Γνωστό οδοντιατρείο στο κέντρο του Πύργου. Λίγο πριν το μεσημεράκι της
περασμένης Παρασκευής.
Στον προθάλαμο περιμένουν τη σειρά τους 2-3 ασθενείς. Η πόρτα του ιατρείου ανοιχτή. Μια 67χρονη γυναίκα κάθεται στην ιατρική πολυθρόνα και περιμένει να την πιάσει η νάρκωση από την ένεση που της έχει κάνει ο οδοντίατρος. Δίπλα της έχει ακουμπήσει την τσάντα της. Ο γιατρός, 2-3 βήματα πιο πέρα, περιμένει κι αυτός, «χαζεύοντας» από την μπαλκονόπορτα, την κίνηση στο δρόμο. Εκείνη την ώρα, από την κεντρική πόρτα του οδοντιατρείου μπαίνει ένας άντρας, γύρω στα 45 τον περιέγραψαν αργότερα, κοιτάζει γύρω του και βλέπει στο βάθος την τσάντα της γυναίκας. Με γρήγορα, γατίσια βήματα πλησιάζει, αρπάζει την τσάντα, και πριν προλάβει κάποιος να αντιδράσει, εξαφανίζεται. Γυρίζει το κεφάλι του ο γιατρός, βλέπει πως η τσάντα έχει κάνει φτερά, του λένε οι επισκέπτες τι έγινε, και αυτός αμέσως τηλεφωνεί στην Ασφάλεια. Και παίρνει την απάντηση πως: «Δεν έχουμε άτομο να στείλουμε. Ας έρθει εδώ η κυρία να κάνει μήνυση». Η 65χρονη όμως ήταν από χωριό. Δεν ήξερε από αυτά. Και στην τσάντα της είχε χρήματα, ταυτότητα και άλλα χρήσιμα έγγραφα. Με δανεικά χρήματα αγόρασε το εισιτήριο και γύρισε στο χωριό της καταφαρμακωμένη. Όχι τόσο για τα χρήματα και την ταυτότητα, όσο, γιατί μέσα είχε την κάρτα του βηματοδότη που έχει εμφυτεύσει, και την οποία «σέρνει» πάντα μαζί της γιατί είναι ζήτημα ζωής και θανάτου. Η τσάντα βρέθηκε λίγες ώρες αργότερα σε άδειο οικόπεδο δίπλα από το οδοντιατρείο, αλλά μέσα δεν υπήρχε τίποτα. Τα παιδιά της, αφού πήγαν και αυτά στην Ασφάλεια Πύργου και πήραν πάλι την απάντηση «δεν έχουμε προσωπικό», έψαξαν μόνα τους και βρήκαν τον τσαντάκια, που αποδείχτηκε και τοξικομανής, και μετά από... παζάρια, έκαναν μαζί του την εξής συμφωνία: Να τους παραδώσει αυτός την κάρτα του βηματοδότη, να κρατήσει τα χρήματα, και αυτοί να μην του κάνουν μήνυση. Το ραντεβού έχει κλειστεί για σήμερα. Ίδωμεν...
Ελλάδα, έτος 2010, 21ος αιώνας. Έτσι, για την ιστορία...