10/3/48: Στρατηγός Βαν Φλητ: «Με την αύξουσαν βοήθειαν, ο ελληνικός στρατός θα νικήσει εντός του θέρους.»
17/6/48: Άρχισε σφοδρή δράση πυροβολικού και αεροπορίας εναντίον ανταρτών που έχουν οχυρωθεί στο Γράμμο.
19/8/48: Ο Τίτο διέκοψε την παροχή βοήθειας προς τους αντάρτες.
21/8/48: Εγκατάλειψη του Γράμμου από τον Δημ. Στρατό. (Στρατηγός Κιτριλάκης: Λίαν πιθανόν να καταφύγουν εις Βίτσι προς διάσωσίν των).
24/8/48: Υπολείμματα ανταρτών του Γράμμου καταφεύγουν στην Αλβανία ή υποχωρούν προς το Βίτσι.
30/8/48: Οι Γιουγκοσλάβοι δεν δέχτηκαν στο έδαφός τους αντάρτες του Μάρκου, όταν αυτοί αποπειράθηκαν να περάσουν τα σύνορα.
2/3/49: Σημαντικές νίκες των εθνικών δυνάμεων σε Πελοπόννησο και Στερεά. Άφθονο πολεμικό υλικό ανακαλύπτεται σε σπηλιές και κρύπτες.
30/8/49: «Πυρσός Γ'». Το οδυνηρό τέλος του αντάρτικου.
2/9/49: Η εικόνα του πανικού των ανταρτών παρουσιάζεται παντού στο Γράμμο. Περισυλλέγεται παντός τύπου υλικό από τις εθνικές δυνάμεις, ενώ πτώματα ανταρτών είναι εγκατεσπαρμένα σε διάφορα σημεία των μαχών. (Από το «Πανόραμα του Αιώνα»).
ΚΑΙ το' πε ο Αμερικανός. Το «πρόβλεψε», με τη μαγική σκέψη της δύναμης των όπλων. Ξένης, από μακριά κι ας μην είχαν οι αντάρτες ούτε ένα βόλι.ρωσικό. 4-5 χρόνια πριν Άγγλοι στρατιώτες συνελάμβαναν αθηναίους πολίτες στη «μάχη της Αθήνας» και τα εγγλέζικα αεροπλάνα έσπερναν θάνατο. Πολλοί ισχυρίζονται πως αν βρισκόταν ένας και μόνο ένας λόχος ρώσων στρατιωτών δίπλα τους, άλλη θα' ταν η έκβαση στην αναμέτρηση του Δεκέμβρη. Δεν θα' ταν λόγος κενός ή ευχή εκείνο που ακουγόταν από φανατικούς κομμουνιστές: «θα ρίχναμε τους εγγλέζους στη θάλασσα», που παραπέμπει στο «μια κανονιά να ρίχνανε τα πολεμικά των αγγλογάλλων, το '22, θα γλιτώναμε τη σφαγή στη Σμύρνη».
ΠΗΡΕ τη βαλίτσα του ο στρατηγός (Βαν Φλητ), τ' αστέρια του στον ώμο, το φρόνημά του στο κεφάλι και ταξίδεψε υπερπόντιο ταξίδι μακρινό. Τα όπλα είχαν φτάσει νωρίτερα. Το ίδιο κι οι τροφές, το υλικό και ό,τι θα ενθουσίαζε τον Εθνικό Στρατό (μας), που θα γέμιζε τις αποθήκες και το στομάχι του. Ήταν και η προέλευση του υλικού που θα τόνωνε το ηθικό τους, γεμίζοντας την ψυχή του σιγουριά και ασφάλεια. Θα το' νιωθαν και οι άμαχοι πως κάποια δύναμη τους προστατεύει, μεγάλη δύναμη, «συμμαχική», που θα εξολόθρευε τους Κ/Σ (κομμουνιστοσυμμορίτες). Λίγα τα ψωμιά τους σκέφθηκαν οι «εθνικόφρονες» κι έγιναν πιο.εθνικόφρονες. Δεν θα γλιστρήσει πια κανείς προς τον κομουνισμό, σκέφθηκαν, δεν κινδυνεύουμε, δεν προσκυνάμε κι ας τους (ξανα)δώσουμε ένα μάθημα. Με δίπλα τη μεγάλη δύναμη, αφέντρα σήμερα και πάντα, μη γίνουμε ένα με τους κουρελήδες που δε χόρτασαν ψωμί. Το «Σχέδιο Μάρσαλ» και το «Δόγμα Τρούμαν» είχαν να κάνουν και τα δυο με τον αντικομουνισμό στην Ευρώπη. Θα χόρταιναν ψωμί κι οι έλληνες που μείναν' στην πατρίδα, θα ντύνονταν, αργότερα, με τον ιματισμό της ΟΥΝΡΑ, φτάνει να δήλωναν με λόγια και με έργα πως είναι με τους «Συμμάχους», πως ανήκουνε στη Δύση κι έχουν να κάνουν με τους Αμερικανούς. Για όπλα και φρόνημα. Με την προπαγάνδα αντί πνευματικής τροφής και με το μάτι άγρυπνο μη πλακώσουν μπολσεβίκοι. Κι ας πλάκωσαν Άγγλοι κι Αμερικάνοι στα εσωτερικά μας, άλλοτε για να μας «προφυλάξουν» κι άλλοτε να μας «σώσουν».
ΤΟ' πε ο (αμερικάνος Στρατηγός-χωρίς να τον ρωτήσουν):Εντός του θέρους.τελειώνουμε. Κι ήταν βέβαιος γι αυτό. Δεν το' ξεραν οι μελλοθάνατοι, δεν το ΄ξερε κι ο κόσμος. Τον πέρασαν για πόλεμο «γνήσιο» οι πολλοί, οι λίγοι πονηρεύτηκαν πως το παιχνίδι ήταν φτιαχτό και μόνο το αίμα ήταν πραγματικό κι ο πόνος. Απ' τις λιγοστές εφημερίδες που κυκλοφορούσαν και τα ελάχιστα ραδιόφωνα, μάθαινε ο κόσμος όσα του επέτρεπαν να μάθει. Τα άλλα, τα ψιλά και πονηρά τα κράταγαν για τον εαυτό τους. Δεν είχε ανάγκη το «χωνί» - αυτό είχε να κάνει με τους αντάρτες και την πληροφόρησή τους. Για την προπαγάνδα και τα συνθήματα, για κάλεσμα των χωριανών να παραβρεθούν σε «δίκες» στα λαϊκά δικαστήρια και στα ανταρτοδικεία. Να καμαρώσουν εκεί τη δικαιοσύνη.ολόρθη, απ' το λαό και για το λαό. Και με σκοπιμότητα που συχνά δεν κρύβονταν. Για τιμωρία ενόχων και παραδειγματισμό. Με εκτέλεση «επί τόπου» , καμιά φορά, μη προλάβει και δώσει ο Μάρκος χάρη. Για να χαρούν και κάποιοι που είχαν βγάλει τη δικιά τους κρίση και συνέπιπτε μ' εκείνη των «δικαστών». Για να λέει ο αγράμματος Γούσιας στον ιδεολόγο και αγωνιστή Γιαννούλη, λίγο πριν τον εκτελέσουν: «Μου ξέφυγες. Αυτήν τη φορά δεν μου γλιτώνεις». Οι.δικαστές «συσκέπτονταν» κάτω απ' τον πλάτανο, ανακοίνωναν την απόφαση και τραβούσαν για το .καφενείο. Έτσι φτιάχτηκε η «Ελένη» τους, από μια τέτοια «δίκη», έτσι γράφτηκε και «Η άλλη Ελένη», σαν απάντηση κι άντε να βγάλεις άκρη.
ΤΟ τέλος πλησίαζε, το' νιωθαν κι οι αντάρτες, μα δεν ήταν για πίσω. Ήταν ο Γράμμος το φυσικό τους ορμητήρι κι από δω και πέρα το καταφύγιο κι η ελπίδα τους. Με νάρκες στα περάσματα για το στρατό, με πολυβολεία, συρματοπλέγματα διπλά και με τριπλοσκοπιές που ημέρευαν το φόβο τους κι έτρεφαν την ελπίδα, μα κοίταζαν συχνά τον ουρανό. Από 'κει θα' ρχόταν ο θάνατος και το' χαν νιώσει, όταν τους σφυροκοπούσαν τ' αεροπλάνα με κάθετες εφορμήσεις. Και ταμπουρώνονταν στο καταφύγιο αντί να δίνουν μάχη, μέχρι να περάσει ο κίνδυνος. Χωρίς να το προβλέπουν πότε θα τους ξανάρθουν τ' αεροπλάνα για να σκορπίσουν τρόμο και προκηρύξεις. Για τους «κουρελήδες» που δεν έχουν άλλη διαφυγή απ' την παράδοση και για τον «αγώνα» τους, που δεν έχει μέλλον και συνέχεια. Δεν είναι στο ξεκίνημα για να' χουν την ψυχολογία του μαχητή που δεν φοβάται, ελπίζει και αγωνίζεται. Στο Γράμμο μύριζε ήττα, θάνατο και συντριβή. Μύριζε και βόμβες ΝΑΠΑΛΜ. Για πείραμα, επίδειξη και απειλή σε στόχο ζωντανό, φτηνό και.συμμαχικό. Δεν είχαν περιθώρια για σχεδιασμούς οι «στρατηγοί» του βουνού κι ήταν το λάθος τους να πέσουν στην παγίδα του «τακτικού στρατού». Να περάσει, δηλαδή, του Ζαχαριάδη η άποψη για οργάνωση και μετατροπή του Δ.Σ. (Δημοκρατικός Στρατός) σε κανονικό στρατό κι ας μην υπήρχαν οι προϋποθέσεις (όπλα, πολεμοφόδια, πειθαρχία, εκπαιδευμένοι αξιωματικοί.). Ο Μάρκος κάτι ήξερε και επέμενε στον παρτιζάνικο χαρακτήρα του αγώνα, μα ήταν αργά για τέτοια.
ΧΟΡΤΑΤΟΣ και οπλισμένος ο Ε.Σ. (Εθνικός Στρατός) έδινε κι αυτός τον υπέρ πάντων αγώνα του. Ο Γράμμος οριοθετούσε την προσπάθειά του με μια νίκη που δεν ήρθε απ' τον ουρανό, δεν ήταν τυχαία, δεν προέκυψε από καμιά αμφισβήτηση της έκβασης και του τελικού αποτελέσματος. Το σχέδιο «Πέργαμος» έγινε «Ιέραξ» (Άνοιξη '48) και η «Κορωνίς» έδωσε τη σκυτάλη στον «Πυρσό Γ΄» (1949), για το τελικό χτύπημα και την «αυλαία» στο Γράμμο.
ΕΚΕΙ, στον Γράμμο, παίχτηκε η τελευταία πράξη της τραγωδίας του Εμφυλίου. Εκεί τα' δωσε όλα ο Ε.Σ. και τα πήρε όλα απ' τους αντάρτες. Και το σώμα και την ψυχή τους. Ό,τι απόμεινε τράβηξε για τις σοσιαλιστικές χώρες. Χωρίς να' ναι εύκολη η φυγή. Είχανε σφάξει κι οι δυο πλευρές όσους μπόρεσαν. Αντάρτες εκτέλεσαν δεμένους πισθάγκωνα και «εθνικόφρονες» πούλαγαν μάτια κι αυτιά κομουνιστών σε κουβάδες- μια λίρα το κομμάτι. Είχαν, νωρίτερα, κάνει το παιδομάζωμά τους. Για διαφορετικούς λόγους η κάθε πλευρά. Με αλήθειες και προσχήματα. Θα μάθαιναν τέχνες τα «παιδιά της Φρειδερίκης», θα σπούδαζαν στα πανεπιστήμια σοσιαλιστικών χωρών τ' ανταρτοπαίδια. Στον Γράμμο έπεσε η αυλαία κι ο σκηνοθέτης δεν βγήκε στη σκηνή. Θα τον γιουχάριζαν, αν έβγαινε, κι κόσμος θα μάθαινε για σκηνοθέτες και πρωταγωνιστές του έργου «αντικομουνισμός και μέθοδοι εξουδετέρωσης του αντιπάλου».
ΤΟΝ γνώρισα στην Ουγγαρία. Εκεί βρέθηκε ο παλιός αντάρτης του Γράμμου, παντρεύτηκε την αντάρτισσα, έκαναν παιδιά και οικογένεια. Ορκίστηκε ο «Η» να μη ξανάρθει στην Ελλάδα, όταν η χούντα του απαγόρευσε να' ρθει στην κηδεία του πατέρα του. Πολιτογραφήθηκε Ούγγρος κι ας μην ήταν Μαγυάρος. Έμενε στην ωραία Βουδαπέστη. Βρεθήκαμε εκεί τουρίστες, γύρω στο '80, νοικιάσαμε στου κυρ Απόστολου και οι λίγες μέρες παραμονής μας γίναν' πολλές. Με ατέλειωτες κουβέντες στους ανθισμένους κήπους, στα τετράγωνα μικρών πολυκατοικιών. Μας είπαν πως τα περιποιούνται εκ περιτροπής οι ένοικοι κι ήταν αυτό ένα δείγμα σοσιαλιστικής πρακτικής στα «μικρά». Και στα μεγάλα έτσι ήταν η Ουγγαρία, με τον πολιτισμό και το μέτρο να κυριαρχεί στον δημόσιο και τον ιδιωτικό βίο. «Με δημοκρατία» ισχυρίζονταν ο «Η». Στη «Δημοκρατία της Ουγγαρίας» μπορούσες να διαμαρτυρηθείς για κάποια πράγματα, ωστόσο, δεν μπορούσες να «βρίσεις» τον Πρωθυπουργό. Τα σπίτια που τα κατοικούσαν έλληνες «πολιτικοί πρόσφυγες» τους τα' χαν «δανείσει» και τα ξεπλήρωναν με τον μισθό τους. Όταν το κράτος μπορούσε, μοίραζε σπίτια, με κάποια (τυπική) προτεραιότητα. Ρώτησα τον «Η» αν θ' άλλαζε η σειρά για κάποιον.ημέτερο. «Τι λες, αν έχεις το 'ξαδερφάκι σου να περιμένει σπίτι απ' το κράτος κι εσύ μπορούσες γιατί κατείχες πόστο, δεν θα την άλλαζες;» μου' πε και η κουβέντα σταμάτησε εκεί όπου αρχίζουν οι γνωριμίες και τελειώνει ο σοσιαλισμός.
ΕΚΕΙ, στην κοινή αυλή του τετραγώνου και με σπίτια διώροφα τριγύρω, κάναμε ατέλειωτες κουβέντες με άλλους πρόσφυγες, από «τότε». Ο τόπος μοσχομύριζε κι όλοι καθόταν στο παγκάκι. Ο ένας με τις πατερίτσες, ο άλλος χωρίς χέρι, ο παρ' άλλος με ένα μάτι στο παραμορφωμένο κρανίο που δε σου' κανε καρδιά να τον κοιτάξεις.Κανένας τους «αρτιμελής» κι όλοι κάτι είχαν να σου διηγηθούν μιλώντας ελεύθερα κι αυτό μας έρχονταν παράξενο. Κοινός έβγαινε από μέσα τους ο καημός να γυρίσουν στην πατρίδα. Ίσως να νόμιζαν πως κι εδώ ελεύθερα θα μιλούσαν.
ΜΑΣ είπε κι άλλα πολλά και ενδιαφέροντα ο «Η». Ήταν από χωριό του Έβρου. Βγήκε στο βουνό, πήρε μέρος σε μάχες, καμάρωνε για τον Δημοκρατικό Στρατό, αργότερα βρέθηκε στο Γράμμο κι έφυγε μέσω Βουλγαρίας για τη Βουδαπέστη. «Με κουβαλούσαν, τραυματία, μέσα σε μια κουβέρτα. Κουράστηκαν και θ΄λησαν να απαλλαγούν απ' το «φορτίο». Τους ακούω και παγώνει το αίμα που μου απόμεινε:
-Τον σαβουρντάμε;
Τότε είπα μέσα μου «ήρθε το τέλος», αλλά στάθηκα τυχερός.
ΕΚΕΙ στη Βουδαπέστη, μας πήγαινε στα λουτρά με τις πισίνες το ζεστό νερό, τις αίθουσες για ηλιοθεραπεία πάνω σε ανάκλιντρα σαν ρωμαίοι βασιλιάδες κι όλα αυτά με ένα συμβολικό εισιτήριο αξίας όσο μερικές ελληνικές δραχμές. «Ανήκαν κάποτε σε βασιλιάδες, τώρα δόθηκαν στο λαό-αυτό θα πει σοσιαλισμός», έλεγε με καμάρι ο φίλος μας.
ΜΙΑ μέρα που πηγαίναμε για τη λίμνη Μπάλατον (θέρετρο πανευρωπαϊκού ενδιαφέροντος), μας σταμάτησαν αστυνομικοί, γιατί μας έλειπε μια υπογραφή. Χωρίς δεύτερη κουβέντα, μας ανάγκασαν να γυρίσουμε πίσω καμιά 600 χιλ. Φτάνουμε ξανά στη Βουδαπέστη. Κατάφεραν να μας τρομάξουν κι ήμασταν αρκούντως πειθαρχικοί. Μας ξελάσπωσε ο «Η», με τα «μέσα», τις γνωριμίες και το φιλότιμό του. Βρεθήκαμε στο Τμήμα και περιμέναμε την υπογραφή. Δίπλα μας ένας αστυνομικός, με στολή, έδειχνε να συζητάει με κάποιον. Για αρκετή ώρα κουβέντιαζαν χαμηλόφωνα και ξαφνικά του αστράφτει ένα γερό χαστούκι ο αστυνομικός. Δημόσια, μπροστά μας. Ο «Η» μας.έλυσε την απορία.
-Είναι μεθυσμένος.
-Ο αστυνομικός;
-Όχι. Ο πολίτης. Του χρειαζόταν.
-Και πού το ξέρεις, φίλε;
-...
Ύστερα, χώθηκε ο «Η» στο γραφείο του διοικητή και συζητούσαν ώρα πολλή, περισσότερη απ' όση χρειάζεται για μια.υπογραφή. Το σύστημα έχει τις μεθόδους του. Και τους ανθρώπους του. Πιστούς που ράβουν και δένουν κι άλλους που υπομένουν, σιωπούν και ανέχονται. Ντόπιους και αλλοδαπούς. Φτάνει να συμφωνούν στο φρόνημα. Παντού τα πάντα.
ΕΔΩ τελειώνουμε και πάει ο νους μας στο «γιατί». Αυτό βασάνισε τους πρωταγωνιστές του Εμφυλίου κι είπαμε πως θ' απαντηθεί, μετεμφυλιακά. Λάθος. Στα χρόνια που ακολούθησαν, δίσεκτα χρόνια, πέτρινα, το «γιατί» μεγάλωνε κι έμενε αναπάντητο. Με την Ιστορία να κρατάει ψηλά τη γραφίδα της μη κάνει λάθος, τη ζυγαριά μια δω μια κει και την Ελλάδα μέχρι σήμερα να κλαίει για τα παιδιά της. Συγγενείς ήταν, εξ αίματος. Ήταν αδέρφια. Το αίμα τους ήταν δικό της αίμα.
Θ.Ν.