Αυτό τονίζεται σε εγκύκλιο του υπουργείου Οικονομικών, με την οποία υπενθυμίζονται οι διατάξεις του νόμου 3842/2010 και του ν. 3691/2008 για το ξέπλυμα βρόμικου χρήματος.
Αναλυτικότερα, προβλέπεται ότι ως βασικά φορολογικά αδικήματα τα οποία θα πρέπει να ερευνώνται για το εάν συνδέονται και με «ξέπλυμα βρόμικου χρήματος» θα θεωρούνται και τα ακόλουθα:
-Η μη έκδοση ή η ανακριβής έκδοση φορολογικών στοιχείων (αποδείξεις, τιμολόγια κ.λπ.) οποιασδήποτε αξίας, εφόσον τα αδικήματα αυτά διαπιστώθηκαν από διαφορετικούς φορολογικούς ελέγχους εντός της ίδιας χρήσης ή από τον ίδιο φορολογικό έλεγχο σε τρεις τουλάχιστον συναλλαγές του επιτηδευματία εντός της ίδιας χρήσης και υπό την προϋπόθεση ότι διαπράχθηκαν από την 1η Ιουνίου 2010 και μετά.
-Η μη πληρωμή στο Δημόσιο ληξιπρόθεσμων οφειλών που μαζί με τις προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής υπερβαίνουν τις 120.000 €, ακόμη κι αν οι οφειλέτες έχουν υπαχθεί σε ρύθμιση.
-Η παράλειψη υποβολής ή η υποβολή ανακριβούς δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, εφόσον ο φόρος που αναλογεί στα αποκρυβέντα καθαρά εισοδήματα υπερβαίνει σε κάθε διαχειριστική περίοδο το ποσό των 15.000 € και υπό την προϋπόθεση ότι τα αδικήματα αυτά διαπράχθηκαν από 5/8/2008 και μετά.
-Η μη απόδοση στο Δημόσιο του φόρου πλοίων, εφόσον το ποσό του φόρου που δεν αποδόθηκε για κάθε διαχειριστική περίοδο υπερβαίνει τα 15.000 € και υπό την προϋπόθεση ότι το αδίκημα τελέστηκε από τις 5/8/2008 και μετά.
-Η μη απόδοση ή η ανακριβής απόδοση ΦΠΑ και λοιπών παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων, τελών ή εισφορών, εφόσον το ποσό που δεν αποδόθηκε υπερβαίνει τα 3.000 ευρώ σε ετήσια βάση και υπό την προϋπόθεση ότι τα αδικήματα τελέστηκαν από τις 5/8/2008 και μετά.
-Η έκδοση ή αποδοχή πλαστών και εικονικών τιμολογίων. -Τα αδικήματα λαθρεμπορίας που τελέστηκαν από 23/4/2010 και μετά. Παράλληλα με το ν. 3691/2008, του τότε υπουργού Οικονομικών, Γ. Αλογοσκούφη, αναφέρεται στην εγκύκλιο ότι κατά τις συναλλαγές με πολιτικούς, οι εμπορικές επιχειρήσεις, οι τράπεζες, οι χρηματιστηριακές εταιρίες και οι λοιπές εταιρίες του χρηματοπιστωτικού τομέα «δεν υποχρεούνται να λαμβάνουν αυξημένα μέτρα επιμέλειας» για την πρόληψη της διάπραξης αδικημάτων ξεπλύματος βρόμικου χρήματος, με το αιτιολογικό ότι υπόκεινται στο «πόθεν έσχες» που υποβάλλουν κάθε χρόνο στη Βουλή.