Που γεύονται σάρκες μεταλλαγμένες
Που βουτάνε τη μπουκιά τους σε παλιόλαδα
Που μασάνε τους καρπούς της γης ποτισμένους με δηλητήρια
Που πίνουν βρώμικα νερά
Που κολυμπάνε σε μολυσμένες θάλασσες
Που ανασαίνουν αέρα δηλητήριο.
Που ζουν μέσα στο τσιμέντο και δεν ένοιωσαν ποτέ τη μυρουδιά της φύσης
Που δεν κοιμήθηκαν κάτω από δέντρο με τη δροσιά από τα φύλλα να στάζει στο πρωινό ξύπνημα.
Που δεν σκαρφάλωσαν ποτέ να ξετρυπώσουν μια φωλιά
Που δεν είδαν ποτέ ένα αγρίμι
Για τα παιδιά με νοιάζει
Γιατί ακόμα και μέχρι εμένα, μέχρι τη δική μου γενιά υπάρχουν μνήμες, γεύσεις, μυρουδιές, αγγίγματα, αισθήσεις κοιμισμένες που κάποτε υπήρξαν.
Ήπια αγνό γάλα, έφαγα βερίκοκα που μοσχοβόλαγαν, μύρισα ψωμί ζυμωτό που μοσχοβόλαγε στο ξεφούρνισμα, ζαλίστηκα με τη μυρουδιά απ΄τις πορτοκαλιές, μάζεψα θυμάρι και χόρτα, είδα τη ρίγανη να ξεραίνεται στον ήλιο και τη φρέσκια ντομάτα να γεμίζει μοσχοβολιές το κυριακάτικο τραπέζι.
Έτρεχα στο κυρ-Λεωνίδα να μου δώσει το φρέσκο αυγό κάθε πρωί και με χαιρέταγε φωνάζοντας «γειά σου μόρτη!»
Ακολουθούσα σαν υπνωτισμένη τη μυρουδιά δυόσμου απ΄τα κεφτεδάκια της γειτόνισσας , κι εκείνη με περίμενε πάντα μ΄ ένα πιατάκι γεμάτο και δυο φέτες ψωμί ψημένες στη σχάρα.
Έμαθα συνταγές απ΄τη γιαγιά, προσπάθησα να πλέξω, να κεντήσω.
Μου διάβασαν παραμύθια.
Μάτωσα τα γόνατα στις αυλές απ΄τα χαλίκια.
Τσακώθηκα για τους βόλους.
Κράτησα την ισορροπία μου στα στρατιωτάκια ακούνητα αμίλητα κι αγέλαστα.
Με είδα σε ασπρόμαυρες φωτογραφίες ντυμένη σουλιώτισσα.
Κοιμήθηκα στην αγκαλιά της μάνας μου στο συνοικιακό ταβερνάκι χαζεύοντας το βαρέλι με το κοκκινέλι και τη θαυματουργή βρυσούλα του.
Με είδα να κοκκινίζω στο πρώτο φλερτ, στο πρώτο πάρτι.
Χόρεψα μπλουζ που διαρκούσαν δέκα λεπτά κι όλο κάποιος έβαζε το βινύλιο ξανά από την αρχή μέχρι να καταφέρει να πάρει την υπόσχεση από τη Σούλα.
Κάπνισα κρυφά το πρώτο τσιγάρο, άφιλτρο, κι ένοιωθα ότι ήμουν όλη μια αμαρτία.
Τσουρούφλισα την άκρη των μαλλιών σε κάποια ανάσταση.
Φύλαγα σ΄ ένα μικρό ημερολόγιο ένα κλαράκι βάγια.
Για τα παιδιά με νοιάζει.
Με είδα στην ανθρώπινη διάστασή μου ανακατεμένη με γέλιο και δάκρυ.
Αποκοιμήθηκα στη καρέκλα ενός νοσοκομείου προσμένοντας με λαχτάρα τα καλά νέα, ξενύχτησα σε σπίτι που πενθούσε πίνοντας καφέ ελληνικό, κι έβγαλα από μέσα μου 2 παιδιά. Ένα πιθανό στρατιώτη και μια πιθανή μάνα.
Χωρίς να ξέρω αν θα πολεμήσουν, αν θα γεννήσουν.
Φοβάμαι μήπως μαζί με το άρωμα του αγνού λαδιού, τη γεύση του αγνού μελιού, και το άρωμα από θυμάρι, μήπως χάθηκαν οι πόλεμοι τους κι οι γέννες τους.
Μήπως ζήσουν σ΄εναν κόσμο που η γέννα κι ο θάνατος θα έχουν μετατραπεί σε μια ακόμα μεταλλαγμένη εμπειρία.
Για τα παιδιά με νοιάζει.
Να πολεμήσουν και να γεννήσουν ένα νέο κόσμο.
Που να μιλάει με όλες τις αισθήσεις.
Που να έχει βρει ξανά από την αρχή τα πολύτιμα.
http://pentapostagma.blogspot.com/