16/6/46: Συνδυασμένες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις εναντίον των κομμουνιστών είχαν πλήρη επιτυχία. Συνελήφθησαν πολλοί.
5/7/46: Η Κυβέρνηση, προς ενίσχυση της εθνοφυλακής και χωροφυλακής, οργανώνει τις Μονάδες Ασφαλείας Υπαίθρου (ΜΑΥ). Μονάδες Αποσπασμάτων Διώξεως (ΜΑΔ), με περ. 35.000 (Τα παραπάνω, απ’ το «Πανόραμα του Αιώνα»).
ΜΕ το αντάρτικο, φούντωνε και του κράτους η επιθυμία για την αντιμετώπισή του. Σύστοιχα και παράλληλα, αλλά με διαφορετικούς νόμους και κανόνες. Επίσημα έπρεπε να προλάβει την ανταρσία και τώρα που δεν την πρόλαβε, οργάνωνε τις ομάδες καταστολής της. Χωρίς οίκτο για τους Κ/Σ (κομμουνιστοσυμμορίτες) κι ήταν λάφυρο ακριβό το κεφάλι ενός αντάρτη. Ήταν κάτι σαν θήραμα που γεμίζει με ‘περηφάνια τον κυνηγό. Για τον λύκο που σκότωσε, τον άδειασε στην πλατεία κι ο κόσμος τον χαζεύει. ΤΟ σχέδιο, ωστόσο, ήθελε τους κομουνιστές κυνηγημένους και τρομοκρατημένους. Για να βγουν στο βουνό. Να κρατιέται μια ισορροπία στις δυο πλευρές, να’ ναι αξιόμαχοι καθένας των αντιμάχων, των δυο στρατών, κι ας ήταν ο ένας αντάρτικος.
Ο Ε.Σ. (Εθνικός Στρατός) έκανε το «καθήκον» του. Εκκαθαρίσεις χωρίς έλεος. Οι αντάρτες «απαντούσαν». Σε κάθε ευκαιρία, με κάθε μέσον και χωρίς δισταγμό. Φτάνει να ‘πεφτε στα χέρια τους ο εχθρός, κάτι να τους θύμιζε τ’ όνομά του, να’ ταν παλιός γνώριμος που κάποτε λογόφεραν, γείτονας που δεν τα βρήκαν, συγχωριανός που του’ κλεψε την κότα. Άφηνε να βγει από μέσα του το μίσος άγριο, θεριεμένο απ’ την ασυλία του βουνού και τη «Διαφώτιση» που ήθελε τους απέναντι του Ε.Σ «τσογλάνια της Φρειδερίκης».
ΖΕΣΤΗ αφόρητη και φύλλο δεν κουνιόταν. Δεν κίναγες για τη δουλειά, ’κείνη τη μέρα, χωρίς κάτι να μουρμουρίζεις για το λιοπύρι. Ψυχή και σώμα στο καμίνι των ημερών κι όλα μύριζαν θάνατο. Με τον εχθρό να καιροφυλαχτεί, ορκισμένος για εκδίκηση. Δεν ήξερες πού καρτερούσε, για να κρυφτείς, να φυλαχτείς και ν’ αποφύγεις τον όλμο ή τη νάρκη, πότε θα σου πεταχτούν με το όπλο σαν πήγαινες για το χωράφι κι εσύ να στέκεις έντρομος, κοκαλωμένος.
ΔΕΝ αντιπαρατάχτηκαν στρατιές να δώσουν μάχη κι ένας απ’ τους δυο στρατούς να ξαπλώσει σε δάφνες στρωμένες στα χαλάσματα του ηττημένου. Δεν είχες τον εχθρό μπροστά για να μετράς με τη θωριά του την παλικαριά ή τη δειλία του, να τον προλαβαίνεις σε κόλπα και παγίδες, να του στρώνεις πρώτος τη νάρκη πριν περάσει, να του μαδάς τις φτερούγες πριν πετάξει, μη σε σημαδέψει από ψηλά. Όλα ύπουλα κι αυτοσχεδιασμένα, λες κι ο πόλεμος εδώ γεννήθηκε πριν από δυο τρία χρόνια, παρέμεινε ανταρτοπόλεμος, δεν πρόλαβε να μπει σε «τάξη». Ποιος πρώτος να ξεκάνει τον αντίπαλο μη δεν προλάβει. Όσο άγρια γίνεται κι ύστερα να «ψηλώσει». Να νιώθει άγρια τη χαρά μετρώντας πτώματα κι η λύσσα του να μεγαλώνει κι ας ήταν πτώματα δικών του. Πότε θα τολμήσει ο αντάρτης να κατέβει απ’ το βουνό να τον λιανίσουν τα αποσπάσματα, πότε ο «βασιλοφασίστας» θα πέσει στα χέρια του «ληστοσυμμορίτη» για να τον σφάξει σαν τραγί στο γόνατο...
Η ΜΕΡΑ προχωρούσε κι είχαμε μέρες να δούμε σκοτωμένους. Άνοιξη κι η φύση τρελάθηκε. Γιατί σκοτώνονται και δε σκύβουν καταγής σ’ ένα λουλούδι να δουν πώς έπλεξε ίνες και χρώματα ο Θεός, να νιώσουν με μάτια σφαλιστά την ευωδιά του, να το προσφέρει καθένας τους στο διπλανό, ν’ αγκαλιαστούν αδελφικά, να μοιραστούν τις πίκρες, τις χαρές; Όλα τους τα’ δωσε ο Θεός, μα οι άνθρωποι δεν τα βρήκαν μεταξύ τους και υποφέρουν. Ούτε μαζί τους θα τα πάρουν, μα είναι θέμα «τιμής» σ’ αυτήν την αναμέτρηση, να μην αφήσει ο ένας τον άλλο να νιώσει τη χαρά τού νικητή και γίνει κατοπινά ο αφέντης.
ΚΟΝΤΕΥΕ το μεσημέρι και το νέο μαθεύτηκε. Μια δυο λέξεις το μαντάτο, το μάτι έδειχνε το μέρος που τους είχαν ξεφορτώσει κι η ματιά μετέωρη για το κακό. Τους φέραν’ με το φορτηγό, τον ένα πάνω στον άλλο κι αν είχε το ανατρεπόμενο οροφή θα τους κρέμαγαν με τα τσιγκέλια. Για οικονομία χώρου, για θέα, θρήνο, για εκδίκηση, αλλά και για την προπαγάνδα. Εκεί τους είδαμε τους σκοτωμένους, έξω απ’ την εκκλησιά και κανένας τους δεν νοιάστηκε για τα παιδιά, δεν έδινε πεντάρα για την τρικυμία στην εύθραυστη ψυχή τους. Καμιά δεκαριά τα άψυχα κουφάρια κι άλλοι τόσοι ζωντανοί να τα κοιτούν. Τα’ χαν με τάξη απιθώσει καταγής κι έχασκαν ξαπλωμένα, διπλανά το ένα στ’ άλλο. «Πάτησε νάρκα τ’ αυτοκίνητο» είπε ο ένας. «Τους έσφαξαν οι αντάρτες» λέει ο δεύτερος. «Θύματα των κομμουνιστών» συμπλήρωσε ο τρίτος κι όλοι μαζί τρίζαν’ τα δόντια. Οι «μεταφορείς» ξαπόσταιναν για λίγο στη σκιά, χωρίς κουβέντα μεταξύ τους. Μόνο νερό ζητήσαν’ κι έτρεξε κάποιος στο κοντινό του σπίτι. Ο Ήλιος κάρφωνε τους ζωντανούς κι αποθαμένους, μα τα σώματα που κείτονταν νεκρά, αντί να κρυώνουν-σημάδι πως το αίμα δεν έτρεχε στις φλέβες- ζεσταίνονταν κι αυτά. Οι πρώτες μύγες έφτασαν στριφογυρίζοντας πριν σταθούν στα ματωμένα στήθια, στα ανοιγμένα κεφάλια. Δεν είχες το κουράγιο να κοιτάς τους σκοτωμένους. Κι ούτε τους γνώριζες με την πρώτη. Δεν ρώταγες επίμονα το «πώς»-κανένας δε θα σ’ απαντούσε. Ωστόσο, το λογάριαζες πόσους θα σκότωνε μια νάρκη πατημένη απ’ τον τροχό του αραμπά ή του αυτοκινήτου. Όσο του οδηγού η τρομάρα τ’ άφηνε να κυλήσει, όσο του φαντάρου τα χέρια έστριβαν με δέος το τιμόνι του «ρέο» κι αυτός αμήχανος κι άλλοτε βαρύς και σκεφτικός ή κατακίτρινος απ’ το φόβο του θανάτου.
ΟΛΟΙ τριγύρω σιωπηλοί, μέχρι που ξεπρόβαλαν 5-6 απ’ το δρόμο κι όλο πλησίαζαν. Γυναίκες με τα μαύρα τσεμπέρια που θρηνούσαν. Το μαντάτο έτρεξε και το’ χαν μάθει. Μπορεί να το’ νιωσαν κι από ένστικτο-είναι πιο δυνατό και δεν λαθεύει. Κι αρχίσανε τον θρήνο, την τσιρίδα και τους κοπετούς. Έπεσε κάθε μια στον δικό της άνθρωπο, κι όταν άλλο δεν άντεχαν, συνέχισαν βουβό το κλάμα. Το βράδυ πήγαν συγγενείς στο σπίτι. Το μοιρολόι κράτησε ως το πρωί, λίγες ώρες πριν την ταφή.