεί από καιρό ένα «αίτημα» των αγορών για ακόμη περισσότερες κρατικές ενισχύσεις κεφαλαίων στις τράπεζες, σε περίπτωση που αυτό κριθεί απαραίτητο και είναι αδύνατη η άντλησή τους από τα χρηματιστήρια.
Μάλιστα, από αρκετούς αναλυτές έχει υποστηριχθεί δημόσια, ότι το περιβόητο «πακέτο» των 750 δις. ευρώ, που έχει «μπει στην άκρη» για τη χρηματοδότηση των αδύναμων κρατών της Ευρωζώνης, καλό θα ήταν, για να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη, να δηλωθεί εκ των προτέρων, ότι μπορεί να αξιοποιηθεί και για κεφαλαιακές ενισχύσεις τραπεζών, σε μια άνευ προηγούμενου –για τα δεδομένα της Ευρώπης, αφού στις ΗΠΑ κάτι αντίστοιχο έχει ήδη συμβεί- μεταφορά χρέους από τον ιδιωτικό στο δημόσιο τομέα, δηλαδή στους φορολογούμενους πολίτες.
Ως τώρα, οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι αρνούνταν να ικανοποιήσουν ρητά αυτό το αίτημα, αφήνοντας αναπάντητο το ερώτημα «ποιος είναι τελικά στην Ευρώπη ο κεφαλαιούχος εσχάτης καταφυγής, αν χρειασθεί να καλυφθούν απρόβλεπτες “τρύπες” στους τραπεζικούς ισολογισμούς» και αφήνοντας, έτσι, τα σύννεφα να σκιάζουν τον ορίζοντα των προσπαθειών σταθεροποίησης της ευρωπαϊκής οικονομίας.
Όχι πια: από χθες ο Όλι Ρεν έγινε ο πρώτος αξιωματούχος της Ευρωζώνης, που δήλωσε, ότι το «αίτημα» των αγορών έχει ήδη γίνει δεκτό:
n Τα 750 δις. ευρώ του «πακέτου» στήριξης των αδύναμων οικονομιών, εφόσον το ζητήσουν και δεχθούν να υποβληθούν σε σκληρά σταθεροποιητικά προγράμματα α λα ελληνικά, ο Ρεν ξεκαθάρισε, ότι μπορούν να αξιοποιηθούν για κεφαλαιακές ενισχύσεις τραπεζών.
n Σαν τελευταίο καταφύγιο, προκειμένου να αντιμετωπίσουν πιέσεις στα τραπεζικά τους συστήματα, τόνισε ο Ρεν, οι κυβερνήσεις θα έχουν τη δυνατότητα να δημιουργούν ελλείμματα, για να προσφέρουν στήριξη στις τράπεζες και, ακολούθως, να τα καλύπτουν με δανεισμό από τα 750 δις. ευρώ του «πακέτου».
n Ουσιαστικά, με τις δηλώσεις αυτές περιγράφεται, έστω με ασάφεια και αρκετά κενά, μια νέα διαδικασία έκτακτης ανάγκης, για την κάλυψη των ανοιγμάτων των ευρωπαϊκών τραπεζών, παρότι μόλις πριν από ένα μήνα η φάρσα των τεστ αντοχής είχε οδηγήσει στο αλλόκοτο συμπέρασμα, ότι για να οχυρωθούν οι τράπεζες απέναντι στα χειρότερα σενάρια για την οικονομία χρειάζονταν μόνο 3,5 δις. ευρώ πρόσθετων κεφαλαίων.
Δεν είναι, ίσως, τυχαίο, ότι αυτές οι δηλώσεις έγιναν προληπτικά από τον κοινοτικό επίτροπο, σε μια στιγμή ακραίας επιδείνωσης των συνθηκών στις αγορές, μετά τα δύο «χαστούκια» από τις ΗΠΑ, υπό τη μορφή των απογοητευτικών στοιχείων για την ανεργία της περασμένης εβδομάδας και των ακόμη χειρότερων χθεσινών στοιχείων για το ρεκόρ… βουτιάς στις αγοραπωλησίες ακινήτων –πρόκειται για τη χειρότερη καταγραφή της δεκαετίας, από τότε δηλαδή που άρχισαν να τηρούνται καταγραφές στοιχείων στις ΗΠΑ με τη σημερινή μεθοδολογία.
Τα κύματα αποστροφής στον κίνδυνο που σήκωσαν τα νέα στοιχεία από τις ΗΠΑ στη διεθνή επενδυτική κοινότητα προκάλεσαν έντονη ανησυχία χθες στην Φραγκφούρτη και τις Βρυξέλλες, καθώς σημειώθηκαν τεράστιες εισροές κεφαλαίων στα γερμανικά ομόλογα (ένδειξη κλίματος ανασφάλειας), αλλά και –το χειρότερο- μαζική φυγή κεφαλαίων από ευρωπαϊκές τράπεζες, κυρίως γερμανικές, προς το ασφαλές καταφύγιο της Ελβετίας.
Αποτέλεσμα ήταν να υποχωρήσει το ευρώ σε νέο χαμηλό ρεκόρ έναντι του ελβετικού φράγκου (πολύ κοντά στο 1,30) και να δημιουργηθούν εκ νέου ανησυχίες για την εμπιστοσύνη και τις συνθήκες ρευστότητας στο ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα, που αναπόφευκτα θα έφερναν στα χείλη των αναλυτών το αγωνιώδες ερώτημα, που σχετίζεται με τη δυνατότητα κάλυψης κεφαλαιακών ανοιγμάτων του τραπεζικού συστήματος.
Η απάντηση που έσπευσε να δώσει ο Ρεν πριν καν τεθεί το ερώτημα είναι ενδεικτική της προσπάθειας των Ευρωπαίων να προλάβουν εν τη γενέσει μια νέα φάση αμφισβήτησης της σταθερότητας του τραπεζικού συστήματος από τις αγορές. Ωστόσο, δεν ηχεί αρκετά πειστικά και εγείρει αρκετά πρόσθετα ερωτήματα για τις «λεπτομέρειες» της διαδικασίας ενίσχυσης των τραπεζών από τις κυβερνήσεις, όπως την περιέγραψε σε αδρές γραμμές ο κοινοτικός επίτροπος:
n Κατ’ αρχάς, είναι γνωστό ως τώρα, ότι για να αντλήσει μια χώρα κεφάλαια από το «πακέτο» των 750 δις. ευρώ θα πρέπει να προηγηθεί μια αρκετά δύσκολη διαδικασία, που εν πολλοίς θα είναι όμοια με αυτή που ακολουθήθηκε για τη ν έγκριση χρηματοδότησης της Ελλάδας.
n Αν αυτό το μοντέλο μεταφερθεί σε ένα περιβάλλον τραπεζικής κρίσης σε μια αδύναμη οικονομία της Ευρωζώνης, είναι προφανές ότι δημιουργεί σοβαρά προβλήματα: αν υποτεθεί ότι η κυβέρνηση αυτής της υποθετικής χώρας έχει λίγα 24ωρα, ή έστω λίγες εβδομάδες στη διάθεσή της, για να σώσει από την κατάρρευση μια μεγάλη τράπεζα και να αποτρέψει μια σοβαρή κρίση, είναι απορίας άξιο πώς θα πάρει το θάρρος να καλύψει με νέα ελλείμματα από τον προϋπολογισμό της την «τρύπα» της τράπεζας, περιμένοντας μετά να διαπραγματευθεί μια συμφωνία χρηματοδότησης από το ευρωπαϊκό «πακέτο».
n Τι θα γίνει, για παράδειγμα, αν η εμπλεκόμενη κυβέρνηση και οι άλλες κυβερνήσεις της Ευρωζώνης εμπλακούν σε μια από τις συνήθεις ευρωπαϊκές πολιτικές κρίσεις, κατά τη διάρκεια αυτής της διαπραγμάτευσης; Ποιος θα εγγυηθεί ως τότε στις αγορές για τη σταθερότητα της οικονομίας της κυβέρνησης που ζητά βοήθεια; Πώς αυτή η αβεβαιότητα, έστω και για λίγες ημέρες, δεν θα αξιοποιηθεί κατάλληλα από τους διεθνείς κερδοσκόπους, για ένα νέο γύρο πιέσεων στα ομόλογα της κυβέρνησης που θα βρίσκεται σε αδύναμη θέση, διαπραγματευόμενη χρηματοδότηση, με πιθανότητα μετάδοσης και σε άλλες ασθενείς οικονομίες;
n Ακόμη και αν όλα πάνε καλά σε αυτό το στάδιο, ποιος θα εγγυηθεί στις αγορές για την πολιτική σταθερότητα στη χώρα που θα υποχρεωθεί να λάβει οδυνηρά μέτρα λιτότητας, για να ξεπληρώσει μια ευρωπαϊκή χρηματοδότηση, η οποία θα έχει αντληθεί για να σωθεί μία ή και περισσότερες τράπεζες; Αυτονόητο είναι, ότι μια κυβέρνηση που θα εμφανισθεί να υποβάλλει σε σοβαρές θυσίες τον πληθυσμό της, για να χρηματοδοτήσει τράπεζες, θα έχει πολύ λίγες πιθανότητες στις σημερινές συνθήκες αναβρασμού στην Ευρώπη να αποφύγει μια οξεία πολιτική και κοινωνική κρίση, με αρνητική αντανάκλαση στις αγορές.
Με άλλα λόγια, η διαδικασία έκτακτης ανάγκης που φαίνεται να προτείνει ο Ρεν για την αποσόβηση μιας τραπεζικής κρίσης σε χώρα μέλος της Ευρωζώνης ίσως να δημιουργήσει στην πράξη περισσότερα προβλήματα από όσα θα λύσει πρόσκαιρα. Ορισμένοι αναλυτές έχουν υποστηρίξει στο παρελθόν –και η άποψη αυτή έχει υποστηρικτές στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, που θα συγχρηματοδοτήσει το «πακέτο» των 750 δις. ευρώ-, ότι η Ευρωζώνη χρειάζεται το δικό της Trouble Asset Relief Program (TARP), στα πρότυπα του αμερικανικού σχεδίου «ανακούφισης» των τραπεζών από τα προβληματικά στοιχεία του ενεργητικού της, με έξοδα των φορολογουμένων.
Η λύση αυτή θεωρείται περισσότερο «καθαρή» για τις αγορές (έστω και αν θα συναντήσει αντιδράσεις από την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη), καθώς θα γνωρίζουν εκ των προτέρων ότι υπάρχει ένα ειδικό ταμείο με συγκεκριμένο ύψος διαθέσιμων κεφαλαίων, για να αντιμετωπίσει άμεσα και αποτελεσματικά όποια προβλήματα εμφανισθούν στους ισολογισμούς των τραπεζών. Αντίθετα, η διαδικασία που προτείνει τώρα η Κομισιόν έχει υψηλό βαθμό αβεβαιότητας και, ως γνωστόν, η αβεβαιότητα είναι ο χειρότερος εχθρός των αγορών. Γι’ αυτό και δεν πρέπει να αποκλείεται ένας νέος γύρος πιέσεων από τις αγορές στην Ευρωζώνη, ώστε να υποχρεωθούν οι κυβερνήσεις να δώσουν μια πιο «καθαρή» λύση…
Πηγή: banksnews.gr