tromaktiko: Η άνοδος και η πτώση των μεγάλων δυνάμεων

Δευτέρα 23 Αυγούστου 2010

Η άνοδος και η πτώση των μεγάλων δυνάμεων




Ο Ιούλιος Καίσαρας του Σέξπιρ ήθελε μαζί του πολεμιστές χοντρούς γιατί θεωρούσε ότι οι αδύνατοι και πεινασμένοι είναι επικίνδυνοι. Αν η βασική αυτή αρχή ισχύει και για τις διεθνείς σχέσεις, η παγκόσμια κοινότητα θα έπρεπε να καλοδεχτεί τη μεγάλη είδηση της εβδομάδας, σύμφωνα με την οποία, σε όρους ονομαστικού ΑΕΠ, η Κίνα ξεπέρασε σε παγκόσμια ισχύ τη δεύτερη μέχρι σήμερα οικονομική δύναμη του κόσμου, Ιαπωνία.
Όμως, δυστυχώς, το ονομαστικό ΑΕΠ δεν αποτελεί ασφαλή οδηγό για τον ορισμό ενός ικανοποιημένου και μη απειλητικού κράτους. Καλύτερος, αν και ατελής, δείκτης είναι το κατά κεφαλήν εισόδημα. Και από τη στιγμή που το κατά κεφαλήν εισόδημα της Κίνας είναι μόλις στα 3,678 δολάρια, δηλαδή πολύ χαμηλότερα και από το 1/10 του ιαπωνικού, ο Καίσαρας μάλλον λίγη ανακούφιση θα έπαιρνε από αυτό το γεγονός. Εν τέλει η Κίνα παραμένει μια πάρα πολύ φτωχή χώρα, παρά τους σημερινούς εντυπωσιακούς της ρυθμούς ανάπτυξης.

Υπάρχει ένα ανησυχητικό ιστορικό γεγονός: η μετατόπιση ισχύος στην παγκόσμια οικονομία συνέχεται με κινδύνους. Η μετατόπιση της παγκόσμιας οικονομικής ισχύος τείνει να συμπίπτει με ακραία απορύθμιση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, με νομισματικές ταραχές και με εμπορικές τριβές. Κι αυτό οφείλεται στο ότι η αναδυόμενη φιλόδοξη δύναμη είναι κατά κανόνα μια χώρα πιστωτής που τείνει στον προστατευτισμό και, παράλληλα, είναι εξαιρετικά απρόθυμη να επιφορτιστεί με την διεθνή υπευθυνότητα που αναλογεί στην οικονομική της ισχύ.

Ας δούμε λίγο τη μετάβαση από την βρετανική στην αμερικανική ηγεμονία μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Από το 1918 και εξής οι ΗΠΑ απέρριψαν τη Συνθήκη των Βρυξελλών, αποσύρθηκαν από την Κοινωνία των Εθνών και αρνήθηκαν να συμμετάσχουν στις γερμανικές αποζημιώσεις, αν και οι ίδιες συνέλλεγαν τα πολεμικά χρέη από τους συμμάχους τους. Η φιλελεύθερη βρετανική στάση απέναντι στο εμπόριο επέτρεψε την ανάπτυξη του τότε μεγάλου αμερικανικού εμπορικού πλεονάσματος. Εντωμεταξύ, στη δεκαετία του 1920, η νέα και άπειρη αμερικανική Ομοσπονδιακή Τράπεζα ακολουθούσε χαλαρή οικονομική πολιτική και προσπαθούσε, άσοφα, να στηρίξει την παραπαίουσα στερλίνα.

Μετά το σκάσιμο της φούσκας του 1929, η χρυσή εποχή της τζαζ διακόπηκε απότομα, οι τράπεζες κατέρρευσαν και ακολούθησε η ... Μεγάλη Ύφεση. Η Αμερική εξήγαγε το πρόβλημα της μειωμένης της ζήτησης στον υπόλοιπο κόσμο, δεν έκανε όσα έπρεπε για να προλάβει την έκρηξη των καταστροφικών ανταγωνιστικών νομισματικών υποτιμήσεων ούτε ενήργησε ως παγκόσμιος δανειστής έσχατου καταφυγίου για τις καταρρέουσες τράπεζες.

Ένα δεύτερο παράδειγμα βλέπουμε στη μεταπολεμική Ιαπωνία. Η οικονομική ανάπτυξη της Ιαπωνίας βασίστηκε στις εξαγωγές και τροφοδοτήθηκε από το υποτιμημένο γεν και τις επιδοτήσεις προς τους εξαγωγείς. Το μοντέλο αυτό απέδιδε όσον καιρό η Ιαπωνία δεν αποτελούσε μεγάλη οικονομική δύναμη. Προς τα τέλη της δεκαετίας του 1960, όμως, η Ιαπωνία είχε γίνει η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου και διέθετε μεγάλο εμπορικό πλεόνασμα με τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Οι διεθνείς προσπάθειες για την αντιμετώπιση των ανισορροπιών και τη σταθεροποίηση του υπερτιμημένου δολαρίου της εποχής Ρέιγκαν είχαν αθέλητες παράπλευρες επιπτώσεις – και όχι μόνον το ότι η ιαπωνική παρέμβαση στην ισοτιμία γεν - δολαρίου είχε τις ίδιες επιπτώσεις τροφοδότησης μιας φούσκας όπως οι προσπάθειες της αμερικανικής FED για στήριξη της στερλίνας το 1927. Το σκάσιμο της φούσκας οδήγησε σε 20 χρόνια οικονομικής στασιμότητας.

Η σημερινή ανάδυση της Κίνας τροφοδοτείται παρομοίως από τις εξαγωγές και το σημερινό κινεζικό εμπορικό πλεόνασμα είναι ο κύριος συντελεστής των υψηλών ασιατικών αποταμιευτικών πλεονασμάτων, τα οποία οδήγησαν στην πιστωτική φούσκα και τις παγκόσμιες ανισορροπίες, που βρίσκονται πίσω από τη χρηματοπιστωτική κρίση. Και όμως, παρά την επιτυχία του, το κινεζικό οικονομικό μοντέλο οδηγεί σε σπάταλη υπέρ-επένδυση χωρίς να αποδίδει επαρκώς στον απλό κόσμο της Κίνας που έχει τη χαμηλότερη κατανάλωση ΑΕΠ στην Ασία. Σε μια χώρα με διψήφια ποσοστά ανάπτυξης, η ετήσια ανάπτυξη της απασχόλησης βρίσκεται στο πενιχρό 1%, ενώ οι πραγματικές αποδόσεις των καταθέσεων είναι αρνητικές. Όπως συνέβαινε και με την Ιαπωνία τον καιρό της μεγάλης ακμής της, έτσι και στην Κίνα η οικονομία αποδίδει ακόμα χειρότερη ποιότητα ζωής από αυτή που δηλώνουν οι αριθμοί του κατά κεφαλήν εισοδήματος, με μόλυνση του περιβάλλοντος, νοθευμένα τρόφιμα και κακές συνθήκες απασχόλησης.

Η κινεζική ανάπτυξη με βάση τις εξαγωγές και το υποτιμημένο ρεμνίμπι κατέστη δυνατή επειδή οι ΗΠΑ και οι άλλες ελλειμματικές χώρες ήταν διαθετειμένες να διατηρούν μεγάλα χρέη προκειμένου να χρηματοδοτούν την κατανάλωση των νοικοκυριών και τις δημόσιες δαπάνες. Ο σκόπελος βρίσκεται στο ότι οι απορρέουσες ανισορροπίες δεν είναι βιώσιμες επειδή η δυναμική του χρέους έχει εξαντληθεί. Και όπως παρατηρεί ο Charles Dumas του Lombard Street Research στο νέο του βιβλίο “Globalisation Fractures”, για το ασυμβίβαστο ανάμεσα στις πολιτικές των κορυφαίων βιομηχανικών χωρών, η σημερική πολιτική ανετιμετώπισης της παγκόσμιας κρίσης εστιάζει πολύ στενόμυαλα σε χρηματοπιστωτικά ζητήματα αντί στις παγκόσμιες ανισορροπίες.

Αυτό που απαιτείται σε παγκόσμιο επίπεδο είναι μια εκ νέου εξισορρόπηση των οικονομιών τόσο των κρατών πιστωτών όσο και των κρατών χρεωστών. Οι χρεώστριες χώρες πρέπει να εξυγιάνουν τους προϋπολογισμούς τους, ενώ οι πιστωτές να ενισχύσουν την εγχώρια κατανάλωση, να επιτρέψουν την ελεύθερη διακύμανση των νομισμάτων τους και να περιορίσουν την εξάρτησή τους από τις εξαγωγές. Αυτό θα είναι προς όφελος και της ίδιας της Κίνας γιατί σήμερα η οικονομία της βρίσκεται σε ανισορροπία. Με τόσο χαμηλά πιεσμένη ισοτιμία, οι κινεζικές αρχές δεν μπορούν, μεταξύ άλλων, να αποτρέψουν τον πληθωρισμό και τις φούσκες αξιών.

Όμως τα εμπόδια σε κάθε αλλαγή είναι πανίσχυρα. Το κλειδί για την εν νέου εξισορρόπηση της κινεζικής οικονομίας προς την κατανάλωση, λέει ο Dumas, μπορεί να είναι η χαλάρωση του κρατικού ελέγχου πάνω στους πολίτες, κι αυτό δεν πρόκειται να συμβεί.. Υπάρχουν όμως και πανίσχυρες ομάδες πίεσης ενάντια σε κάθε αλλαγή, μεταξύ αυτών και οι αναποτελεσματικοί παραγωγοί, που επωφελούνται από το φτηνό ρεμνίμπι και που η οικονομική τους επιβίωση εξαρτάται από την συνέχιση της υποτίμησής του.

Βρισκόμαστε λοιπόν μπροστά σε ένα αδιέξοδο της κινεζικής πολιτικής. Πώς μπορεί ο κόσμος να αποφύγει τις χειρότερες εν δυνάμει οικονομικές επιπτώσεις; Σύμφωνα με το ένα σενάριο, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα απαντήσουν στην επικείμενη οικονομική ύφεση με χαλάρωση της δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής, συσσωρεύοντας υψηλότερα χρέη που θα οδηγήσουν, σταδιακά, σε νέα κρίση. Σύμφωνα με το δεύτερο σενάριο, οι συντηρητικοί των δημοσίων οικονομικών στις ΗΠΑ θα αποτρέψουν τη δημοσιονομική χαλάρωση και μόνον η νομισματική πολιτική θα παραμείνει χαλαρή. Κι αυτό θα οδηγήσει στον περιορισμό του αμερικανικού εμπορικού ελλείμματος πιο γρήγορα από ό,τι εκτιμάται.

Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ο κίνδυνος μιας αμερικανικής ‘εξέγερσης’ προστατευτισμού ενάντια στην Κίνα θα αυξηθεί. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, οι χώρες πιστωτές θα δουν εν τέλει τις βασικές τους αγορές να στραγγίζουν. Η βασική διαφορά έχει να κάνει με το χρόνο. Τότε θα ξυπνήσουν οι πιστωτές;
     



Εδώ σχολιάζεις εσύ!