προσδιορίσει ένα πρόσωπο που ήταν κωφός και δεν θα μπορούσε να μιλήσει (άλαλος). Στο παρελθόν «κωφάλαλο» ήταν κοινωνικά αποδεκτός, να περιγράψει συνήθως τους κωφούς ανθρώπους που χρησιμοποιούν μια διαφορετικη γλωσσα, σαν μειονότητα...τώρα πιά δεν ισχύει αυτό. Ενώ στην πραγματικότητα ο κωφός μιλάει με την δική του γλώσσα, η οποία είναι η Νοηματική Γλώσσα και τώρα που είμαστε στο 2010 είναι καιρός να λέμε το καθέτι με τους σωστούς ορισμούς, όπως κωφός αντί για κωφάλλαλος και χωρίς να υπάρχει καμία μείωση ή προσβολή.
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ