Την ημέρα της γιορτής, αρκετές οικογένειες από το Αυλωνάρι, δέκα-δώδεκα και δύο-τρεις από το Μαντράκι, μαγείρευαν το πατροπαράδοτο κεσκέσι. Σιτάρι κομμένο στο χειροκίνητο μύλο, λάδι, αλάτι, κύμινο, καθώς και ρεβύθια με το ρύζι. Αν μαγείρευαν και χταπόδι με το ρύζι δεν θυμάμαι.
Την παραμονή... της γιορτής οι οικογένειες που μαγείρευαν τα φαγητά ξεκινούσαν από το πρωί. Φόρτωναν τα ζωντανά τους-αυτοκίνητα δεν υπήρχαν τότε, ούτε και δρόμος αμαξιτός, τουλάχιστον από το εκκλησάκι του Αγίου Μελετίου και πάνω- ξύλα για τη φωτιά, καζάνι φρεσκογανωμένο, τεντζερέδια, κουτάλες ξύλινες για το ανακάτωμα του φαγητού και ό,τι άλλο θα χρησιμοποιούσαν για το μαγείρεμα και την ώρα του φαγητού, δύο-τρεις καθαρές κουρελούδες για να στρώσουν στο χώμα την ώρα του φαγητού, ένα-δύο σεντόνια και καμιά κουβερτούλα για ολιγόλεπτο ύπνο εναλλάξ για αυτούς που θα ασχολούντο με το μαγείρεμα.
Τις οικογένειες αυτές βοηθούσαν και πολλοί συγγενείς και γείτονες, γιατί η διαδικασία του μαγειρέματος διαρκούσε πολλές ώρες. Ξεκινούσε δύο με τρεις το απόγευμα της παραμονής και τελείωνε μετά τα μεσάνυκτα. Τα καζάνια, τη διάρκεια της νύχτας, φώτιζαν με λουξ και λάμπες ασετιλίνης.
Μόνιμος καφετζής το διήμερο εκείνο ήταν ο μπάρμπα Γιάννης ο Κουβαρντόγιαννης βοηθούμενος από τα παιδιά του. Έστηνε το υπαίθριο καφενεδάκι του κάτω από μια μεγάλη ελιά που υπήρχε, και σίγουρα θα υπάρχει ακόμη, λίγο πριν την είσοδο στην αυλή της εκκλησίας, με τα απαραίτητα: δύο-τρία σιδερένια τραπεζάκια, πέντε-έξι καρέκλες και το μπουφέ του. Καφέ φρεσκοκαβουρντισμένο, τον οποίο έκοβε επί τόπου με το χειρόμυλο, ζάχαρη, βανίλια, φυστίκι, ουζάκι, σταμνούλα για το νερό και τα σχετικά νεροπότηρα και φλιτζάνια.
Νερό για το μαγείρεμα, για να πίνει ο κόσμος, έπαιρναν από ένα πηγαδάκι που υπήρχε λίγο πιο κάτω από το εκκλησάκι και που φρόντιζε να είναι πάντα καθαρό και σκεπασμένο, η οικογένεια Χαράλαμπου Αϊδίνη (Κουλοχαράλαμπου). Πεντακόσια-εξακόσια μέτρα νοτιότερα από το εκκλησάκι, είχαν το μαντρί τους. Κτηνοτροφική μονάδα της εποχής εκείνης με πολλά πρόβατα, δεν ξέρω αν είχαν και κατσίκια, και τις περισσότερες μέρες του χρόνου, χειμώνα-καλοκαίρι τις περνούσαν εκεί.
Την παραμονή της γιορτής προς το βράδυ και ενώ οι φωτιές στα καζάνια είχαν ανάψει, γινόταν ο εσπερινός. Παπάς ερχόταν από το μοναστήρι, θυμάμαι τον μακαρίτη παπα-Παύλο, τον οποίο βοηθούσε και ο παπάς του Αυλωναρίου. Θυμάμαι τους αοίδιμους παπά-Πελή παλαιότερα και παπα-Παναγιώτη αργότερα. Την άλλη μέρα, γιορτή του Αγίου, κόσμος πολύς πήγαινε στο εκκλησάκι, από το Αυλωνάρι και τα γύρω χωριά Αχλαδερή, Μαντράκι, Δάφνη, Λοφίσκο, άλλοι με τα πόδια και άλλοι με τα γαϊδουρέλια και τα άλογά τους.
Όλα τα χωράφια γύρω από το εκκλησάκι γέμιζαν με γαϊδαράκους και άλογα. Τη μνήμη του Αγίου τιμούσε με την παρουσία του και ο μητροπολίτης Καρυστίας και Σκύρου Παντελεήμων. Στην ιεροπανήγυρη του Αγιάννη ήταν πάντα παρόντες και οι οργανοπαίκτες από την Αχλαδερή Γκίκας λίρα και Λολάρης βιολί. Ερχόντουσαν και σαν προσκυνητές, αλλά περισσότερο για να οικονομήσουν ένα καλό μεροκάματο.
Στη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας και λίγο πριν τελειώσει, έκανε ο Δεσπότης το καθιερωμένο κήρυγμα και τελειώνοντας η λειτουργία, Δεσπότης, παπάδες και ιεροψάλτες πήγαιναν στα καζάνια με το φαγητό αρχίζοντας από την ανατολική μεριά. Διάβαζε ο Δεσπότης μια ευχή και μετά με ένα κουτάλι που του έδινε η νοικοκυρά του καζανιού δοκίμαζε το φαγητό και ευχόταν «χρόνια πολλά και του χρόνου». Περνούσε όλα τα καζάνια με τον τρόπο αυτό και τελειώνοντας άρχιζε το φαγητό. Οι νοικοκυρές του κάθε καζανιού έστρωναν τα στρωσίδια, πετσέτες, πιάτα και άρχιζε το σερβίρισμα. Στο κάθε τραπέζι κάθονταν συγγενείς, γείτονες και γνωστοί.
Περνώντας από την τοποθεσία Καναπιτσιά, με τα καλύτερα αμπέλια του Αυλωναρίου, πολλοί ιδιοκτήτες και φίλοι μπαίναμε στα αμπέλια και έτσι μετά το φαγητό τρώγαμε και το σχετικό φρούτο.
Από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 κτίστηκε στο Αυλωνάρι ένα καινούργιο εκκλησάκι στη μνήμη του ιδίου Αγίου, σε πολύ κοντινή απόσταση από το χωριό, στην τοποθεσία Ελαία, και έτσι οι νοικοκυρές που μαγείρευαν τα φαγητά στον Αγιάννη (Μετόχι), τώρα τα μαγειρεύουν στο καινούργιο εκκλησάκι, αλλά για λίγα χρόνια δεκαοκτώ με είκοσι. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, απ’ ό,τι ξέρω, το φαγητό, πέντε-έξι καζάνια, μόνο κεσκέσι, το προσφέρει η εκκλησία αναλαμβάνοντας όλα τα έξοδα στα οποία συνεισφέρουν και πολλοί Αυλωναρίτες, άντρες και γυναίκες.
Στον παλιό Αγιάννη, απ’ ό,τι ξέρω, μαγειρεύουν ένα καζάνι μία οικογένεια από το Αυλωνάρι και ένα ή δύο καζάνια κάποιες οικογένειες από το Μαντράκι.
Υ.Γ.
Σήμερα την παραμονή της εορτής ξεκινάει η προετοιμασία του κεσκεσίου, η οποία κρατά όλη τη νύχτα με το ανακάτεμα στα καζάνια. Ανήμερα της εορτής μετά το πέρας της Λειτουργίας σερβίρεται στον κόσμο!
http://clopyandpaste.blogspot.com/2010/08/blog-post_3734.html