Εγώ θα έλεγε ότι ακόμα και τα λίγα λεφτά δεν φέρνουν την ευτυχία - ότι τα λεφτά, γενικά, δεν φέρνουν την ευτυχία αλλά το θέμα, σ' αυτή την ανάρτηση...δεν είναι ακριβώς (τουλάχιστον όχι άμεσα) η ΕΥΤΥΧΙΑ παρά η τολμηρή ηρωίδα που παράτησε τον τρόπο ζωής που έκανε και επέλεξε να ζει δίχως λεφτά κάτι που επί 13 χρόνια, τώρα, και με επιτυχία και με Ευτυχία κάνει!
Παλαιότερα, που κι εγώ έγραφα στα 4-5 blogs μου, έχω κάνει μια ανάρτηση γι αυτή την κυρία αλλά είδα ότι η ιστορία της πήρε διαστάσεις όχι μόνο στην ελληνική μπλογκόσφαιρα αλλά και στον Τύπο στην Σουηδία και σκέφτηκα να σας την στείλω 1- επειδή θεωρώ πως τέτοια παραδείγματα πρέπει να τα προωθούμε και να τα προβάλλουμε και 2- να δουν οι αναγνώστες ότι με την κρίση, και με τα λιγότερα λεφτά στην τσέπη, η ζωή μας ΔΕΝ καταντά χειρότερη και αυτό θα σας το αποδείξει η κυρία!
Ακολουθεί η ιστορία της:
"Ακόμα και εάν δεν έχεις τίποτα, αξίζεις πολλά..."
Η πρώην καθηγήτρια Χαϊντεμαρίε Σβέρμερ ζει χωρίς χρήματα τα τελευταία 13 χρόνια στη Γερμανία. Άρχισε ως πείραμα, αλλά τώρα ...δεν το αλλάζει με τίποτα. Και είναι πεπεισμένη ότι αυτό είναι το μέλλον της κοινωνίας μας.Πριν από 22 χρόνια η Χαϊντεμαρίε Σβέρμερ, καθηγήτρια γυμνασίου, μόλις έβγαινε από ένα επώδυνο διαζύγιο και αποφάσισε να μετακομίσει μαζί με τα δύο παιδιά της στο χωριό Λούνεμπουργκ, κοντά στο Ντόρτμουντ της Γερμανίας. Εκεί, όπως παρατήρησε αμέσως, οι άστεγοι ήταν πάρα πολλοί και σε άθλια κατάσταση. Ενοχλήθηκε πολύ. «Δεν είναι σωστό αυτό, δεν μπορεί να συνεχιστεί», σκέφτηκε. Έπειτα από αρκετή σκέψη έφτιαξε το Τauschring, ένα μέρος όπου οι άνθρωποι μπορούν να προσφέρουν τις υπηρεσίες με αντάλλαγμα υλικά αγαθά, μια ζώνη όπου δεν χρησιμοποιούνται χρήματα: ένα κούρεμα μπορεί να ανταλλαγεί με το σέρβις ενός αυτοκινήτου, μια παλιά τοστιέρα μπορεί να ανταλλαγεί με δύο χρησιμοποιημένες καμπαρντίνες. Το αποκάλεσε «Gib und Νimm» δηλαδή «Πάρε- Δώσε».
Η 67χρονη σήμερα Σβέρμερ πίστευε πάντα ότι οι άστεγοι δεν χρειάζονται χρήματα προκειμένου να επανενταχθούν στην κοινωνία: αντίθετα θα πρέπει να δώσουν μόνοι τους αξία στον εαυτό τους με το να γίνουν χρήσιμοι, παρά τα χρέη, την ένδεια ή την ανεργία. «Πιστεύω ότι ακόμα και εάν δεν έχεις τίποτα, αξίζεις πολλά. Ο καθένας μας έχει μια θέση στον κόσμο».
Οι άστεγοι του Ντόρτμουντ όμως δεν ανταποκρίθηκαν αμέσως στο σχέδιό της και ελάχιστοι εμφανίστηκαν στο Τauschring. Κάποιοι μάλιστα της είπαν εξαγριωμένοι ότι μια γυναίκα μεσαίας τάξης με μόρφωση δεν θα μπορέσει ποτέ να κατανοήσει τι περνούν. Αντίθετα, ήταν κυρίως οι άνεργοι και οι συνταξιούχοι που άρχισαν να εμφανίζονται όλο και συχνότερα στο Τauschring, με τα χέρια τους γεμάτα πράγματα που βρίσκονταν αχρησιμοποίητα επί χρόνια στα σπίτια τους ή έτοιμοι να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους: συνταξιούχοι κομμώτριες προσφέρθηκαν να κουρέψουν άνεργους ηλεκτρολόγους οι οποίοι με τη σειρά τους θα έφτιαχναν τις κουζίνες των γυναικών. Συνταξιούχοι Βρετανοί δάσκαλοι παρέδιδαν μαθήματα αγγλικών σε νέους με αντάλλαγμα να βγάζουν βόλτα τους σκύλους τους. Ούτε ένα μάρκο δεν άλλαξε χέρια.
Η επιτυχία του πειράματος προκάλεσε στη Σβέρμερ ερωτήσεις για τον τρόπο ζωής της. «Άρχισα να καταλαβαίνω ότι ζούσα με πολλά πράγματα που δεν χρειαζόμουν. Έτσι αποφάσισα ότι δεν θα αγόραζα τίποτα χωρίς να δώσω κάτι άλλο. Έτσι ξεκίνησα. Μετά άρχισα να αναρωτιέμαι τι χρειάζομαι πραγματικά, για παράδειγμα ρούχα, και ανακάλυψα ότι μπορούσα να τα βγάλω πέρα με όσα κρέμονταν μόνο σε 10 κρεμάστρες. Όλα τα άλλα τα χάρισα. Το να ξεφορτωθώ τόσα πράγματα ήταν μια πραγματική ανακούφιση».
Έπειτα από λίγο, ακόμα και η τεράστια συλλογή με τα βιβλία της άρχισε να την ενοχλεί και η Σβέρμερ τα έδωσε σε ένα κατάστημα με βιβλία από δεύτερο χέρι. Τα χάρισε όλα. «Ήθελα να μείνω μόνο με τα απολύτως απαραίτητα».
«Η ζωή έγινε πιο συναρπαστική, πιο όμορφη»
ΟΣΟ ΠΙΟ ΑΣΚΗΤΙΚΑ ζούσε η Σβέρμερ τόσο πιο χαρούμενη ήταν. Το 1995 ασχολούνταν πολύ με το Τauschring και συνειδητοποίησε ότι η δουλειά της δεν την ικανοποιούσε. «Πάντα ήμουν άρρωστη με γρίπη ή πονοκέφαλο και ποτέ δεν συνειδητοποιούσα τη σύνδεση μεταξύ των σωματικών συμπτωμάτων μου και του γεγονότος ότι ήμουν δυστυχισμένη στη δουλειά μου». Έναν χρόνο αργότερα, το 1996, πήρε τη μεγαλύτερη απόφαση της ζωής της: να ζει χωρίς χρήματα. Παράτησε το διαμέρισμα και τη δουλειά της και άρχισε να ζει νομαδικά με «έναν ακραίο τρόπο ζωής», όπως παραδέχεται. Γύριζε από σπίτι σε σπίτι, προσφέροντας χειρωνακτικές εργασίες. Σκόπευε να το κάνει μόνο για 12 μήνες. Όμως της άρεσε τόσο πολύ που δεν μπορούσε να το σταματήσει. Δεκατρία χρόνια αργότερα, συνεχίζει να ζει βάσει των αρχών τού «Πάρε- δώσε». «Η ζωή έγινε πιο συναρπαστική, πιο όμορφη. Είχα όλα όσα χρειαζόμουν και ήξερα ότι δεν μπορούσα να επιστρέψω στην παλιά μου ζωή. Δεν έπρεπε πια να κάνω όσα δεν μου άρεσαν, αισθανόμουν μεγάλη χαρά και σωματικά αισθανόμουν καλύτερα από ποτέ». Ζει ακόμα έτσι. Μένει κάθε εβδομάδα σε διαφορετικό σπίτι μελών του Τauschring, καθαρίζοντας ή κάνοντας άλλες δουλειές ως αντάλλαγμα. Έχει 200 ευρώ για κατάσταση έκτακτη ανάγκης και όλα τα άλλα χρήματα που πιάνει στα χέρια της τα χαρίζει. Δεν έχει υγειονομική περίθαλψη, αλλά πιστεύει στη δύναμη της αυτοθεραπείας.
Πιστεύει πραγματικά ότι το δικό της παράδειγμα μπορεί να αποτελέσει το μέλλον σε μια κοινωνία όπου «όλοι αγοράζουμε για να γεμίσουμε το κενό μέσα μας. Και αυτό το κενό και τον φόβο της απώλειας τον εκμεταλλεύονται οι μεγάλες εταιρείες».