Όπως λέει και ο τίτλος, ζούμε σε περίεργες εποχές. Σουρεαλιστικές θα τις χαρακτήριζα.
Τέτοιες, που αν δεν υπήρχε η κρισιμότητα της οικονομικής κατάστασης, θα είχαμε ξεκαρδιστεί στα γέλια. Τώρα όμως είμαστε για κλάματα. Κυριολεκτικά. Όλα λοιπόν τα είχε η Μαριωρή, μόνο ο φερετζές της έλειπε. Όπου Μαριωρή η σύγχρονη Ελλάδα, και φερετζές ο … Ντεγκρέτσιας. Έτσι ακριβώς.
Περνούσε λοιπόν κάθιδρος και ταλαιπωρημένος από τη ζέστη ο τέως βασιλιάς Κωνσταντίνος από τη περιοχή του Συντάγματος, όταν εντοπίστηκε από κάποιους νταβραντισμένους φορτηγατζήδες που βρίσκονταν σε αγωνιστικό παροξυσμό, και μόνο που δεν τον σήκωσαν στις πλάτες τους. Ούτε τον Καζαντζίδη ζωντανό να έβλεπαν δεν θα έκαναν έτσι. Ούτε καν τον Βασίλη Καρρά. Σεληνιάστηκαν οι άνθρωποι.
«Εσένα θέλουμε», «γύρνα πίσω», «είσαι άρχοντας», «πέστα μεγάλε», «πάρε τη κατάσταση στα χέρια σου», και άλλα πολλά παρόμοια και συνάμα φαιδρά.
Εκείνος, που αμφιβάλλω πολύ αν κατάλαβε που έμπλεξε, κατάφερε παρόλα αυτά να διατηρήσει τη ψυχραιμία του, εναγκαλιζόμενους με τους νταλικιέρηδες, και μοιράζοντας παντού φιλιά και χειραψίες. Η δε Άννα Μαρία, εξίσου κουρασμένη, αλλά σταθερά χαμογελαστή, του έδινε κουράγιο ψιθυρίζοντας λογάκια στο αυτί του. Θα ήθελα πολύ να ξέρω σε ποια γλώσσα μιλάνε μεταξύ τους οι «βασιλείς» μας.
Με τα πολλά, ο τέως κατάφερε να απεγκλωβιστεί από το ενθουσιώδες πλήθος που όσο περνούσε η ώρα μεγάλωνε περισσότερο, και φάνταζε απειλητικότερο μέσα στον πανζουρλισμό του, και ορθά σκεπτόμενος, με γοργό βήμα, έσπευσε να χωθεί στο ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετανία, όπου και διαμένει, σεμνά και ταπεινά. Φαντάζομαι πόση ώρα θα προσπαθούσε ο καημένος, μουλιάζοντας σε θεραπευτικά άλατα και πλούσιες σαπουνάδες, από τη μια να απαλλαγεί από την οσμή της λαϊκούρας που τον όρμηξε έτσι μπαμπέσικα και ξαφνικά, και από την άλλη να καταλάβει
περί τίνος ακριβώς επρόκειτο…
Την ίδια ώρα, τα κανάλια, που σαν άλλοι λύκοι μυρίστηκαν αίμα, έστρεψαν κάμερες και μικρόφωνα σε όλους όσους απεργούς είχαν τη τιμή να συμμετάσχουν στην αυθόρμητη «βασιλολατρεία», ρωτώντας τους κρίσιμα για τον τόπο ερωτήματα, όπως πως αισθάνθηκαν όταν αντίκρισαν τον «μεγαλειότατο»; (Η μόνη που έλειπε ήταν η Κοραή, να τους ρωτήσει για τους Τσάμηδες). Και οι απαντήσεις των απεργών, γνήσιες και αντρίκιες, όπως αρμόζει σε Έλληνες φορτηγατζήδες. «Ναι τον είδαμε… αυτός δεν μας πήρε τις άδειες, το ΠΑΣΟΚ τις παίρνει… αυτός μας τις
έδωσε το 1974 (sic)… αυτόνανε θέλουμε ρε…είναι παλίκαρος».
Εν ολίγοις μια ακόμη σουρεάλ στιγμή της νεοελληνικής καθημερινότητας, όπως την ζούμε εδώ και πολλά χρόνια. Α, παραλίγο να το ξεχάσω. Συνελήφθη στην Αθήνα από την ομάδα ΔΙΑΣ, Αλβανός που λίγο πριν είχε πυροβολήσει και τραυματίσει τρία άτομα σε προποτζίδικο της Γλυφάδας. Το κλου της υπόθεσης; Ο εν λόγω λεβέντης ήταν σε δεκαήμερη άδεια από τη φυλακή, όπου εκτίει (τρόπος του λέγειν) ποινή φυλάκισης για δολοφονία εκ προθέσεως.
Έχουμε και λέμε. Καταδικασμένος τελεσίδικα για φόνο, δήθεν φυλακισμένος, έξω με άδεια, οπλοφορεί ελεύθερα και πυροβολάει αδιάκριτα. Ποιον να φοβηθεί; Εσάς; Εμένα; Την αστυνομία; Τα δικαστήρια; Τον υπουργό Δικαιοσύνης; Μα αφού μας φτύνει στα μούτρα όλους μας. Ο εν λόγω μάγκας, όπως και κάθε κακοποιός στην Ελλάδα, έχει το σύστημα με το μέρος του. Τι να μασήσει;
Strange Attractor