χρησιμοποιούν μισές-μισές λέξεις δύο διαφορετικών γλωσσών σε μια ίδια φράση, από άγνοια ή σκόπιμα.
Επίσης, τα λεγόμενα «φραγκολεβαντίνικα» είναι όταν χρησιμοποιείται το λατινικό αλφάβητο για να γραφτούν ελληνικές λέξεις, όπως παλιά, στη Διασπορά, όταν και όπου δεν υπήρχε διαθέσιμο ελληνικό πληκτρολόγιο.
Εδώ μιλάμε για καθαρά γαλλικές λέξεις που, από άγνοια ή επιδειξιομανία
των παλαιοτέρων, αφομοιώθηκαν και ενσωματώθηκαν στα ελληνικά με την,
κατά το δυνατόν, ίδια προφορά και σχεδόν πάντα με το ίδιο νόημα.
Το παρουσιάζω στο σλανγκρ γιατί φρονώ ότι, κατά κάποιαν έννοια, τούτες
οι λέξεις είναι σλανγκ, και διότι πολύ λίγες απ'αυτές βρίσκονται στα
«ευπρεπή» λεξικά. Εννοείται ότι δεν εξαντλείται εδώ το θέμα. Απλώς
έβαλα στη σειρά όσα θυμόμουνα ... Τι να σου κάνει ένα μυαλό
χειμώνα-καλοκαίρι ...
αβάν-γκαρντ => avant-garde
αβαντάζ=> avantage
αγκράφα=> agrafe
ανφάν γκατέ => enfant gΓΆte'
ασανσέρ => ascenseur
ατού=> atout (στα χαρτιά)
βαποριζατέρ=> vaporisateur (spray)
βερνισάζ => vernissage
βολάν => volant.
γκανιάν => gagnant
γκαράζ => garage
γκαρσονιέρα => garΓ§onniΓ¨re
γκραν-γκινιόλ => grand-guignol
εκλαντόρ => «e'clat d'or»
εκλέρ ή εκλαίρ => e'clair (comme au chocolat)
ενζενύ => inge'nue
εξτραφόρ => extra fort
εστέτ => esthΓ¨te
ζάντα => jante
ζεμανφού,
ζεμανφουτισμός,
ζεμανφουτίστας => je m'en fous, je m'en foutisme, je m'en foutiste
ζεν πρεμιέ => jeune premier
καλσόν => caleΓ§on (όχι το αντρικό σώβρακο)
καμουφλάζ => camouflage
καπό => capot.
καρέ=> carre' (το χτένισμα)
καρέ=> carre' (στο πόκερ)
καρέ-καρέ=> carre' (par) carre'
καρμπυρατέρ ή καρμπιλατέρ => carburateur
καρμπόν => carbon(e)
καρό=> carreau (στα χαρτιά)
κασκαντέρ=> cascadeur (όχι το αγγλικό stuntman)
κέντα => quinte (μόνο στο πόκερ)
κλισέ => cliche'
κλος => cloche (για φούστα, όχι για καμπάνα)
κολάν => collant
κομπλέ => complet ή comble'
κομφόρ => confort
κονσομασιόν => consommation
κονσοματρίς => consommatrice
κοντέρ => compteur
κουλέ(ς) => coule'e (μόνο στο μπιλιάρδο)
κουμπλάν => coup blanc
κουπ=> coupe (de cheveux)
κραγιόν => crayon
κρουασάν => croissant
κρουπιέ(ς) => croupier
λεβιέ ή λεβιές => levier
μαιν-κουράντ => main courante (για ξενοδοχεία)
μακό => maco (βαμβακερό ύφασμα)
μανικιούρ => manicure
μανόν => manon (για τα νύχια)
μαρόν γκλασέ => marron glace'.
μασάζ => massage
μασέζ => masseuse
μασπιέ(ς) => marchepied
μενού / μενύ=> menu
μιζανπλί => mise-en-plis
μιλφέιγ ή μιλ-φέιγ = > mille-feuilles
μιξάζ => mixage
μοντάζ => montage
μπαμπά => baba (comme au rhum)
μπαράζ => barrage
μπιγκουντί => bigoudis
μπισκότο => biscotte / biscuit
μπιφτέκι => bifteck (γαλλ.) beefstake (αγγλ.)
μπλε μαρέν => bleu marine
μπον φιλέ => bon filet
μπουάτ=> boΓte (de nuit)
μποϋκοτάζ => boycottage
μπούρδα => bourde
μπουρζουά(ς) => bourgeois.
μπουρζουαζία => bourgeoisie.
μπουφέ=> buffet
μπρικόλα => bricole (μόνο στο μπιλιάρδο)
νουβέλ βαγκ => nouvelle vague
ντεμπραγιάζ ή αμπραγιάζ => de'brayage.
ντεφιλέ=> de'file' (στη μόδα)
ντουί=> douille
οπερατέρ => ope'rateur
παλτό=> paletot
παρτενέρ=> partenaire
παρφαί => parfait (γλύκισμα ή/και παγωτό)
πασπαρτού => passe-partout (γενικό αντικλείδι)
πεντικιούρ => pe'dicure
περμανάντ => permanente
πετάλι ή πεντάλι => pe'dale (όχι η αδερφή).
πικέ(ς) => pique' (μόνο στο μπιλιάρδο)
πλασέ => place' (σε ιπποδρομίες)
πλατό=> plateau (στο σινεμά)
πλαφόν => plafond (οικονομικός όρος, καμιά σχέση με ταβάνι)
πλερέζα => pleureuse (αρχικά = μοιρολογίστρα)
πλισέ => plisse'
πορ - μπαγκάζ => porte-bagages.
πουά=> pois (σε σχέδιο)
πουρμπουάρ => pourboire
πρενς ντε γκαλ => «Prince de Galles» (το ύφασμα)
πριβέ => prive'
προφίλ, τρουά-καρ, αν-φας => profil, trois-quarts, en face (πόζες σε
φωτογραφίες)
πτι-φουρ => «petit four»
ρεμούλκα => remorque
ρεπορτάζ => reportage
ρεζερβουάρ=> re'servoir
ροζ => rose (couleur)
ρουά ματ => roi mat
ρουζ => rouge (Γ lΓ¨vres)
σαμποτάζ => sabotage
σαμπρέλα => chambre Γ air
σανβουάρ => sans voir (συνώνυμο: αβλεπί)
σεζ-λονγκ => chaise-longue
σένιος => signe'
σεπαρέ => se'pare'
σερβί => servi (στο πόκερ)
σερί => se'rie
σινιέ=> signe' (griffe, sigle)
σινιόν=> chignon
σουμπρέτα => soubrette
σουξέ => succΓ¨s
σπασουάρ => suspensoir
σπιράλ => spiral (ενδομήτριο αντισυλληπτικό / εντομοκτόνο)
ταπί => tapis (=> fauche', καμία σχέση με χαλί).
τεραίν ή τερέν => terrain
τιράζ => tirage
τουρνικέ(ς) => tourniquet (μόνο στο μπιλιάρδο)
τρακ => trac
τρουά-καρ => trois-quarts (3/4)
τρυκ ή τρικ => truc
φαβορί=> favori (σε παιχνίδια, αγώνες, κλπ.)
φαβορίτα=> favori
φαμ φατάλ => femme fatale
φανταιζί=> fantaisie
φέιγ-βολάν => feuille(s) volante(s)
φερμουάρ => fermoir
φιλμ νουάρ => film noir
φίνα=> fine (στο μπιλιάρδο)
φιναλίστ=> finaliste
φοντύ => fondu(e)
φραπέ(ς) => frappe' (παγωμένος, όχι μόνο ο καφές)
φρένο => frein.
Πηγή: slang.gr