Και νέα άκρως αποκαλυπτική της παρατραπεζικής δραστηριότητας που είχε αναπτύξει εντός των γραφείων τοπικού υποκαταστήματος ασφαλιστικού ομίλου ο πρώην προϊστάμενος αυτού μήνυση,
υποβλήθηκε χθες από 5 κατοίκους της Ρόδου και συγκεκριμένα από έναν πολιτικό μηχανικό, έναν ιατρό, έναν συνταξιούχο τραπεζικό υπάλληλο, έναν κομμωτή και έναν δικηγόρο...
υποβλήθηκε χθες από 5 κατοίκους της Ρόδου και συγκεκριμένα από έναν πολιτικό μηχανικό, έναν ιατρό, έναν συνταξιούχο τραπεζικό υπάλληλο, έναν κομμωτή και έναν δικηγόρο...
Τα πέντε θύματα του σκανδάλου των εικονικών αμοιβαίων κεφαλαίων εκπροσωπούμενοι από τρεις δικηγόρους επέλεξαν να υποβάλουν κοινή μήνυση αιτούμενοι ταυτόχρονα την επίσπευση της δικογραφίας που θα σχηματιστεί αλλά και την έκδοση διάταξης με την οποία θα απαγορεύεται η έξοδος από τη χώρα του φερόμενου ως εγκέφαλου της απάτης.
Με τη μήνυση τους στρέφονται εξάλλου κατά της ασφαλιστική εταιρείας και δύο θυγατρικών της εταιρειών.
Σύμφωνα με όσα ισχυρίζονται στη μήνυση ο πρώτος των θυμάτων από τον Οκτώβριο του 1987, είχε σύμβαση ασφαλιστική με εταιρεία η οποία στη συνέχεια απορροφήθηκε από την εγκαλούμενη.
Ο πρώην προϊστάμενος της εταιρείας τον επισκέφθηκε στο γραφείο του ενώ είχε αποφασίσει να διακόψει τις ασφάλειες που είχε, προτείνοντάς του να γίνουν κάποιες αλλαγές και προσαρμογές στα συμβόλαια, δυνατότητες που του έδινε η ίδια η εταιρεία και να απεκόμιζε εξασφαλισμένη καλή απόδοση.
Έκτοτε είχε επαφές μαζί του και όπως τονίζει συνεχώς του υπεδείκνυε επενδυτικές ευκαιρίες με αύξηση των ασφαλίστρων.
Ήδη από το έτος 1988 προέβη σε ασφαλιστική σύμβαση για τη μνηστή του και μετέπειτα σύζυγό του. Η υπόσχεση που έλαβε ήταν ότι μέχρι το έτος 2007-2008 θα ελάμβαναν μηνιαία σύνταξη καθόλου ευκαταφρόνητη.
Το έτος 1999 του πρότεινε να καταβάλει επιπλέον ποσό για να επενδυθεί σε αμοιβαία κεφάλαια πράγμα, που όπως τον διαβεβαίωσε, θα ενίσχυε και το συνταξιοδοτικό.
Τον Απρίλιο του 2006 κατέθεσαν 20.000 ευρώ στα αμοιβαία κεφάλαια της εταιρείας για τρεις μήνες. Στο μεταξύ διάστημα και ειδικότερα από το 2003 έως και το 2010 κατέβαλε υπό μορφή επιταγών εις διαταγή της ασφαλιστικής εταιρείας 42.000 ευρώ.
Τον Μάιο του 2007 ξεκίνησε να καταβάλλεται και η πρώτη σύνταξη οπότε και κατετέθη σε λογαριασμό του το ποσό των 3.350 ευρώ. Η σύνταξη αυτή συνεχίστηκε να κατατίθεται στο λογαριασμό του μηνιαίως με μικροκαθυστερήσεις μέχρι και τον Αύγουστο του 2009 οπότε σταμάτησε αφού είχε προσεγγίσει το ποσό των 4.450 ευρώ.
Στην πορεία του χρόνου και αφού είχαν καταβάλει κι άλλα ποσά τους ενημέρωσε εγγράφως ότι η μερισματική τους απόδοση και κάποιες υπερημερίες, είχαν ανεβάσει τις επενδύσεις τους στα 209.000 ευρώ. Τα χρήματα αυτά πλέον έχουν χαθεί.
Ο δεύτερος εκ των εγκαλουμένων ασκώντας το επάγγελμα του ιατρού τον Φεβρουάριο του 2007 γνώρισε τον πρώην διευθυντή της εταιρείας.
Πείσθηκε να επενδύσει και στην αρχή του κατέβαλε το ποσό των 1000 ευρώ. Λίγες μέρες μετά έλαβε από την εταιρεία έγγραφό της σχετικό με την επένδυση. Τον έπεισε στη συνέχεια να επενδύσει όσα περισσότερα είχε για να πετύχει την υψηλότερη απόδοση και μάλιστα σε μηνιαία βάση υποσχόμενος ποσοστό της τάξεως του 7%. Του έδωσε έτσι προς επένδυση με δύο επιταγές το ποσό των 100.000 ευρώ. Η επένδυσή του στην πορεία είχε προσεγγίσει τα 227.000 ευρώ.
Παρ' όλες τις οχλήσεις στη συνέχεια προς τα στελέχη της εγκαλούμενης και τον ίδιο το διευθυντή της, δεν μπόρεσε να εξαργυρώσει το κεφάλαιο της επένδυσής του ενώ τον κατέστησαν, όπως τονίζει, για πρώτη φορά στη ζωή του αφερέγγυο μη δυνάμενο να ανταποκριθεί σε συμβατικές του υποχρεώσεις έναντι εργολάβου που ανέλαβε την οικοδόμηση δυο μικρών κατοικιών στη Νότια Ρόδο.
Το τρίτο θύμα γνώρισε τον πρώην διευθυντή του υποκαταστήματος της ασφαλιστικής στις αρχές Νοεμβρίου του 2009. Φέρεται να του υποσχέθηκε αποδόσεις ύψους 5,7% το τρίμηνο. Την 12/11/2009 του κατέβαλε με δυο τραπεζικές επιταγές το ποσό των 40.000 ευρώ και εκείνος τον διαβεβαίωσε ότι τα χρήματά του επενδύθηκαν σε διαχείριση διαθεσίμων και σε ομόλογα εσωτερικού πιο υψηλού κινδύνου.
Την 12/2/2010 υπέγραψε σύμβαση για το ποσό των 40.000 ευρώ προκειμένου να ανανεωθούν για τρεις μήνες, στα ίδια αμοιβαία. Η εκταμίευση όμως των κερδών δεν έγινε παρά μόνο πολύ αργότερα και για ποσό 4.000 ευρώ ενώ ένας τρίτος τον συμβούλευσε να ζητήσει εξαγορά ολοκλήρου της επενδύσεώς του.
Την 12/03/2010 τον επισκέφθηκε και έκτοτε τα χρήματα δεν κατετίθεντο. Στις 8/04/2010 πιστώθηκε ο λογαριασμός του με το ποσό των 711 ευρώ και όπως τον διαβεβαίωσε ότι ήταν μέρισμα και μετά αμέσως θα ακολουθούσε και το κεφάλαιο.
Επικοινώνησε με την εταιρεία τηλεφωνικά στην Αθήνα και εκπρόσωπος αυτής τον διαβεβαίωσε ότι δεν υπάρχει το όνομά του στα αμοιβαία κεφάλαια και ούτε το έντυπο με το λογότυπο της εταιρείας που της απέστειλαν με φαξ είναι έντυπο των αμοιβαίων της εγκαλουμένης.
Το τέταρτο θύμα με τη διαμεσολάβηση του κουνιάδου του δεύτερου των εγκαλούντων τον Νοέμβριο του 2009 επισκέφθηκε τα γραφεία της εγκαλουμένης στη Ρόδο και μετά από μια εβδομάδα σε κλεισμένο ραντεβού επισκέφτηκε στο γραφείο του τον διευθυντή ο οποίος του ανέλυσε το πρόγραμμα της επένδυσης υποσχόμενος αποδόσεις ύψους 5.45% μηνιαίως.
Συμπλήρωσε τα σχετικά έντυπα της εταιρείας, καταθέτοντας το ποσό των 30.000 ευρώ. Με βεβαίωση που του έδωσε αργότερα εβεβαιούτο ότι το ποσό που είχε επενδύσει αυξήθηκε από την απόδοσή του κατά 6.000 ευρώ.
Σε άλλη συνάντηση τον προέτρεψε να μετέχει σε ένα κολοσσιαίο πρόγραμμα όπως το χαρακτήρισε της εταιρείας σε συνάλλαγμα του εξωτερικού και τεράστια απόδοση. Έτσι επένδυσε ποσό της τάξεως των 321,47,97 δολλαρίων.
Μετά όμως από λίγο απεκαλύφθη το σκάνδαλο.
Το πέμπτο θύμα κατά τα μέσα Δεκεμβρίου του 2009 συζητώντας με οικογενειακό του φίλο και πρώτο εκ των εγκαλούντων, σχετικά με την πτώση που σημείωνε λόγω κρίσεως μια μικρή επένδυση που είχε των τριών παιδιών του σε τράπεζα του συνέστησε να αναλάβει από εκεί τα ομόλογα και να τα επενδύσε στην εγκαλούμενη η οποία όχι μόνο δεν είχε πτώση στα αντίστοιχα ομόλογά της, αλλά και άνοδο.
Ρευστοποίησε το αμοιβαίο που είχε των παιδιών του, συμπλήρωσε την αίτηση για τη συμμετοχή του στο αμοιβαίο κεφάλαιο και την απόκτηση των αντιστοίχων μεριδίων, καθώς και την αίτηση προς την ΑΕΔΑΚ και την αποδοχή του κανονισμού που διέπει το αμοιβαίο κεφάλαιο της εταιρείας και παρέδωσε στον πρώην διευθυντή του υποκαταστήματος της ασφαλιστικής τραπεζική επιταγή ύψους 18.000 ευρώ.
Στην πορεία και συγκεκριμένα τον Απρίλιο του 2010 χρειάστηκε χρήματα και συγκεκριμένα 5.500 ευρώ και του ζήτησε να εξαγοράσει μέρος του επενδυθέντος κεφαλαίου του. Του ζήτησε τον αριθμ. λογαριασμού του και του κατέθεσε 2.100 ευρώ. Τον ρώτησε γιατί δεν κατέθεσε τα 5.500 και τον διαβεβαίωσε ανέλπιστα ότι αυτό αφορά την απόδοση και τα υπόλοιπα θα προέλθουν από την εξαγορά.
Μετά από πολλές οχλήσεις του κατέθεσε το υπόλοιπο ποσό των 3.600 ευρώ, δηλαδή συνολικώς 5.700 ευρώ εκ των οποίων, όπως του είπε τα 2.100 ευρώ ήταν απόδοση.
Δέκα ημέρες μετά άρχισε ο θόρυβος οπότε τον επισκέφθηκε στα γραφεία της εταιρείας και τον ανέμενε, πλην όμως μόνο στο τηλέφωνο μπορούσε να τον βρει.
Οι μηνυτές αξιώνουν την άσκηση ποινικής διώξεως εις βάρος των υπαίτιων για τα αδικήματα της απάτης και δη κατ' επάγγελμα και κατ' εξακολούθηση και αυτή της υπεξαιρέσεως αλλά και την κίνηση δίωξης και για ξέπλυμα μαύρου χρήματος.
Τα θύματα εκπροσωπούν οι δικηγόροι κκ Μ Στάγκας, Δημήτριος Ράπτης και Δέσποινα Κοκκάρη. p.r
dimokratiki.gr