tromaktiko: Σήμερα θα μάθουμε το γλωσσάρι... frangrec

Πέμπτη 19 Αυγούστου 2010

Σήμερα θα μάθουμε το γλωσσάρι... frangrec



Το παρακάτω γλωσσάρι frangrec δεν πρέπει να θεωρηθεί ισότιμο με τα διάφορα greeklish, franglais, spanglish, portuΓ±ol, κλπ., που
χρησιμοποιούν μισές-μισές λέξεις δύο διαφορετικών γλωσσών σε μια ίδια φράση, από άγνοια ή σκόπιμα.
Επίσης, τα λεγόμενα «φραγκολεβαντίνικα» είναι όταν χρησιμοποιείται το λατινικό αλφάβητο για να γραφτούν ελληνικές λέξεις, όπως παλιά, στη Διασπορά, όταν και όπου δεν υπήρχε διαθέσιμο ελληνικό πληκτρολόγιο.


Εδώ μιλάμε για καθαρά γαλλικές λέξεις που, από άγνοια ή επιδειξιομανία


των παλαιοτέρων, αφομοιώθηκαν και ενσωματώθηκαν στα ελληνικά με την,


κατά το δυνατόν, ίδια προφορά και σχεδόν πάντα με το ίδιο νόημα.






Το παρουσιάζω στο σλανγκρ γιατί φρονώ ότι, κατά κάποιαν έννοια, τούτες


οι λέξεις είναι σλανγκ, και διότι πολύ λίγες απ'αυτές βρίσκονται στα


«ευπρεπή» λεξικά. Εννοείται ότι δεν εξαντλείται εδώ το θέμα. Απλώς


έβαλα στη σειρά όσα θυμόμουνα ... Τι να σου κάνει ένα μυαλό


χειμώνα-καλοκαίρι ...






αβάν-γκαρντ => avant-garde


αβαντάζ=> avantage


αγκράφα=> agrafe


ανφάν γκατέ => enfant gΓΆte'


ασανσέρ => ascenseur


ατού=> atout (στα χαρτιά)






βαποριζατέρ=> vaporisateur (spray)


βερνισάζ => vernissage


βολάν => volant.






γκανιάν => gagnant


γκαράζ => garage


γκαρσονιέρα => garΓ§onniΓ¨re


γκραν-γκινιόλ => grand-guignol






εκλαντόρ => «e'clat d'or»


εκλέρ ή εκλαίρ => e'clair (comme au chocolat)


ενζενύ => inge'nue


εξτραφόρ => extra fort


εστέτ => esthΓ¨te






ζάντα => jante


ζεμανφού,


ζεμανφουτισμός,


ζεμανφουτίστας => je m'en fous, je m'en foutisme, je m'en foutiste


ζεν πρεμιέ => jeune premier






καλσόν => caleΓ§on (όχι το αντρικό σώβρακο)


καμουφλάζ => camouflage


καπό => capot.


καρέ=> carre' (το χτένισμα)


καρέ=> carre' (στο πόκερ)


καρέ-καρέ=> carre' (par) carre'


καρμπυρατέρ ή καρμπιλατέρ => carburateur


καρμπόν => carbon(e)


καρό=> carreau (στα χαρτιά)


κασκαντέρ=> cascadeur (όχι το αγγλικό stuntman)


κέντα => quinte (μόνο στο πόκερ)


κλισέ => cliche'


κλος => cloche (για φούστα, όχι για καμπάνα)


κολάν => collant


κομπλέ => complet ή comble'


κομφόρ => confort


κονσομασιόν => consommation


κονσοματρίς => consommatrice


κοντέρ => compteur


κουλέ(ς) => coule'e (μόνο στο μπιλιάρδο)


κουμπλάν => coup blanc


κουπ=> coupe (de cheveux)


κραγιόν => crayon


κρουασάν => croissant


κρουπιέ(ς) => croupier






λεβιέ ή λεβιές => levier






μαιν-κουράντ => main courante (για ξενοδοχεία)


μακό => maco (βαμβακερό ύφασμα)


μανικιούρ => manicure


μανόν => manon (για τα νύχια)


μαρόν γκλασέ => marron glace'.


μασάζ => massage


μασέζ => masseuse


μασπιέ(ς) => marchepied


μενού / μενύ=> menu


μιζανπλί => mise-en-plis


μιλφέιγ ή μιλ-φέιγ = > mille-feuilles


μιξάζ => mixage


μοντάζ => montage


μπαμπά => baba (comme au rhum)


μπαράζ => barrage


μπιγκουντί => bigoudis


μπισκότο => biscotte / biscuit


μπιφτέκι => bifteck (γαλλ.) beefstake (αγγλ.)


μπλε μαρέν => bleu marine


μπον φιλέ => bon filet


μπουάτ=> boΓte (de nuit)


μποϋκοτάζ => boycottage


μπούρδα => bourde


μπουρζουά(ς) => bourgeois.


μπουρζουαζία => bourgeoisie.


μπουφέ=> buffet


μπρικόλα => bricole (μόνο στο μπιλιάρδο)






νουβέλ βαγκ => nouvelle vague


ντεμπραγιάζ ή αμπραγιάζ => de'brayage.


ντεφιλέ=> de'file' (στη μόδα)


ντουί=> douille






οπερατέρ => ope'rateur






παλτό=> paletot


παρτενέρ=> partenaire


παρφαί => parfait (γλύκισμα ή/και παγωτό)


πασπαρτού => passe-partout (γενικό αντικλείδι)


πεντικιούρ => pe'dicure


περμανάντ => permanente


πετάλι ή πεντάλι => pe'dale (όχι η αδερφή).


πικέ(ς) => pique' (μόνο στο μπιλιάρδο)


πλασέ => place' (σε ιπποδρομίες)


πλατό=> plateau (στο σινεμά)


πλαφόν => plafond (οικονομικός όρος, καμιά σχέση με ταβάνι)


πλερέζα => pleureuse (αρχικά = μοιρολογίστρα)


πλισέ => plisse'


πορ - μπαγκάζ => porte-bagages.


πουά=> pois (σε σχέδιο)


πουρμπουάρ => pourboire


πρενς ντε γκαλ => «Prince de Galles» (το ύφασμα)


πριβέ => prive'


προφίλ, τρουά-καρ, αν-φας => profil, trois-quarts, en face (πόζες σε


φωτογραφίες)


πτι-φουρ => «petit four»






ρεμούλκα => remorque


ρεπορτάζ => reportage


ρεζερβουάρ=> re'servoir


ροζ => rose (couleur)


ρουά ματ => roi mat


ρουζ => rouge (Γ lΓ¨vres)






σαμποτάζ => sabotage


σαμπρέλα => chambre Γ air


σανβουάρ => sans voir (συνώνυμο: αβλεπί)


σεζ-λονγκ => chaise-longue


σένιος => signe'


σεπαρέ => se'pare'


σερβί => servi (στο πόκερ)


σερί => se'rie


σινιέ=> signe' (griffe, sigle)


σινιόν=> chignon


σουμπρέτα => soubrette


σουξέ => succΓ¨s


σπασουάρ => suspensoir


σπιράλ => spiral (ενδομήτριο αντισυλληπτικό / εντομοκτόνο)










ταπί => tapis (=> fauche', καμία σχέση με χαλί).


τεραίν ή τερέν => terrain


τιράζ => tirage


τουρνικέ(ς) => tourniquet (μόνο στο μπιλιάρδο)


τρακ => trac


τρουά-καρ => trois-quarts (3/4)


τρυκ ή τρικ => truc






φαβορί=> favori (σε παιχνίδια, αγώνες, κλπ.)


φαβορίτα=> favori


φαμ φατάλ => femme fatale


φανταιζί=> fantaisie


φέιγ-βολάν => feuille(s) volante(s)


φερμουάρ => fermoir


φιλμ νουάρ => film noir


φίνα=> fine (στο μπιλιάρδο)


φιναλίστ=> finaliste


φοντύ => fondu(e)


φραπέ(ς) => frappe' (παγωμένος, όχι μόνο ο καφές)


φρένο => frein.






Πηγή: slang.gr
     



Εδώ σχολιάζεις εσύ!