ΗΤΑΝ φιλήσυχος και νομοταγής. Στα λίγα που του ζήτησε η «Πατρίς» ανταποκρίθηκε. Αθόρυβα, χωρίς ιδιαίτερο φανατισμό. Δε γεννήθηκε για τα μεγάλα. Το ‘νιωθε, το’ ξεραν οι δικοί του. Τα παιδιά, η γυναίκα του, οι γείτονες. Περίμενε να τελειώσει ο «συμμοριτοπόλεμος», να ξανασμίξουν οι άνθρωποι, να ζεσταθούν, ν’ αγαπηθούν και να μη ξανανιώσουν την αγωνία του θανάτου.
Κι ούτε να ξανακούσει πια για σκοτωμένους. Να πηγαίνει στη δουλειά τη μέρα και να κοιμάται ήσυχος τα βράδια. Να μη του τρυπάει, το σούρουπο, τ’ αυτιά η κραυγή «έρχονται οι αντάρτες», να’ ναι όπως πρώτα η ζωή του φτωχική και ήρεμη. Στην αυλή με τα γεράνια και τη βρύση, με τους φίλους, τις παρέες, τα γλέντια τους το Πάσχα, τις πρωτομαγιές.
Η...ατυχία του ήταν να’ χει μια όμορφη γυναίκα στο πλευρό του, μια σύζυγο αξιολάτρευτη, σύντροφο πιστή και τίμια, έναν άνθρωπο να μετριάζει τη δειλία του για χάρη της, να «καθαρίζει», αν χρειαστεί, γι αυτήν και τα παιδιά του. Αυτή κι αυτά ο κόσμος του κι αν πρόσβαλλες τη γυναίκα του, ήταν σα να του έμπηγες μαχαίρι στην καρδιά. Παιδιά γνωρίστηκαν, παντρεύτηκαν κι αράδιασαν παιδιά. Δεν τους έσκιαζε η σκέψη πώς θα τ’ αναθρέψουν, δεν το φαντάστηκαν πως θα’ ρθει πόλεμος μεγάλος ανάμεσα στης γης τους ισχυρούς κι ύστερα άλλος, πιο μικρός, μα πιο σκληρός κι «αδελφικός».
ΜΙΑ μέρα του χτύπησαν άγρια την πόρτα και μπήκαν βλοσυροί άνθρωποι του Κράτους, «ηρακλείς» του Έθνους, προστάτες των «δικών» τους και τρόμος για τους «άλλους». Κάτι οσμίστηκαν κι ορμήσαν’ τα θεριά. Δεν τους κρατούσες, δεν τους τρόμαζες, ακόμα κι αν κρατούσες όπλο. Κάτι στο βλέμμα τους έβλεπες σαν σε κοιτούσαν κι όλο πιο άγρια έπεφτε η ματιά τριγύρω, μέχρι που καρφώθηκε στης γυναικός τα στήθια. Πρόσταξαν και στους δυο να’ ρθουν μπροστά τους και σήκωσαν την κάνη του όπλου. Απειλητική όσο οι μέρες το απαιτούσαν, όσο η ατιμωρησία το σήκωνε. Να δουν οι γειτόνοι και να τρομάξουν. Να πάρουν γεύση από κράτος που το’ χαν εκείνη τη στιγμή στα χέρια τους. Να πάρουν μάθημα σκληρό, να ξέρουν τι τους περιμένει σαν έρθει η σειρά τους. Για «έλεγχο» και «τσεκάρισμα», με τα δικά τους μέτρα και με του κράτους τη συναίνεση, αλλά χωρίς σφραγίδα και υπογραφές.
ΚΑΠΟΙΟΙ είχαν το ακαταδίωκτο. Από δεκαετίες στα κιτάπια των «καθαρών» δεν διέτρεχαν κίνδυνο για ελέγχους και εξευτελισμούς. Από χρόνια τους ξεχώρισε η πατρίδα. Αυτούς δίπλα της. Τους άλλους μακριά της. Κατέγραψαν το φρόνημα οι υπηρεσίες της και στοίβα οι φάκελοι. Απ’ τα χρόνια της Μικρασίας και του διχασμού. Οι αρχές είχαν το νου τους. Και τους ανθρώπους, γι αυτή τη δουλειά, και τα μέσα και, προπαντός, τη θέληση. Για λίστες αντιφρονούντων, με αξιοποίηση του υλικού χαφιέδων και κάθε λογής και βαθμίδας ρουφιάνων. Ήταν στα καθήκοντά τους. Να τρομάζει ο ένας τον άλλο, με κάποιους μόνιμα τρομαγμένους. Χρόνια τώρα το ίδιο παιχνίδι και, τελευταία, παράγινε. Στα δυο χωρισμένοι οι έλληνες, τα σπίτια, τα χωριά. Μια δύναμη τους κράταγε σε απόσταση, έτοιμους να πιαστούν και τώρα πιάστηκαν για τα καλά. Θα το πήγαιναν ως το τέρμα κι όταν η πλάτη του ενός θα’ τρωγε χώμα, ο άλλος θα’ στεκε στην κορυφή, αφέντης τροπαιούχος, για να μετράει το μπόι του με του αντιπάλου τον τρόμο.
ΑΡΓΟΤΕΡΑ, μετά το μακελειό, μπορούσαν οι ηττημένοι να «ανανήψουν», μα τι το’ θελες. Μια δήλωση και πολλές «υποχρεώσεις». Μετάνοια έμπρακτη και ανανέωση της πίστης στην πατρίδα και τους «νικητές». Λεύτερος, μα όχι και τόσο. Του’ χε μείνει η ρετσινιά, θα τον ακολουθούσε, θα’ πιανε και τα παιδιά του. Για να πορευτούν στη ζωή ως γόνοι χαρακτηρισμένου και μια δύναμη ανεπαίσθητη κι άλλοτε δυνατή να τους κρατάει τα χέρια δεμένα και την ψυχή πλακωμένη.
ΔΥΟ άτομα όλο κι όλο οι εισβολείς του μεσημεριού. Οι «δουλειές» γίνονται νύχτα, αλλά αυτοί προτίμησαν τη μέρα. Για έναν «έλεγχο». Κι αν κάτι στράβωνε, σε κανένα δεν θα δίναν’ λογαριασμό μετά την «επιχείρηση». Κανένας δεν θα τους ρωτούσε. Και βέβαια, δεν πήγαινε παραπέρα το μυαλό των παρακρατικών με τα κουμπούρια. Για ποιον να δούλευαν οι τρομοκράτες, τι να επεδίωκαν οι εντολείς; Δυνάμεις αφανέρωτες δεν άφηναν το αντάρτικο να σβήσει πριν έρθει το τέλος. Το κρατούσαν ζωντανό, ενισχύοντας τις δυο μεριές σε άνδρες και υλικό. Με τον τρόπο τους. Χωρίς να ψυλλιάζονται οι εμπόλεμοι το τέχνασμα. Με τη μύτη γεμάτη απ’ του μπαρουτιού την οσμή, να μην οσμίζεται το κόλπο και με το μάτι κολλημένο στον εχθρό πώς θα τον σκοτώσει. Όλα, για να γίνει κι ο «άλλος» τακτικός στρατός και να’ ναι η σφαγή πιο μαζική.
ΣΠΡΩΧΝΟΥΝ τον ανθρωπάκο στη γωνιά, στέκονται μια ανάσα απ’ τη γυναίκα του και κάνει νόημα ο ένας στον άλλο πως ήρθε η ώρα του «ελέγχου». Για ψάξιμο σωματικό της καλλίγραμμης γυναίκας. Μη κρύβουν όπλα το σπίτι, μην είναι κι οι δυο τους «συμπαθούντες» (τους αντάρτες), μη κινδυνεύει η Πατρίς. Καμώθηκαν πως ερευνούν τους χώρους του σπιτιού για ό,τι ύποπτο και ενοχοποιητικό. Δεν βρήκαν τίποτα και ξαναστήθηκαν μπρος στην όμορφη γυναίκα. Το άγριο μάτι μαλακώνει πέφτοντας πάνω στα στήθια της κι η ματιά περνάει όλο το κορμί, για να ξανάρθει όπου ξεκίνησε. Ρίχνουν τ’ όπλο καταγής για να’ ναι ‘λεύτερα τα χέρια και να μαλακώσουν τη ματιά της, μια περιφρονητική ματιά στο ανθρωπάκι που’ χε ζαρώσει στη γωνιά κι αρχίζουν απαλά το ψάξιμο. Από τραμπούκοι ξανάγιναν άνδρες. Σωματική έρευνα για...όπλα! Μπορεί να τα’ χε στο κορμί της κολλητά και θα’ ταν ντροπή να μην τ’ ανακαλύψουν. Γι αυτό και χούφτωναν τα στήθια της κι όλο και χώνονταν το χέρι βαθύτερα στον κόρφο της. Έπρεπε να βγουν από κει μέσα με τη σιγουριά πως δεν υπάρχουν όπλα στο σπίτι, ούτε στο…κορμί της. Με την αίσθηση πως έκαναν το καθήκον τους, στα πλαίσια μιας αποστολής γεμάτης λαγνεία και…πατριωτισμό. Τα χέρια γλιστρούν πιο κάτω και η γυναίκα δείχνει να μη τους αντέχει άλλο. Τραβιέται λίγο πίσω, τινάζει απότομα τα χέρια τους από πάνω της, ρίχνει μια γρήγορη ματιά στον άντρα της που τον «κρατούσαν» και σκάει από θυμό. Αυτός κατάχλομος να μη βγάζει μιλιά. Και βλέπει τα βρωμόχερά τους να χώνονται στα στήθια της γυναίκας του. Τότε ξυπνάει μέσα του ο γίγαντας, οπλίζεται με θάρρος που του έλειπε, παίρνει το κουράγιο που δεν είχε και σπρώχνει με δύναμη τους αναιδείς που αιφνιδιάζονται και φεύγουν τρομαγμένοι μη μαθευτεί κι έχουν μπελάδες. Πριν φύγει πηδώντας απ’ το παράθυρο, πρόλαβε να τους «υποσχεθεί».
-Ορκίζομαι να σας πολεμήσω, μέχρι να πεθάνω.
ΟΡΜΗΣΕ στην αυλή και τράβηξε για το βουνό. Δεν είχε, από τότε, άλλο στο νου του παρά μόνο την εκδίκηση. Να σβήσει τη ντροπή ρίχνοντας αίμα πάνω της, βρώμικο αίμα, απ’ τις φλέβες των τραμπούκων. Να γίνει ένα με τους αντάρτες, να μοιραστεί την πείνα και τη δίψα τους, αλλά μια μέρα να σκοτώσει αυτούς που του μακέλεψαν την καρδιά.
ΜΕΤΑ τρεις μήνες μαθεύτηκε πως σκοτώθηκε σε συμπλοκή, λίγα μέτρα απ’ το σπίτι του. Τον βρήκαν ανάμεσα σε άλλους σκοτωμένους. Με γένια, τσαρούχια και φισεκλίκια. Δεν πρόλαβε να κάνει πράξη την υπόσχεσή του. Να φανεί πως έγινε θεριό το αδύναμο ανθρωπάκι, να βγει το θάρρος που έκρυβε η ραγισμένη του καρδιά.
ΔΕΝ το’ θελε η μοίρα να δει σκοτωμένους τους εισβολείς εκείνου του μεσημεριού, να βγάλει το μαχαίρι και να κόψει τα βρωμερά τους χέρια, να μείνουν δυο κουφάρια χωρίς χέρια.