tromaktiko: Σύνταγμα και κανόνες Δικαίου.

Δευτέρα 27 Σεπτεμβρίου 2010

Σύνταγμα και κανόνες Δικαίου.



ΓΡΑΦΕΙ Ο ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΑΘΗΝΩΝ ΧΡΗΣΤΟΣ ΗΛ. ΤΣΙΧΛΗΣ.
Η πρώτη σύλληψη της ιδέας του Φυσικού Δικαίου ανάγεται στους αρχαίους έλληνες φιλοσόφους και ιδιαίτερα στους Σοφιστές του 6ου - 5ου αιώνα π.Χ. στη προσπάθειά τους μέσα από ατέλειωτες συζητήσεις, να προσδιορίσουν τη φύση της τάξης που θα πρέπει να διέπει τις σχέσεις των τότε πόλεων-κρατών.
Τότε αναπτύχθηκε η διάκριση μεταξύ φύσης, ως έννοια δικαίου σοφή και αιώνια, και νόμου, ως έννοια αυθαίρετη, προϊόν σκοπιμότητας. Έτσι την εποχή εκείνη ο νόμος θεωρείτο περισσότερο ωφέλιμος, κατ΄ άλλους ως ισχύ των δυνατών, κατ΄ άλλους ως ισχύ των αδυνάτων. Πολλοί επίσης Σοφιστές επικαλούνταν το φυσικό δίκαιο ως δύναμη που διέπει την εξέλιξη των φυσικών φαινομένων. Σύμφωνα με την τελευταία αυτή προσέγγιση, θεωρούσαν πως ο άνθρωπος μπορούσε με τη λογική και τη βούλησή του να διακρίνει πλέον το αγαθό και το κακό και ν΄ αποφασίσει τη κατεύθυνσή του.
Ο Σωκράτης, ο Πλάτων αλλά και ο Αριστοτέλης προχώρησαν την ιδέα αυτή στο ότι ο άνθρωπος μπορεί ακόμη να βρει τους μηχανισμούς εκείνους που θα αξιολογεί τη δράση του ανάλογα με την πραγματικότητα, δίνοντας έτσι μια πρώτη ιδέα του θετικού Δικαίου.
Το Δίκαιο στο σύνολό του με κριτήριο την έκταση της επιβολής του και τις σχέσεις τις οποίες ρυθμίζει διακρίνεται στο Εσωτερικό Δίκαιο και στο Διεθνές Δίκαιο.
Εσωτερικό δίκαιο είναι το σύνολο των κανόνων που ρυθμίζουν τις εντός της επικράτειας σχέσεις (Πολιτείας - πολιτών και μεταξύ πολιτών). Aυτό διακρίνεται σε Δημόσιο Δίκαιο και Ιδιωτικό Δίκαιο αντίστοιχα, ενώ ως νέοι αυτοτελείς κλάδοι του Εσωτερικού Δικαίου μπορούν να αναφερθούν το Εργατικό Δίκαιο, Γεωργικό Δίκαιο, Βιομηχανικό Δίκαιο, Μεταλλευτικό Δίκαιο και το Δίκαιο Καταναλωτών.
Δημόσιο Δίκαιο ονομάζεται το σύνολο των κανόνων που αναφέρονται στην οργάνωση και λειτουργία της Πολιτείας και των σχέσεων αυτής δια των οργάνων της προς τους πολίτες. Αυτό λόγω του μεγάλου αριθμού των κανόνων διακρίνεται σε επιμέρους σύνολα κανόνων συναφών με συγκεκριμένο αντικείμενο εξ ου και το όνομα των επιμέρους αυτών. Και αυτά είναι:
1. Συνταγματικό Δίκαιο. Περιλαμβάνει τους κανόνες δικαίου που καθορίζουν τη μορφή και τα βασικά όργανα της Πολιτείας, καθώς και τα όρια της κρατικής εξουσίας προς τους πολίτες.
2. Διοικητικό Δίκαιο. Περιλαμβάνει κανόνες δικαίου που ρυθμίζουν την οργάνωση και τη λειτουργία της Διοίκησης καθώς και τις σχέσεις Κράτους και πολιτών.
3. Ποινικό Δίκαιο. Περιλαμβάνει τους κανόνες δικαίου που καθορίζουν τις αξιόποινες πράξεις και τις επ΄ αυτών επιβαλλόμενες ποινές.
4. Δικονομικό Δίκαιο: Περιλαμβάνει τους κανόνες που καθορίζουν τα όργανα και τον τρόπο λύσης των διαφορών και απονομής δικαιοσύνης. Ο κλάδος αυτός διακρίνεται σε επιμέρους Πολιτική και Ποινική Δικονομία.
5. Εκκλησιαστικό Δίκαιο: Περιλαμβάνει κανόνες που διέπουν την οργάνωση της Εκκλησίας προς τη Πολιτεία, τα εκκλησιαστικά αδικήματα και τις επιβαλλόμενες επ΄ αυτών ποινές.
6. Δημοσιονομικό Δίκαιο του οποίου τμήμα είναι το Φορολογικό δίκαιο. Ο κλάδος αυτός του Δικαίου περιλαμβάνει τους κανόνες που διέπουν τη διαχείριση του δημόσιου χρήματος, τα της επιβολής,βεβαίωσης και είσπραξης των φόρων κλπ.
Ιδιωτικό Δίκαιο ονομάζεται το σύνολο των κανόνων που ρυθμίζουν τις σχέσεις μεταξύ των πολιτών της κοινωνίας (Πολιτείας) κατά τάξη ισότητας. Το Ιδιωτικό Δίκαιο διακρίνεται σε δύο επιμέρους κλάδους:
1. Αστικό Δίκαιο: Σύνολο κανόνων που ρυθμίζουν τις προσωπικές και περιουσιακές σχέσεις των πολιτών. Οι κανόνες αυτοί του Αστικού Δικαίου κατατάσσονται σε πέντε επιμέρους τμήματα: Γενικές Αρχές, Ενοχικό Δίκαιο, Εμπράγματο Δίκαιο, Οικογενειακό Δίκαιο και Κληρονομικό Δίκαιο.
2. Εμπορικό Δίκαιο: Σύνολο κανόνων που ρυθμίζουν ειδικά το εμπόριο.Το Εμπορικό Δίκαιο διακρίνεται και αυτό στους επιμέρους κλάδους:
Γενικό Μέρος (Έμποροι, Εμπορικές πράξεις, Εμπορικά σήματα, αθέμιτος ανταγωνισμός), Δίκαιο αξιογράφων (Συναλλαγματικές, Γραμμάτια,Επιταγές), Πτωχευτικό Δίκαιο, Ναυτικό Δίκαιο και Ασφαλιστικό Δίκαιο.
Αντίθετα με τα παραπάνω, το Διεθνές Δίκαιο περιλαμβάνει κανόνες που διέπουν τις μεταξύ χωρών σχέσεις (Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο) καθώς και των σχέσεων με αλλοδαπούς ή μεταξύ αλλοδαπών (Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο).
Οι πηγές του Δικαίου είναι δύο, ο Νόμος και το Έθιμο. Η διαφορά των δύο αυτών πηγών δικαίου είναι ότι ο μεν Νόμος είναι γραπτός κανόνας δικαίου ενώ το Έθιμο αποτελεί τον άγραφο νόμο δικαίου που πολλές φορές υπερισχύει του Νόμου, φθάνει να μη υπερβαίνει την καλώς νοούμενη έννομη τάξη (π.χ η βεντέτα, ή η ζωοκλοπή ως απόδειξη υπεροχής στη κλοπή των υποψήφιων γαμπρών της Νάξου, που αμφότερες είναι καταδικαστέες).Ο Νόμος ως πηγή δικαίου λαμβάνει με την ευρύτερη αυτού έννοια πάσα γραπτή πηγή δικαίου που θέτει η Πολιτεία. Έτσι με την ευρύτητα του όρου ο Νόμος περιλαμβάνει το Σύνταγμα, τα Ψηφίσματα, τις Συντακτικές πράξεις, τους Αναγκαστικούς Νόμους, τους υπό τη στενή έννοια Νόμους,τα κανονιστικού περιεχομένου διατάγματα και τις Υπουργικές αποφάσεις.
Υπό την ουσιαστική έννοια του πολιτικού όρου Σύνταγμα νοείται το σύνολο των νομικών εκείνων κανόνων που καθορίζουν τη μορφή του Κράτους(Πολίτευμα), την οργάνωσή των κρατικών υπηρεσιών δηλαδή της κρατικής εξουσίας καθώς και τα όρια αυτής έναντι των εντός της επικράτειας προσώπων.
Υπό τη τυπική όμως έννοια του πολιτικού αυτού όρου ως Σύνταγμα νοείται ο γραπτός διατυπωμένος θεμελιώδης κανόνας (νόμος) του Κράτους που σε σύγκριση με τους κοινούς νόμους έχει υπερισχυμένη τυπική δύναμη. Ο θεμελιώδης αυτός νόμος τίθεται και μεταβάλλεται κατά πολύ δυσχερέστερη διαδικασία από τη προβλεπόμενη για τους κοινούς νόμους.
Ιεραρχικά το Σύνταγμα (του Κράτους) ίσταται υπεράνω παντός νόμου.Ισοδύναμοι προς το Σύνταγμα κανόνες δικαίου, δηλαδή με αυξημένη τυπική δύναμη είναι μόνο τα Ψηφίσματα και οι Συντακτικές Πράξεις.
Τα μεν Ψηφίσματα προέρχονται από Βουλές που έχουν αρμοδιότητα κατάρτισης νέου Συντάγματος ή αναθεωρήσεως του ισχύοντος (δηλαδή Συντακτική ή αναθεωρητική εξουσία).
Οι δε Συντακτικές Πράξεις προέρχονται από Κυβερνήσεις <<περιβεβλημένες>> Συντακτικής εξουσίας (όπως Επαναστατικές Κυβερνήσεις,Κυβερνήσεις ανωμάλων πολιτικών καταστάσεων κλπ) και πάντα κατά τη διάρκεια απουσίας της Βουλής.
Νόμος καλείται ο γραπτός κανόνας δικαίου που τίθεται από τη Πολιτεία μέσω των διατεταγμένων προς τούτο οργάνων της (Υπηρεσιών). Κατ΄ άλλο ορισμό Νόμος καλείται η Πολιτειακή πράξη, δια της οποίας τίθεται,τροποποιείται ή καταργείται κανόνας δικαίου.
Υπό της Νομικής Επιστήμης οι νόμοι διακρίνονται από πλευράς ουσίας(περιεχομένου) και τύπου(Υπηρεσία που το εξέδωσε).
Από απόψεως ουσίας ο νόμος διακρίνεται:
1. Ως ουσιαστικός νόμος, δηλαδή η πράξη της Πολιτείας που περιέχει κανόνα ή κανόνες δικαίου, ανεξάρτητα του τύπου, υπό τον οποίο εκδόθηκε ή της Υπηρεσίας που το εξέδωσε και
2. Ως διοικητική κατ΄ ουσία πράξη, δηλαδή τη πράξη η οποία έχει διοικητικό περιεχόμενο, ανεξάρτητα του τύπου υπό τον οποίο εκδόθηκε.
Από απόψεως τύπου ο νόμος διακρίνεται:
1. Ως τυπικός νόμος, δηλαδή που ακολουθείται η γενική διαδικασία έκδοσης (ψήφιση, κύρωση, έκδοση) δια των νομοθετικών παραγόντων (Βουλή, Ανώτατος Άρχων) και κατάλληλα δημοσιευθείς, ανεξάρτητα περιεχομένου. Σημειώνεται ότι αν ο τυπικός νόμος περιέχει κανόνα δικαίου, όπου και το συνηθέστερο, είναι και ουσιαστικός νόμος. Αν όμως έχει διοικητικό περιεχόμενο τότε είναι απλός τυπικός νόμος (π.χ. ο προϋπολογισμός του κράτους), και
2. Ως Διάταγμα, δηλαδή πράξη της Πολιτείας που εκφράζεται δια των οργάνων της (υπηρεσιών) ανεξαρτήτως περιεχομένου.
Η πρωτοβουλία κατάρτισης των Νόμων (νομοθετική) ανήκει στη Κυβέρνηση και τη Βουλή, ασκείται δε υπό ορισμένους όρους και ορισμένη διαδικασία, σύμφωνα πάντα και όπως προβλέπει το Σύνταγμα με τα ακολουθούμενα στάδια της επεξεργασίας, της συζήτησης και ψήφισης από τη Βουλή των νομοσχεδίων με τελικό στάδιο τη κύρωση, την έκδοση και δημοσίευση του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Κύρωση ονομάζεται η πράξη του Ανώτατου Άρχοντα (Βασιλέως ή Προέδρου Δημοκρατίας), ως παράγοντος της νομοθετικής λειτουργίας, με την οποία αυτός παρέχει τη συγκατάθεσή του εις τη κατάρτιση του υπό της Βουλής ψηφισθέντος νόμου προσυπογράφοντας αμέσως μετά τον αρμόδιο κατά αντικείμενο Υπουργό ο οποίος και φέρει ακέραια την ευθύνη.
Έκδοση ονομάζεται η μετά τη διαδικασία ελέγχου του σύννομου με τοΣύνταγμα του προς έκδοση νόμου,, πράξη του ανώτατου Άρχοντα με την οποία πιστοποιεί την κατά το Σύνταγμα κατάρτιση του νόμου με ακέραια και πάλι την ευθύνη του Υπουργού.
Δημοσίευση ονομάζεται η Διαταγή του Ανωτάτου Άρχοντα προς καταχώρηση του υπ΄ αυτού κυρωθέντος και εκδοθέντος νόμου στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Η δημοσίευση γίνεται στο Α' τεύχος της Ε.τ.Κ. αφού πρότερα τεθεί η μεγάλη του Κράτους σφραγίδα. Από της δημοσιεύσεως ο νόμος θεωρείται γνωστός <<τοις πάσι>> αποκτά τυπική ισχύ και δεν δύναται να ανακληθεί ή να καταργηθεί εκτός από νέου τυπικού νόμου.
Η διαδικασία συγγραφής νόμου γίνεται βάσει συγκεκριμένης τεχνικής, της νομοτεχνικής, η δε διάκριση των νόμων γίνεται με αριθμούς και ημερομηνία έκδοσης. Παλαιότερα γινόταν και με γράμματα.
Τέλος ο νόμος διατηρεί την ισχύ του έως ότου νεότερος καταργήσει τούτον ρητά αναφερόμενος ή σιωπηρώς με διατάξεις αντιθέτου περιεχομένου.Ισοδύναμοι με τους νόμους είναι οι Αναγκαστικοί νόμοι που εκδίδονται από τη Κυβέρνηση σε εξαιρετικές περιπτώσεις χωρίς εξουσιοδότηση. Από το Σύνταγμα όμως δεν προβλέπεται έκδοση τέτοιων νόμων.
Κατά κανόνα οι νόμοι θέτουν τα γενικά και μόνο πλαίσια ρύθμισης ενός θέματος. Για την πλήρη εφαρμογή όμως αυτών στη πράξη απαιτείται και ακολουθείται συνήθως η έκδοση ιδιαίτερης πράξης που ρυθμίζει τα επί μέρους θέματα εντός των πλαισίων των νόμων. Αυτές οι επιμέρους πράξεις της Πολιτείας είναι τα Διατάγματα και οι Υπουργικές Αποφάσεις.
Διάταγμα καλείται εν προκειμένω η πράξη της Πολιτείας που εκδίδει ο Ανώτατος Άρχων, με πρόταση του αρμόδιου Υπουργού και ευθύνη αυτού. Τα Διατάγματα διακρίνονται σε:
1. Εκτελεστικά τα οποία εκδίδονται προς εκτέλεση νόμων,
2. Νομοθετικά τα οποία εκδίδονται μετά από ειδική νομοθετική εξουσιοδότηση, και
3. Διοικητικά τα οποία δεν περιέχουν κανόνες δικαίου, διακρινόμενα σε επιμέρους <<αυτοτελή>> (όταν δεν συνδέονται με άλλους νόμους) και <<μη αυτοτελή>> (όταν συνδέονται), επίσης σε <<ατομικά>> (όταν αφορά ορισμένο
πρόσωπο) και <<κανονιστικά>> (όταν θέτουν διοικητικούς κανόνες).
Με τις Υπουργικές Αποφάσεις εξειδικεύονται ακόμη περισσότερο οι διατάξεις του νόμου, όπου και ρυθμίζονται τα επιμέρους θέματα στη λεπτομέρειά τους.
Υπουργική Απόφαση καλείται η πράξη που εκδίδεται από τον (αρμόδιο κατά περίπτωση) Υπουργό, απαραίτητα κατ΄ εξουσιοδότηση του νόμου και πάντα εντός των πλαισίων αυτής της εξουσιοδοτήσεως.
Με την Υπουργική Απόφαση, είτε τίθενται δευτερεύοντες κανόνες δικαίου όπότε και καλείται <<κανονιστική απόφαση>>, είτε ρυθμίζονται διοικητικής φύσεως θέματα (π.χ. πρόσληψη, απόλυση, προαγωγή, μετάθεση κλπ υπαλλήλων) οπότε και καλείται <<εκτελεστική>>.
Και οι δύο τύποι αυτοί των Υπουργικών Αποφάσεων δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Το Έθιμο αποτελεί κανόνα Δικαίου που τίθεται από τη <<Κοινωνία>> κατόπιν μακράς και ομοιόμορφης άσκησης, και με τη συνείδηση όμως ότι αυτό αποτελεί δίκαιο. Είναι ο λεγόμενος <<άγραφος νόμος>>.
Κατά τα παραπάνω, στοιχεία του εθίμου είναι: η μακρά και ομοιόμορφη <<άσκηση>> (στοιχείο εξωτερικό) και η <<κοινή πεποίθηση>> ότι αποτελεί πατροπαράδοτο κανόνα δικαίου (στοιχείο εσωτερικό).
Τα έθιμα διακρίνονται σε:
1. Καθολικά (που ισχύουν σε όλη τη χώρα) και σε Τοπικά (που ισχύουν σε μέρος της χώρας)
2. Γενικά (που εφαρμόζονται επί πάντων των συναλλασσομένων) και σε Ειδικά (που εφαρμόζονται επί ορισμένης κατηγορίας αυτών) και
3. Συμπληρωματικά ή αντίθετα Καταργητικά διατάξεων νόμου.
Η απόδειξη του εθίμου γίνεται δια παντός μέσου π.χ. με μάρτυρες. (Επί παραδείγματος, οι δικηγόροι προκειμένου να αντιτάξουν το αδίκημα των άσκοπων πυροβολισμών και παράνομης οπλοχρησίας αναζητούν από τους κατηγορούμενους να θυμηθούν, αν έχουν, ανήμερα του αδικήματος κάποια ανάμνηση ή επέτειο).
Μεταξύ των παραπάνω γραπτών πηγών του δικαίου, από πλευράς ισχύος υφίσταται αυστηρή ιεράρχηση.Επικεφαλής όλων τίθεται το Σύνταγμα, ο θεμελιώδης νόμος, προς το περιεχόμενο του οποίου θα πρέπει να συμφωνούν όλες οι λοιπές γραπτές πηγές του δικαίου. Ακολουθεί ο τυπικός Νόμος, το Προεδρικό Διάταγμα,πράξη Υπουργικού Συμβουλίου και η Υπουργική Απόφαση. Να τονιστεί οτι μετα την είσοδο της Ελλάδα στην Ευρωπαική Έννομη τάξη στο ίδιο τυπικό επίπεδο με το Σύνταγμα βρίσκονται οι Ιδρυτικές της Ευρωπαικής Ένωσης Συνθήκες, ενώ αμφισβητείται κατα πόσον υπερέχουν του ίδιου του Συντάγματος.
Για τη κατάργηση μιας πράξης της Πολιτείας απαιτείται η έκδοση πράξης της ιδίας τυπικής δύναμης ή μεγαλύτερης τυπικής ισχύος.
Το Σύνταγμα της Ελλάδος,λόγω της αυξημένης τυπικής ισχύος του,καταλαμβάνει την ανώτατη βαθμίδα στην ιεραρχία των κανόνων δικαίου,στηρίζοντας και προσδίδοντας κύρος και ισχύ σε όλους τους κανόνες των κατώτερων βαθμίδων και κυρίως στους τυπικούς νόμους. Αποτελεί λοιπόν το θεμέλιο της έννομης τάξης, το ύπατο στήριγμα όλων των κανόνων δικαίου. Η αυστηρότητα του Συντάγματος, το καθιστά τυπικά απρόσβλητο από την κοινή νομοθετική διαδικασία και πολιτικά άτρωτο από τη συγκυριακή πολιτική βούληση της εκάστοτε κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και από τις μεταβολές μιας αμφιρρέπουσας κοινής γνώμης. Επιβεβαίωση της τυπικής υπεροχής του έναντι των νόμων προσφέρει ο δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας τους μέσω του οποίου το Σύνταγμα αναγορεύτηκε σε θεμελιώδη παράμετρο της νομιμότητας όλων των κρατικών πράξεων. Παράλληλα διαθέτει δυναμικό κανονιστικό περιεχόμενο,είναι προικισμένο με μια πρωτογενή διαπλαστική δύναμη που το μεταμορφώνει σε κανονιστική μήτρα στην οποία διαμορφώνονται ερμηνευτικά νέοι κανόνες και αποκρυσταλλώνονται θεμελιώδεις αρχές της κοινωνικής ρύθμισης. Με την έννοια αυτή αποτελεί μια σύνοψη θεμελιωδών κανόνων και δικαιωμάτων.
Oι σχετικές με την αναθεώρηση διατάξεις περιλαμβάνονται στο άρθρο 110 του Συντάγματος. Σύμφωνα με αυτό, η διαδικασία της αναθεώρησης εκκινεί με σχετική πρόταση 50 τουλάχιστον βουλευτών, η οποία πρέπει να επικυρωθεί από τα 3/5 τουλάχιστον του όλου αριθμού των βουλευτών (180) σε δύο ψηφοφορίες που απέχουν μεταξύ τους τουλάχιστον έναν μήνα.
Ακολουθούν εκλογές, προκειμένου το ύψιστο όργανο του Κράτους, το Εκλογικό Σώμα, να εκφράσει με την ψήφο του, τη δική του στάση απέναντι στα ζητήματα που τίθενται, με βάση τις κομματικές προτάσεις.
Η Βουλή που προκύπτει από τις εκλογές αυτές είναι η λεγόμενη αναθεωρητική. Αυτή, δεσμευόμενη από τον καθορισμό των υπό αναθεώρηση διατάξεων που έκανε η προηγούμενη Βουλή και μη δικαιούμενη να επεκτείνει την αναθεωρητική πρωτοβουλία σε άλλες, θα αποφασίσει για το νέο περιεχόμενο των συγκεκριμένων άρθρων, με πλειοψηφία του απόλυτου αριθμού των βουλευτών (151 τουλάχιστον).
Το σχήμα αυτό (αρχική απόφαση για αναθεώρηση με 180 ψήφους -κατάστρωση νέων διατάξεων με 151 ψήφους τουλάχιστον) μπορεί, κατά το Σύνταγμα, να αντιστραφεί: εάν μια υποψήφια για αναθεώρηση διάταξη κατά την πρώτη φάση δεν συγκεντρώσει μεν 180 ψήφους, αλλά αποσπάσει τουλάχιστον 151, μπορεί να αναθεωρηθεί από την αναθεωρητική βουλή,αλλά απαιτούνται προς τούτο οι ψήφοι 180 βουλευτών (έτσι ώστε να διασφαλίζεται, με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο, η απαιτούμενη αυξημένη συναίνεση).
Παρατηρούμε ότι το Σύνταγμα προσπάθησε να μοιράσει την αναθεωρητική εξουσία: η Βουλή που έχει αρχικά την αναθεωρητική πρωτοβουλία προσδιορίζει τις αναθεωρητέες διατάξεις, χωρίς να μπορεί να τις ανανοηματοδοτήσει. Η αναθεωρητική βουλή προσδιορίζει το περιεχόμενό τους, χωρίς να μπορεί να αναθεωρήσει διατάξεις άλλες από αυτές για τις οποίες <<εξουσιοδοτήθηκε>>.
Σύμφωνα, με την παράγραφο 6 του άρθρου 110 του Συντάγματος, δεν επιτρέπεται να κινηθεί νέα διαδικασία αναθεώρησης, πριν παρέλθουν πέντε έτη από την περάτωση της προηγούμενης.
· Ποια είναι η διαδικασία κατάρτισης και ψήφισης ενός σχεδίου νόμου;
Όταν προκύπτει ανάγκη τροποποίησης ή συμπλήρωσης της ισχύουσας νομοθεσίας ή θέσπισης νέων κανόνων δικαίου ή ένταξης στην εσωτερική νομοθεσία κανόνων διεθνούς δικαίου :
· Ο αρμόδιος Υπουργός αναθέτει σε ειδική νομοπαρασκευαστική επιτροπή την κατάρτιση σχεδίου νόμου.
· Το προσχέδιο αποστέλλεται στην Κεντρική Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή (ΚΕΝΕ) που υπάγεται στη Γενική Γραμματεία της Κυβέρνησης, η οποία έχει τη δυνατότητα να διατυπώσει παρατηρήσεις στο κείμενό του, νομοτεχνικού κυρίως περιεχομένου.
· Ακολουθεί η κατάθεση του σχεδίου νόμου στη Βουλή συνοδευομένου από σχετική Αιτιολογική Έκθεση που περιέχει τους λόγους και τους σκοπούς των προτεινομένων ρυθμίσεων, Έκθεση Αξιολόγησης Συνεπειών Ρυθμίσεων,Πίνακα Καταργούμενων - Τροποποιούμενων Διατάξεων, την Ειδική Έκθεση(άρθρο 75 § 3 του Συντάγματος) για τον τρόπο κάλυψης των δαπανών και την Έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (άρθρο 75 § 1 τουΣυντάγματος) που καθορίζει τη δαπάνη, η οποία τυχόν προκαλείται από την ψήφισή του.
· Από τον Πρόεδρο της Βουλής παραπέμπεται για συζήτηση είτε στην Ολομέλεια είτε στα Τμήματα διακοπής των εργασιών της Βουλής είτε στις διαρκείς επιτροπές(άρθρο 72 του Συντάγματος).
· Αν παραπεμφθεί στη Διαρκή Επιτροπή, ψηφίζεται και εισάγεται ακολούθως στην Ολομέλεια, όπου συζητείται και ψηφίζεται σε μία μόνο συνεδρίαση, ενιαία επί της αρχής, κατ' άρθρο και στο σύνολο.
· Ποια είναι η διαδικασία ψήφισης μιας τροπολογίας;
Η τροπολογία υπογράφεται από τους βουλευτές ή τους Υπουργούς που την υποβάλλουν και κατατίθεται στην αρμόδια υπηρεσία της Βουλής. Πρέπει να κατατεθεί τρεις τουλάχιστον ημέρες πριν από την έναρξη της συζήτησης του νομοσχεδίου το οποίο αφορά στην Ολομέλεια, στο Τμήμα διακοπής των εργασιών της Βουλής ή στην αρμόδια διαρκή επιτροπή, συνοδεύεται δε από σύντομη αιτιολογική έκθεση. Εάν επιφέρει επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού διαβιβάζεται πριν από τη συζήτηση στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους για την ειδική έκθεση των δαπανών. Στη συνέχεια.
συζητείται, ψηφίζεται και ενσωματώνεται στο τελικό κείμενο του νόμου.Τροπολογία άσχετη με το κύριο αντικείμενο του σχεδίου νόμου δεν εισάγεται για συζήτηση.
· Oι Διεθνείς Συμβάσεις από την επικύρωσή τους με νόμο υπερισχύουν
κάθε άλλης αντίθετης διάταξης νόμου;;
Ναι. Σύμφωνα με το άρθρο 28 του Συντάγματος οι διεθνείς συμβάσεις από την επικύρωσή τους με νόμο και τη θέση τους σε ισχύ, αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του εσωτερικού ελληνικού δικαίου και υπερισχύουν από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόμου, εφόσον αποτελούν νεώτερο νόμο, πλην των διατάξεων του Συντάγματος.
· Πώς ενσωματώνονται στο εσωτερικό δίκαιο οι κανονισμοί και οι οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης;
Οι κανονισμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν γενική ισχύ σε όλα τα Κράτη-Μέλη, είναι δεσμευτικοί και ισχύουν άμεσα σε κάθε Κράτος-Μέλος.
Οι οδηγίες δεσμεύουν τα Κράτη-Μέλη, όμως οι Εθνικές Κυβερνήσεις μπορούν να επιλέξουν τον τρόπο ενσωμάτωσης.
Στην Ελλάδα η ενσωμάτωση γίνεται με νόμο, Προεδρικό Διάταγμα ή με Υπουργική απόφαση.
· Τι ακολουθεί την ψήφιση ενός νόμου από τη Βουλή;
Μετά την υπογραφή του από τους συναρμόδιους υπουργούς, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκδίδει και δημοσιεύει το νόμο, που έχει ψηφιστεί από τη Βουλή μέσα σε ένα μήνα από την ψήφισή του.
Στο Υπουργείο Δικαιοσύνης με το Διάταγμα 261/3.9.1843 έχει ανατεθεί η τήρηση της Μεγάλης Σφραγίδας του Κράτους.
Οι πρωτότυποι νόμοι, μετά την υπογραφή από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, αποστέλλονται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης όπου λαμβάνουν αριθμό και αφού θεωρηθούν από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, τίθεται η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους. Ακριβές αντίγραφο αυτών αποστέλλεται για δημοσίευση στο Εθνικό Τυπογραφείο. Τα πρωτότυπα και οι αιτιολογικές εκθέσεις όλων των νόμων που εκδίδονται από το ελληνικό κράτος φυλάσσονται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης.
· Πότε αρχίζει να ισχύει ένας νόμος;
Ο ίδιος ο νόμος ορίζει τον χρόνο έναρξης της ισχύος του. Διαφορετικά η έναρξη της ισχύος του ορίζεται από το άρθρο 103 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα σε 10 μέρες από την δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
- Πότε αρχίζει να ισχύει μία Σύμβαση;
Η ισχύς του νόμου που κυρώνει τη Σύμβαση αρχίζει κατά κανόνα από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, η σύμβαση δε παράγει έννομα αποτελέσματα από την ημερομηνία που η ίδια ορίζει σε διάταξή της.
     



Εδώ σχολιάζεις εσύ!