tromaktiko: «Θα πας τα ξύλα στην Αστυνομία!»

Τετάρτη 1 Σεπτεμβρίου 2010

«Θα πας τα ξύλα στην Αστυνομία!»



Γράφει ο Θανάσης Ι. Νικολαΐδης

ΞΗΜΕΡΩΣΕ κι έπρεπε να ξεκινήσει. Δουλειά του καθημερινή να κόβει ξύλα κι έπεφτε μακριά και άγριο το βουνό. Τα’ φερνε στην πλατεία. Εκεί, κάποιος θα βρίσκονταν να τα «αγοράσει».
Σε είδος η αμοιβή του και θα μετρίαζε την πείνα της φαμίλιας του. Σαν ανηφόριζαν για τα κατσάβραχα το γαϊδουράκι του κι αυτός ξοπίσω, η σκέψη του ζυγιάζονταν στους πάνω και τους κάτω. Σαν να πέρναγε ο λογισμός του ένα φαράγγι επικίνδυνο, ανάμεσα σε δυο πυρά, που δεν ήθελαν και πολύ να γίνουν και πραγματικά πυρά. Το βουνό με τους αντάρτες, η πόλη με το στρατό της κι αυτός στη μέση. Με τη φτώχια και τη μοναξιά, με το φόβο και τις φοβίες του. Μια ‘δω μια ‘κει το βλέμμα και να ζυγιάζεται η ψυχή του ανάμεσα στις δυο δυνάμεις, μη ξέροντας πού να κουρνιάσει.

ΤΟΝ μπέρδεψαν και δεν είχε αυτός μυαλό για τέτοια. Πέρασε βάσανα, λιγόστεψαν τα περιθώρια στην ψυχή του για άλλα. Είχε παιδιά να θρέψει, να τα μεγαλώσει. Πέθανε το ‘ να παιδί στη γέννα, πέθανε κι η μάνα. Σαν έμεινε μονάχος, ήταν πατέρας, μάνα κι αδερφός για τα παιδιά. Το πήρε απόφαση, μα ήρθαν χρόνια δίσεκτα κι ο πόλεμος του χτύπησε την πόρτα. Μαζί με τον πόλεμο, η φτώχια κι αγωνία για την κουτσουρεμένη φαμίλια του. Πόλεμος, μα πόλεμος δεν ήταν. Ούτε δυο στρατοί αντιμέτωποι κι όποιος νικήσει. Κάτι σαν εκδίκηση έμοιαζε κι όποιος προλάβει. Κι άλλες φορές τσακώθηκαν οι ρωμιοί, μα τώρα παράγινε. Πολύ κράτησε, μεγάλο το μίσος κι η φωτιά δε λέει να σβήσει.

ΞΕΣΠΑΣΑΝ μπόρες, τις άντεξε όσο κράταγε το σώμα κι η ψυχή, τώρα έπρεπε να επιβιώσει. Αυτός κι όσοι περίμεναν απ’ αυτόν και μόνο. Κανένας γείτονας, γνωστός είτε περαστικός δεν γύρισε να τους κοιτάξει, ούτε η Εκκλησία, μήτε το Κράτος. Άλλες έγνοιες τώρα έχει ο κόσμος κι ο πόλεμος δεν σ’ αφήνει μάτια και καρδιά για το φίλο, το γείτονα, το συγγενή. Στη φούρια σου, ξεχνάς τους άλλους κι αγκαλιάζεις τα παιδιά σου. Και τ’ όπλο σου. Κι αν σε βαραίνουν αμαρτίες, φτιαχτές είτε αληθινές, τότε μπορεί και να μη τα ξαναδείς. Σ’ έγραψαν στα κιτάπια τους; Ό,τι γράφει δεν ξεγράφει. Σε βάφτισαν «προδότη», σε μέτρησαν για ανθέλληνα, σ’ είπαν κομουνιστή; Μαύρα σου τα γραμμένα. Το Κράτος με τους νόμους, τις αρχές και τους ανθρώπους του θα σου μαδάει τη ζωή. Σε φώναξαν με το χωνί οι αντάρτες και δε βγήκες στο βουνό; Κρύψου κι ίσως οι ώμοι σου να μη κρατήσουν για πολύ πάνω τους το κεφάλι. Μπορεί να στείλουν στα κρυφά έναν αντάρτη στο σπίτι σου, αρματωμένο, κι αυτοί να περιμένουν στο βουνό εσένα ή το κεφάλι σου σ’ έναν ντορβά. Ζύγιασέ τα καλά, μάθε αν σε φακέλωσαν, αν σε πρόγραψαν και κάνε το κουμάντο σου.

ΕΦΤΑΣΕ στην πλατεία. Θα’ κανε δυο τρεις γύρες να τον δουν, με την πραμάτεια του στο κουρασμένο, άσαρκο ζωντανό. Τα ξύλα στην πλάτη του, μαζεμένα απ’ το βουνό, η πίκρα στην ψυχή του το κρύο στο κορμί του. Κάποιος θα τον πλησίαζε, μα δεν ήταν πάντα πελάτης. Έκανε, ‘κει πάνω, βαρύ χειμώνα. Το κρύο άγριο, το αγιάζι τσουχτερό, οι αντάρτες χτυπούσαν βράδυ παρά βράδυ κι ο κόσμος έτρεμε απ’ τον φόβο. Δεν ήταν ο μόνος στο «επάγγελμα». Ήσαν κι άλλα φτωχαδάκια τρομαγμένα που έπρεπε να ζήσουν, όσα «σήκωνε» η αγορά και ο τόπος παραγωγής του προϊόντος. Οι πιο πολλοί από εκείνους τους εμπόρους του ποδαριού ήταν απλοί άνθρωποι κι αγράμματοι. Κάποιοι «καθαροί» από φρόνημα, άλλοι αισχροί καταδότες και ρουφιάνοι κι οι λιγοστοί τίμιοι αγρότες που δεν είχαν πια χωράφια κι ούτε καμιά τέχνη γνώριζαν. Μα κι αν τη γνώριζαν κανένας δεν τους πρόσφερε δουλειά. Έπρεπε να νιώθουν παρακατιανοί της κοινωνίας ως «συμπαθούντες» κι αν δεν το άντεχαν, ας έπαιρναν το δρόμο για το βουνό-δεν είχε άλλο δρόμο. Η γειτονιά τούς στιγμάτισε, η πατρίδα τούς ξέρασε, οι «νοικοκυραίοι» τους απομόνωσαν. Κι έπρεπε αυτούς τους λιγοστούς και «ύποπτους» να τους αυγατίσουν. Να φορτωθούν στην πλάτη κι άλλες αμαρτίες. Τις έκαναν δεν τις έκαναν. Να στερηθούν την «καλημέρα» του γείτονα και να στεγνώσει η ψυχή τους. Κι όταν η απομόνωσή τους γίνει κοινωνικός αποκλεισμός, ν’ ακολουθήσει το φευγιό για το βουνό. Σαν φυσικό επακόλουθο, σαν φάση του σχεδίου. Ούτε το τρικ θα ψυλλιαστούν, ούτε τη μέθοδο θα υποπτευθούν. Για να’ ναι η σφαγή πιο μαζική, σαν έρθει η ώρα του Γράμμου και του Βίτσι.

ΤΟΝ φίλο μας του φόρτωσαν τη ρετσινιά πως είναι «σύνδεσμος». Για τους αντάρτες που κι αυτοί θέλανε τη στρατολόγηση για «νέο αίμα», που θα «ματώνει» τον εχθρό. Ακόμα και «βασιλοφασίστας» να’ ταν ο στρατολογημένος, εκεί στην αγριάδα και την ιδεολογική μοναξιά του βουνού, με την προπαγάνδα της «διαφώτισης» και με το αδιέξοδο μπροστά του, γρήγορα θα «άλλαζε». Θα γίνονταν…κομμουνιστής-ιδεολόγος, αντάρτης ζωσμένος φισεκλίκια και στα πόδια του τσαρούχια.

ΔΕΝ του το’ κανε αυτό μια ή δυο φορές ο χωροφύλακας. Τη μια ο ένας, την άλλη ο άλλος, ακόμα κι ο ίδιος ο Αστυνόμος. Του έφραξε το δρόμο, του’ ριξε ματιά αυστηρή και του’ κανε νεύμα. Το γαϊδουράκι με το φορτίο σταμάτησε. «Θα πας τα ξύλα στην Αστυνομία!» πρόσταξε αγριεμένος. Η κουβέντα του δε σήκωνε κουβέντα και ανυπακοή. Το ΄ξερε πως αν δεν έστρεγε, θα τον μάζευαν για το βαγόνι. Εκεί τους δέρνανε ως το πρωί. Εκεί, στον παλιό σταθμό του Άγρα, τους ξάπλωναν δεμένους στο δάπεδο και κλείνανε τη συρόμενη πόρτα. Βασάνιζαν αριστερούς κι «αριστερούς». Κατηγορημένους απ’ τον χαφιέ, τον γείτονα, τον «εθνικόφρονα». Δεν άκουγες τα μουγκρητά-τ’ απορροφούσε ο αγέρας, έσβηναν στην ερημιά. Κάποτε δείραν’ άγρια ένα παλικάρι. Πολύ ξύλο, λένε οι ντόπιοι. Ακούστηκε πως ήταν γιος εκείνου που έδωσε στους Βουλγάρους το σκοινί για να κρεμάσουν τον Τέλο Άγρα και ο θυμός περίσσεψε. Έπρεπε να πληρώσει. Και πλήρωσε. Άγρια, όψιμα, σκληρά κι απάνθρωπα.

ΔΕΝ βρήκε αγοραστή. Τα ξύλα δεν κατέληξαν στο τζάκι για να ζεστάνουν τα παιδιά του-ζέσταναν χωροφύλακες. Η πατρίδα έχει προτεραιότητες. Μια δυο κι ο άνθρωπος δεν άντεξε. Το σκέφθηκε, το ξανασκέφθηκε. «Καλύτερη η λευτεριά του βουνού». Πήρε, μια μέρα, το δρόμο για τα ξύλα και δεν ξαναγύρισε. Με τα παιδιά στη μητριά τους και με τη ρετσινιά πως ήταν «σύνδεσμος». Από τότε άλλαξε η ζωή του, άλλαξε και η μοίρα του. Πήρε μέρος σε μάχες και, μετά την ήττα και τη συντριβή βρέθηκε στην Πράγα, πολιτικός πρόσφυγας και χωρίς δικαίωμα επαναπατρισμού. Τα χρόνια πέρασαν κι ούτε γράμμα, ούτε επαφή. Μόνο πως ζούσε γνώριζε η οικογένεια κι αυτός χαμήλωνε το βλέμμα όταν μιλούσαν οι άλλοι για γονιούς, γυναίκες και παιδιά.

ΟΤΑΝ σίγησαν τα όπλα, ησύχασε ο τόπος και η δημοκρατία χαμογέλασε σαν Ήλιος που ζεσταίνει, γύρισε απ’ την ξενιτιά. Ήταν αγνώριστος. Ξανά στο σπίτι , στα παιδιά του που’ χαν πια μεγαλώσει κι ένας τοίχος αόρατος να τους χωρίζει περίεργα και ανεξήγητα. Ξένος στον τόπο όπου γεννήθηκε, με την πίκρα του να σβήνει στο πιοτό κι οι αναμνήσεις, ανάκατες με τύψεις, να του τρυπάνε την καρδιά και να του λιγοστεύουν τα χρόνια που του απόμειναν. Πίκρα κι ο μεγάλος του γιος. Για τον πατέρα του, που τους «παράτησε».

ΤΟΝ θυμάμαι ανέκφραστο και μελαγχολικό, με τη σβηστή φωνή του και τη ματιά πάντα χαμηλωμένη, να πίνει τον καφέ του με κονιάκ, κάθε πρωί και λίγο πριν πεθάνει.
     



Εδώ σχολιάζεις εσύ!