Πόσεs φορέs δεν χρησιμοποιούμε κάποια απο τιs παρακάτω εκφράσειs και οχι μόνο? Εχουμε αναρωτηθεί άραγε απο που μπορούν να προέρχονται? αs δούμε μερικέs απο αυτέs...
Κροκοδείλια δάκρυα
Ο κροκόδειλος όταν θέλει να ξεγελάσει το θύμα του, κρύβεται πίσω από κανένα βράχο ή δέντρο κι αρχίζει να βγάζει κάτι παράξενους ήχους, που μοιάζουν καταπληκτικά με κλάμα μωρού παιδιού. Συγχρόνως -ίσως από την προσπάθεια που βάζει για να... κλάψει- τρέχουν από τα μάτια του άφθονα και χοντρά δάκρυα. Έτσι, αυτοί που τον ακούν, νομίζουν ότι πρόκειται για κανένα παιδάκι που χάθηκε και τρέχουν να το βοηθήσουν... Ο κροκόδειλος επιτίθεται τότε, ξαφνικά και κάνει τη δουλειά του. Στην αρχαία Ελλάδα ο κροκόδειλος ήταν άγνωστος. Οι Φοίνικες, όμως, έμποροι, που έφταναν στα λιμάνια της Κορίνθου και του Πειραιά, μιλούσαν συχνά για τα διάφορα εξωτικά ζώα, τα πουλιά και τα ερπετά της πατρίδας τους, που άφηναν κατάπληκτους τους ανίδεους Έλληνες και τους γέμιζαν με τρόμο και θαυμασμό. Φαίνεται ωστόσο, ότι ο κροκόδειλος τους έκανε περισσότερη εντύπωση, κυρίως με το ψευτοκλάμα του, αφού ένας νεαρός ποιητής, ο Φερεκίδης, έγραψε κάποτε το παρακάτω επίγραμμα: «Εάν η γη ήθελε να συλλάβει εκ των δακρύων της γυναικός, εκάστη ρανίς των θα εγέννα κροκόδειλον». Παρόλο, λοιπόν, που στην Ελλάδα δεν υπήρχαν κροκόδειλοι, τα «κροκοδείλια δάκρυα», που λέμε σήμερα γι' αυτούς που ψευτοκλαίνε, είναι φράση καθαρά αρχαία ελληνική.
"Άρες μάρες κουκουνάρες"
Φράση που προήλθε από τις αρχαίες κατάρες. Κατ-άρα-άρα-μάρα. Και οι νεότεροι το άρα-μάρα το έκαναν άρες-μάρες, έβαλαν και την ομοιοκατάληκτη λέξη κουκουνάρια - κουκουνάρες (άδεια - κούφια) και δημιούργησαν μια καινούρια φράση.
Σ' αγαπάει η πεθερά σου"
Ο Νικόλαος Πολίτης δίνει την εξήγηση στην έκφραση αυτή. Λεει πως πριν παντρέψουν το κορίτσι τους, οι πεθερές, είναι ευγενικές και αγαπούν το μέλλοντα γαμπρό τους. Ο γαμπρός θα κάτσει στο καλύτερο μέρος του τραπεζιού, ο γαμπρός θα πάρει την καλύτερη μερίδα του φαγητού. Ο γαμπρός πάντα βρίσκεται στην πρώτη και καλύτερη γραμμή για την πεθερά. Τον προσέχει πολύ και δεν αρχίζουν ποτέ να φάνε, αν δεν έρθει ο γαμπρός. Τον περιμένει πάντα η πεθερά και αυτό το έχει επιβάλλει και στούς άλλους.
Όταν, όμως, γίνει ο γάμος, η πεθερά δεν έχει κανένα λόγο να τον περιμένει. Δε βρίσκει, δηλαδή, ο γαμπρός τις χαρές που είχε, όταν ήταν αρραβωνιασμένος. Γι' αυτό και σ' όποιον πάει σε κάποιο σπίτι, όταν αρχίζουν να τρώνε, λένε πως "τον αγαπάει η πεθερά του".
Τον κόλλησε στον τοίχο
Κάποτε, στον καιρό του Ρωμανού του Διογένη, ένας από τους στρατηγούς του, ο Ιωάννης Δημαράς, βγήκε μια νύχτα στους δρόμους του Βυζαντίου μαζί με τη συντροφιά του και όσους διαβάτες έβλεπε μπροστά του, τους έπιανε μαζί με την παρέα του και τους κολλούσε στον τοίχο μ' ένα είδος ρετσινιού και πίσσας, που υπήρχαν σε κάθε γωνιά, για να φωτίζονται οι δρόμοι. Το... αστείο αυτό έκανε τόση εντύπωση την επόμενη το πρωί, ώστε από εκείνη την ημέρα όλοι οι άρχοντες της Κωνσταντινούπολης, έβγαιναν σχεδόν κάθε νύχτα στους δρόμους, για να βρουν κανέναν αργοπορημένο και να τον κολλήσουν στον τοίχο. Από τότε, έμεινε ως τα χρόνια μας η φράση «τον κόλλησε στον τοίχο», που τη λέμε συνήθως, όχι μονάχα όταν ένα άτομο αδικεί ένα άλλο, αλλά κι όταν ακόμη βάζουμε κάποιον αναιδή στη θέση που του αξίζει.
Άλλου παπά ευαγγέλιο
Αυτή τη φράση την παίρνουμε από μια Κεφαλλονίτικη ιστορία. Κάποιος παπάς σε ένα χωριουδάκι της Κεφαλονιάς, αγράμματος, πήγε να λειτουργήσει σ' ένα άλλο χωριό, γιατί ο παπάς του χωριού είχε αρρωστήσει για πολύν καιρό. Ο παπάς όμως, στο δικό του Ευαγγέλιο, μια και ήταν αγράμματος, είχε βάλει δικά του σημάδια κι έτσι κατάφερνε να το λέει. Εδώ όμως, στο ξένο Ευαγγέλιο, δεν υπήρχαν τα σημάδια, γιατί ο παπάς αυτού του χωριού δεν τα είχε ανάγκη, μια και ήταν μορφωμένος. Άρχισε, λοιπόν, ο καλός μας, να λέει το Ευαγγέλιο που λέγεται την Κυριακή του Ασώτου. Τότε κάποιος από το εκκλησίασμα του φώναξε! «Τι μας ψέλνεις εκεί παπά; Αυτό δεν είναι το σημερινό Ευαγγέλιο...». - Εμ. Τι να κάνω; απάντησε αυτός. «Αυτό είναι άλλου παπά - Ευαγγέλιο». Και από τότε έμεινε η φράση!
Για ψύλλου πήδημα
Από τον πρώτο αιώνα η επικοινωνία των Ρωμαίων με τον ασιατικό κόσμο, είχε σαν αποτέλεσμα την εισαγωγή πληθώρας γελοίων και εξευτελιστικών δεισιδαιμονιών, που κατέκλυσαν όλες τις επαρχίες της Ιταλίας. Εκείνοι που φοβόντουσαν το μάτιασμα, κατάφευγαν στις μάγισσες, για να τους ξορκίσουν μ' ένα πολύ περίεργο τρόπο: Οι μάγισσες αυτές είχαν μερικούς γυμνασμένους ψύλλους, που πηδούσαν γύρω από ένα πιάτο με νερό. Αν ο ψύλλος έπεφτε μέσα και πνιγόταν, τότε αυτός που τον μάτιασε ήταν εχθρός. Αν συνέβαινε το αντίθετο -αν δεν πνιγόταν δηλαδή-τότε το μάτιασμα ήταν από φίλο, πράγμα που θα περνούσε γρήγορα. Κάποτε μια μάγισσα υπέδειξε σ' έναν πελάτη της ένα τέτοιο εχθρό με τ' όνομα του. Εκείνος πήγε, τον βρήκε και τον σκότωσε. Έτσι άρχισε μια φοβερή "βεντέτα" ανάμεσα σε δύο οικογένειες, που κράτησε πολλά χρόνια. Ωστόσο, από το δραματικό αυτό επεισόδιο, που το προξένησε μια ανόητη πρόληψη, βγήκε και έμεινε παροιμιακή η φράση: "Για ψύλλου πήδημα".
Τον έσπασα στο ξύλο
Ακούμε τη φράση «να, έτσι θα σε σχίσω». Η απειλή αυτή βρίσκεται σε χρήση από αρχαιότατα χρόνια και τη μεταχειρίζονταν όχι μόνο οι Έλληνες, αλλά και οι Αιγύπτιοι, οι Φοίνικες κι αργότερα οι Βυζαντινοί και οι Φράγκοι. Οι Βυζαντινοί, ακόμη, όταν μάλωναν μεταξύ τους, για να βρουν το δίκιο τους, κατέφευγαν στα δικαστήρια. Αν το αδίκημα, του ενός ή του άλλου ήταν βαρύ ο δικαστής έβγαζε την απόφαση να τιμωρηθεί αυτός που αδίκησε με την ποινή της μαστίγωσης. Το μαστίγωμα -που γινόταν συνήθως σε δημόσιο χώρο, για να παραδειγματίζεται ο λαός-ήταν φοβερό και το εκτελούσαν ειδικοί «ραβδισταί». Οι ραβδιστές αυτοί έπαιρναν τον κατηγορούμενο και τον έδεναν γυμνό πάνω σε μια σανίδα. Μετά άρχιζαν να τον χτυπούν με τα ραβδιά τους, σπάζοντας του έτσι τα χέρια, κεφάλι, πόδια κλπ Από την απάνθρωπη αυτή τιμωρία έμειναν ως τα χρόνια μας οι φράσεις: «τον έσπασα στο ξύλο» ή «τον τσάκισα στο ξύλο», που τις λένε συνήθως αυτοί που έρχονται στα χέρια με κάποιον εχθρό τους.
Κατά φωνή κι ο γάιδαρος
Ένα από τα πιο συμπαθητικά ζώα είναι και ο γάιδαρος. Από αρχαιότατα χρόνια, οι άνθρωποι τον αγαπούσαν, όχι μόνο για την υπομονή, που δείχνει στις πιο βαριές δουλειές, αλλά και για την αντοχή του. Οι Φαραώ του 40ού αιώνα είχαν γαϊδάρους εξημερωμένους, που τους χρησιμοποιούσαν με τον ίδιο τρόπο, που τους χρησιμοποιούμε και εμείς σήμερα. Οι αρχαίοι τους θεωρούσαν σαν σύμβολο πολλών αρετών και σαν ιερά ζώα. Όταν ένας γάιδαρος φώναζε, προτού αρχίσει μια μάχη, νόμιζαν ότι οι θεοί τους προειδοποιούσαν για τη νίκη. Κάποτε ο Φωκίωνας ετοιμαζόταν να επιτεθεί στους Μακεδόνες του Φιλίππου, αλλά δεν ήταν και τόσο βέβαιος για το αποτέλεσμα, επειδή οι στρατιώτες του ήταν λίγοι. Τότε αποφάσισε ν' αναβάλει για μερικές μέρες την επίθεση, ώσπου να του στείλουν τις επικουρίες, που του είχαν υποσχεθεί οι Αθηναίοι. Πάνω, όμως, που ήταν έτοιμος να διατάξει υποχώρηση, άκουσε ξαφνικά τη φωνή ενός γαϊδάρου από το στρατόπεδο του. - Κατά φωνή κι ο γάιδαρος! έκανε ενθουσιασμένος ο Φωκίωνας. Και διέταξε ν' αρχίσει η επίθεση, με την οποία νίκησε τους Μακεδόνες. Από τότε ο λόγος έμεινε, και τον λέμε συχνά, όταν βλέπουμε ξαφνικά κάποιο φίλο μας, που δεν τον περιμέναμε.
Τον πήραν στο ψηλό
Παρόλη τη σκληρότητα και τον τρόμο που βασίλευαν στο Βυζάντιο, οι επαναστάσεις δεν ήταν σπάνιο φαινόμενο. Πολύ συχνά, ο καταπιεζόμενος λαός ξεσηκωνόταν, άρπαζε τσεκούρια και μαχαίρια κι έπεφτε πάνω στους δυνάστες του, που τους κατακρεουργούσε. Όταν μια λαϊκή εξέγερση πετύχαινε, οι επαναστάτες ανακήρυσσαν δικό τους βασιλιά, έδιωχναν τους παλιούς αξιωματούχους της Αυλής κι έβαζαν δικούς τους στη θέση τους. Στη «Βασιλεύουσα» υπήρχε -έξω από το Επταπύργιο- ένα μέρος που ονομαζόταν Ψηλό, όπως εξακολουθεί να λέγεται ακόμη και σήμερα. Κι αυτό, γιατί η τοποθεσία ήταν πάνω από τη θάλασσα, δηλαδή ήταν μέρος ψηλό. Στο σημείο αυτό, οι επαναστάτες έσερναν αλυσοδεμένους τους πρώην βασανιστές τους, τους κρεμούσαν σ' ένα δέντρο κι άρχιζαν να τους διαπομπεύουν με το χειρότερο τρόπο. Μικροί και μεγάλοι, περνούσαν μπρος από τον τιμωρούμενο και τον έφτυναν ή του έριχναν λεμονόκουπες κλπ. Ύστερα τον ξεκρεμούσαν κι έτσι δεμένο τον πετούσαν στη θάλασσα. Με τον ίδιο σχεδόν τρόπο, τιμώρησαν τη Μαρία Κομνηνή, την ωραία αλλά σκληρή αυτοκράτειρα του Βυζαντίου. Από το περιστατικό αυτό και από την ονομασία της τοποθεσίας που πήγαιναν τους τιμωρημένους βγήκε η φράση «τον πήραν στο ψηλό»
Του έβαλε τα δυο πόδια σ' ένα παπούτσι
Όλοι οι αυτοκράτορες του Βυζαντίου, διατηρούσαν στα παλάτια τους νάνους, για να τους διασκεδάζουν στα συμπόσια τους. Οι «τζουτζέδες» αυτοί -όπως τους έλεγαν- ήταν σχεδόν παντοδύναμοι και μπορούσαν να καταδικάσουν σε θάνατο ή ν' ανεβάσουν στα ψηλότερα αξιώματα, όποιον ήθελαν: Οι αυτοκράτορες τους είχαν φοβερή αδυναμία και ποτέ δεν τους χαλούσαν το χατίρι, σε καμιά περίπτωση. Τους είχαν, ακόμη, ως μυστικοσυμβούλους και κατάσκοπους. Μόνον όταν έπεφταν σε βαρύ παράπτωμα τρεις φορές, τιμωρούνταν κι αυτοί με μια περίεργη τιμωρία. Τους έβαζαν τα δυο πόδια μέσα στο ίδιο υπόδημα και τους άφηναν να κυκλοφορούν, χοροπηδώντας. Η τιμωρία αυτή κρατούσε από τέσσερις μέχρι έξι μήνες. Στο τέλος, ο νάνος δεν μπορούσε να κρατήσει περισσότερο το αφάνταστο αυτό μαρτύριο και έπεφτε στα πόδια του αυτοκράτορα, για να του ζητήσει έλεος. Έτσι, έμεινε η φράση: «Μου έβαλε ή του έβαλε τα δυο πόδια σ' ένα παπούτσι».
Αν είσαι και παπάς, με την αράδα σου θα πας
Φράση που μας την έκανε πιο γνωστή και από τότε έμεινε, ο Γέρος του Μωριά Θ. Κολοκοτρώνης. Λεγόταν, κυρίως, στους μύλους και στις βρύσες, που περίμεναν με τη σειρά τους να αλέσουν ή να πάρουν ένα σταμνί νερό. Έτσι, όταν έβλεπαν κανέναν παπά να θέλει να μην τηρήσει τη σειρά, του λέγανε τη φράση αυτή.
p.p tks!