1) ΟΤΕ TALK 24/7 + 60F2M (ΟΛΗ ΜΕΡΑ + 60 ΚΙΝΗΤΑ), 2) DP2 + 30F2M (INTERNET & ΟΜΙΛΙΑ – DP2), 3) DP24 + 60F2M (INTERNET & ΟΜΙΛΙΑ – DP24), και 4) Σταθερά + Κινητά 300 (ή ΟΤΕ 250+50F2M). Στην ίδια συνεδρίαση, η ΕΕΤΤ απέρριψε το πακέτο «Conn-x internet & Ομιλία mixed 300 ή Conn-x 24mbps+250+50F2M», με το αιτιολογικό της ύπαρξης πρακτικής «συμπίεσης περιθωρίου κέρδους» για τους εναλλακτικούς παρόχους. Δύο από τα ως άνω πέντε πακέτα είχαν κατατεθεί από τον ΟΤΕ προς έγκριση στις 21 Ιουνίου 2010 και τα άλλα τρία στις 2 Ιουλίου 2010 αντίστοιχα. Περί τα μέσα Ιουλίου 2010 τα μη εγκεκριμένα από την ΕΕΤΤ πακέτα άρχισαν να διαφημίζονται και να διατίθενται εμπορικά από τον ΟΤΕ, κατά παράβαση της κείμενης νομοθεσίας. Η πρακτική αυτή οδήγησε στη λήψη ασφαλιστικών μέτρων με επιβολή προστίμων για μη συμμόρφωση κατά του ΟΤΕ, μετά από καταγγελίες τριών εναλλακτικών παρόχων (HOL AE, FORTHNET AE, WIND AE).
Η ΕΕΤΤ, ασκώντας τις αρμοδιότητές της δυνάμει του Εθνικού και Ευρωπαϊκού πλαισίου για τις Ηλεκτρονικές Επικοινωνίες, ορίζει σχετικές αγορές προϊόντων με βάση τις εθνικές συνθήκες, αναλύει το επίπεδο του ανταγωνισμού στις αγορές αυτές και επιλέγει τις κατάλληλες κανονιστικές υποχρεώσεις στις περιπτώσεις που κάποια αγορά χαρακτηρίζεται από την απουσία αποτελεσματικού ανταγωνισμού. Η συγκεκριμένη διαδικασία «ανάλυσης αγορών» διενεργείται από το προσωπικό της ΕΕΤΤ σε συνεργασία με εξειδικευμένους διεθνείς οίκους, ακολουθώντας την αναλυτική μεθοδολογία που περιγράφεται στο ισχύον κανονιστικό πλαίσιο.
Σύμφωνα με τα ανωτέρω, η ΕΕΤΤ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αγορά λιανικής των δημοσίως διαθέσιμων αστικών και εθνικών τηλεφωνικών υπηρεσιών που παρέχονται σε σταθερή θέση χαρακτηρίζεται από έλλειψη αποτελεσματικού ανταγωνισμού και ότι η εταιρία ΟΤΕ Α.Ε. κατέχει Σημαντική Ισχύ στην Αγορά (ΣΙΑ). Η εξέταση των συνδυαστικών πακέτων υπηρεσιών αποτελεί επιβληθείσα κανονιστική υποχρέωση στην εταιρία ΟΤΕ ΑΕ και αποσκοπεί στην αντιμετώπιση των υφιστάμενων και πιθανών μελλοντικών προβλημάτων της αγοράς. Γίνεται δε από την ΕΕΤΤ με έγκυρο και διαφανή τρόπο, με τη χρήση σύνθετου επιστημονικού μοντέλου εξέτασης οικονομικών προγραμμάτων πολλαπλών παραμέτρων, το οποίο αξιολογεί στοιχεία και προβλέψεις που υποβάλλει η ίδια η εταιρία ΟΤΕ ΑΕ.
Σύμφωνα με τα εφαρμοζόμενα διεθνή κοστολογικά πρότυπα, η μεθοδολογία εξέτασης των πακέτων λαμβάνει υπόψη συνδυαστικά, όλες τις συνιστώσες στις οποίες βασίζεται η προσφορά κάθε προγράμματος στην Ελληνική αγορά, και όχι επιλεκτικά μέρος από αυτές. Μεταξύ των παραμέτρων αξιολόγησης περιλαμβάνονται τα μερίδια αγοράς της εταιρίας ΟΤΕ και των εναλλακτικών παρόχων τόσο σε υπηρεσίες φωνής όσο και σε ευρυζωνικές συνδέσεις, τα δικτυακά, εργασιακά, διαφημιστικά και λοιπά κόστη που προκύπτουν από τον κοστολογικό έλεγχο του ΟΤΕ, τις τιμές χον! δρικής και λιανικής, τα λεπτά κίνησης προς σταθερά και κινητά δίκτυα, τη δυνητική πελατεία και τις προβλέψεις εσόδων ανά πακέτο κλπ. Η μεθοδολογία εξέτασης των πακέτων αποσκοπεί στο να διαπιστώσει, με απόλυτα διαφανή τρόπο, την αντικειμενική δυνατότητα των ανταγωνιστών του κυρίαρχου παρόχου, οι οποίοι δεν υπόκεινται σε ρύθμιση λόγω έλλειψης σημαντικής ισχύος στην ελληνική αγορά των δημοσίως διαθέσιμων αστικών και εθνικών τηλεφωνικών υπηρεσιών που παρέχονται σε σταθερή θέση, να προσφέρουν και αυτοί, μέσω άμεσης ή έμμεσης πρόσβασης, αντίστοιχα πακέτα στους καταναλωτές.
Στόχος της ρύθμισης, όπως άλλωστε ισχύει σε όλες τις ευρωπαiκές χώρες, είναι η αποτροπή μονοπωλιακών ή ολιγοπωλιακών πρακτικών σε βάρος του καταναλωτικού κοινού. Το τελικό ζητούμενο παραμένει η δυνατότητα παροχής στον Ευρωπαίο καταναλωτή, όχι πρόσκαιρα αλλά σε βάθος χρόνου, πληθώρας ποιοτικών και καινοτόμων υπηρεσιών σε προσιτές τιμές από περισσότερες πηγές.
Είναι λοιπόν αυτονόητο ότι η ΕΕΤΤ όχι απλά επιτρέπει αλλά αντίθετα ενθαρρύνει φιλικές προς τον καταναλωτή τιμολογιακές πολιτικές. Πλην όμως, δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση να επιτρέψει τιμολογιακές πολιτικές που παραβιάζουν το δίκαιο του ανταγωνισμού. Τέτοιες πολιτικές «επιθετικής τιμολόγησης» ή «συμπίεσης περιθωρίου κέρδους», έχουν ως σκοπό να αποκλείσουν ή να εμποδίσουν την είσοδο των ανταγωνιστών του παρόχου με ΣΙΑ, να περιορίσουν την κερδοφορία των υφιστάμενων ανταγωνιστών του καθώς και ενδεχομένως να επεκτείνουν την ισχύ! του εν λόγω παρόχου σε άλλες αγορές. Οι ανωτέρω πολιτικές επιτυγχάνονται ορίζοντας τις τιμές λιανικής χαμηλά, ακόμα και σε επίπεδα χαμηλότερα του κόστους παροχής υπηρεσιών.
Η μη ύπαρξη ρύθμισης και κατ’ επέκταση η δυνατότητα παροχής στη λιανική αγορά «φθηνών οικονομικών πακέτων» μέσω τέτοιων πρακτικών από την επιχείρηση με σημαντική ισχύ (ΣΙΑ), αν και εκ πρώτης όψεως θα φαινόταν ως ελκυστική για τους υποψηφίους πελάτες της, θα οδηγούσε βαθμιαία στην έξοδο από την αγορά των ανταγωνιστών της. Η εξ αυτού του λόγου συρρίκνωση της αγοράς θα επέφερε μεσοπρόθεσμα όλες τις επακόλουθες δυσμενείς συνέπειες για την οικονομία και την κοινωνία, όπως η απαξίωση των επενδύσεων, η μείωση των θέσεων εργασίας, η μεταγενέσ! τερη αύξηση των τιμών για τους καταναλωτές κλπ.
Με την εξειδικευμένη ρυθμιστική, ελεγκτική και εποπτική δράση της, η ΕΕΤΤ αντιμετωπίζει ισότιμα, αντικειμενικά και υπεύθυνα όλους τους παρόχους και διασφαλίζει σε βάθος χρόνου την ομαλή λειτουργία της αγοράς. Κατ’ επέκταση, ο έλεγχος των όρων διάθεσης των υπό ρύθμιση υπηρεσιών του ΟΤΕ στο καταναλωτικό κοινό υποστηρίζει την ανάπτυξη όλων των εταιριών του κλάδου και προασπίζει τα συμφέροντα όλων ανεξαιρέτως των εργαζομένων σε αυτόν. Παράλληλα, ενθαρρύνει τις επενδύσεις σε νέα προϊόντα και υπηρεσίες, συμβάλλει στον περιορισμό της‚ σπατάλης πόρων και στον εξορθολογισμό του κόστους, ενισχύει την εμπορική και τεχνολογική καινοτομία, ενώ εγγυάται το μακροπρόθεσμο συμφέρον των καταναλωτών, το οποίο η Ανεξάρτητη Αρχή είναι επιφορτισμένη από την Πολιτεία να προασπίζει.
Όπως άλλωστε η 12ετής εμπειρία της απελευθέρωσης της τηλεπικοινωνιακής αγοράς στη χώρα μας περίτρανα αποδεικνύει, η μείωση των τιμών και η αύξηση των ταχυτήτων πρόσβασης σε υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών, δεν είναι απόρροια της «κοινωνικής πολιτικής» καμιάς εμπορικής εταιρίας, η οποία εύλογα αποσκοπεί στο κέρδος. Πριν από την ουσιαστική απελευθέρωση του τοπικού βρόχου χάρη στη δράση της ΕΕΤΤ, ο καταναλωτής κατέβαλε 100 και πλέον Ευρώ ανά μήνα για μία γραμμή 1Mbps ενώ σήμερα πληρώνει λιγότερα από 20 ευρώ για μία ευρυζωνική γραμμή πρό! σβασης πολλαπλάσιας ταχύτητας.
Κατά συνέπεια, είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η σημερινή προσφορά στον Έλληνα πολίτη περισσότερων επιλογών, με κριτήρια ποιότητας, διαθεσιμότητας και τιμής, είναι αποτέλεσμα της σωστής ρύθμισης και εποπτείας της αγοράς, γεγονός ιδιαίτερα σημαντικό κατά την παρούσα οικονομική συγκυρία. Τέλος, η συμμόρφωση προς τη νομοθεσία είναι υποχρέωση όλων και η παράβασή της επάγεται άμεσα τις νόμιμες κυρώσεις κατά των παραβατών