Πηγαίνοντας προς τις εκλογές του Νοεμβρίου προκύπτει το ερώτημα με τι κριτήρια θα ψηφίσει κανείς στις επερχόμενες εκλογές, ιδιαίτερα ως προς τις περιφέρειες. Πολλοί τοποθετούνται με βάση τα πρόσωπα. Ποιος τους είναι συμπαθής και ποιος δεν είναι.
Πρόκειται ασφαλώς για ένα σημαντικό κριτήριο και δεν μπορεί κανείς να μην το λάβει υπόψη του. Κατά τη γνώμη μου, όμως, αυτό δεν επαρκεί. Κάθε ψήφος εμπεριέχει και τη δυνατότητα μιας στρατηγικής επιλογής από την οποία δεν πρέπει κανείς ψηφοφόρος να παραιτείται. Κάποιοι άλλοι έχουν τόσο θυμό ώστε θέλουν να τιμωρήσουν όλους και για αυτό σκέφτονται να απέχουν από τις εκλογές. Μια στρατηγική αναχωριτισμού έχει βάση. Μόνο που σε τελική ανάλυση εξυπηρετεί εκείνους που θέλει να τιμωρήσει. Εκείνους που τον εκνευρίζουν τα μέγιστα, είτε εξαιτίας της πολιτικής που ακολουθούν ως κυβέρνηση, είτε εξαιτίας του γεγονότος ότι δεν δείχνουν πολιτική επάρκεια ως αντιπολίτευση. Για αυτό είναι ορθότερο να ψηφίσει κανείς και να μην «καταφύγει» στην αποχή.Ας πάρουμε ως παράδειγμα την σημαντικότερη εκλογική περιφέρεια, εκείνη της Αττικής. Αν είναι κανείς δεξιός, έχει να αντιμετωπίσει το πρόβλημα ότι οι προς ψήφιση υποψήφιοι δεν είναι οι κάλλιστοι δυνατοί. Επί παραδείγματι, το ΛΑΟΣ δεν προώθησε την υποψηφιότητα του Βορίδη για λόγους εσωκομματικών ισορροπιών. Η ΝΔ, πάλι, μάλλον επηρεάστηκε, όπως το συνηθίζει ιστορικά, από τους δημοσκόπους που πιθανά τις έλεγαν ότι χρειάζεται ένα καλό παιδί στην περιφέρεια της Αττικής, άφθαρτο, καλό επαγγελματία. Ασφαλώς δεν θα της είπαν να είναι και άσχετος, έστω σε ένα βαθμό, με τη μεγάλη πολιτική. Διότι ο υποψήφιός της συμπαθέστατος κατά τα άλλα, δεν δείχνει να είναι ο πλέον κατάλληλος για να σηκώσει την κριτική της Λαϊκής δεξιάς στο μνημόνιο. Το ΠΑΣΟΚ πονηρά, έβαλε έναν παράγοντα της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, με σκοπό αν χάσει να του χρεώσει την ήττα και αν δεν χάσει να μετατραπεί σε νονό της νίκης. Το ΚΚΕ, πάλι, έχει έναν πολύ καλύτερο υποψήφιο στον Δήμο της Αθήνας, παρά στην Περιφέρεια.Μεγάλο πρόβλημα έχει η πέραν του ΚΚΕ αριστεράς. Η μία οργάνωσή της, η Δημοκρατική Αριστερά, ανακάλυψε ότι οι εκλογές για τις περιφέρειες είναι απολίτικες. Άποψη μάλλον συντηρητική παρά αριστερή. Στην υπόλοιπη αντι-μνημονιακή αριστερά οι υποψήφιοι είναι τρεις που εκφράζουν δύο διαφορετικές αντιλήψεις. Σύμφωνα με την πρώτη αντίληψη, η κριτική στο μνημόνιο πρέπει να γίνεται από «εμένα τον ίδιο», και αν είναι δυνατό να αποδεχτούν όλοι ότι εκείνος και μόνο εκείνος μπορεί να εκφράσει τις ανάγκες της εποχής. Η στάση αυτή είναι ολίγο μεσσιανική και ολίγο «εγώ».Η δεύτερη άποψη υποστηρίζει τη συνεργασία σοσιαλιστών και συνασπισμένης Αριστεράς. Δηλαδή, ότι ανεξάρτητα από τις απόψεις που μπορεί κανείς να έχει για τα πρόσωπα των υποψηφίων, το κύριο σε αυτές τις εκλογές είναι να εκφραστεί όχι μόνο η αντίθεση στο μνημόνιο, αλλά και μια πολιτική προοπτική συνεργασίας. Οι προερχόμενοι από το ΠΑΣΟΚ, οφείλουν με σεβασμό να αποδεχτούν ότι η πολιτική δεν αρχίζει και δεν τελειώνει στην κυβερνητική εξουσία. Οι δε άλλοι, να εγκαταλείψουν τον σεκταρισμό για μια ουσιαστική πολιτική συνεργασίας. Μόνο έτσι θα αποδειχτεί ότι η ελληνική αριστερά ξεκολλά από το 6ο Συνέδριο της Κομιντέρν (με τις θεωρίες περί σοσιαλφασισμού) και μετακινείται. Ότι δέχεται ότι όπως στη μεγάλη κρίση της δεκαετίας του τριάντα υπήρχε η ανάγκη του κοινού μετώπου των πιο διαφορετικών συνισταμένων της αριστεράς, ανάλογα πρέπει να δράσει στις νέες πραγματικότητες. Μια τέτοια συνεργασία ενισχύει μια διαφορετική προοπτική. Διευκολύνει δε, την αποτροπή όσων διαδικασιών οδηγούν στην υποταγή της πολιτικής στα μεγάλα συμφέροντα. Από αυτή την πλευρά κάνει καλό και στην ιστορία και τον κόσμο του ΠΑΣΟΚ.