Του Θανάση Ιωσ.
Νικολαΐδη
20ός αιώνας! Δυο πόλεμοι που άλλαξαν την πορεία του κόσμου. 1940. Θύελλα στην Ευρώπη. Αλλάζει η μοίρα των λαών της.
28 Οκτώβρη 1940. «Αυτός ο λαός ο μικρός ο Μέγας…». ΓΙΟΡΤΑΖΟΥΜΕ. Για το θαύμα. Για του φασισμού το σκάλωμα στις Πίνδου τις βουνοκορφές. Μέρα χαράς κι ας μας γνέφουν οι ψυχές των πατεράδων και των παππούδων μας. Έτσι νιώθει η Ελλάδα των μεγάλων θυσιών. Για τους νεκρούς της, για τους ζώντες και «προκινδυνεύσαντας». Από αιώνες, χωρίς να σκυθρωπιάζει για το χαμό τους, για τη μοίρα της. Δίπλα σε φέρετρα και εκατόμβες. Μόνο που κάπου - κάπου σφουγγίζει ένα δάκρυ της. Για την προδοσία. Μόνο αυτήν δεν αντέχει.
ΜΕΓΑΛΗ ώρα εκείνη του ’40. Και ήταν γραφτό μας, πάλι, να στηρίξουμε Συμμάχους. Λίγο πριν, μας είχανε φορτώσει της Μικρασίας τη συμφορά και είχαν σφυρίξει αδιάφορα για δρομολογημένα κινήματα, μέχρι τη δικτατορία του ’36.
ΠΕΡΙΟΔΟΣ ιδεολογικής αντιπαράθεσης των δυο κόσμων οι δεκαετίες του μεσοπολέμου, δεν θ’ άφηνε τους λαούς να μονοιάσουν, μετά τον Α’ Πόλεμο και να ζήσουν ειρηνικά. Ξανά οι λαοί δεμένοι στ’ άρματα, αντικριστά, δεν θα άντεχαν μόνο σε λόγια. Και ήταν σαφή τα λόγια των Μεγάλων. Μόνο τα σχέδια δεν ήταν. Δύση κι Ανατολή τέντωναν το σχοινί, μέχρι να βγει κάποιος να περπατήσει πάνω του, κατά τη φορά που συνέφερε στον καθένα. Γι αυτό καμώθηκε η Δύση πως δεν είδε το έκτρωμα του φασισμού γεννημένο στις δεκαετίες του μεσοπολέμου κι έγινε τροφός και μαιευτήρας του Χίτλερ. Το ίδιο κι η Ανατολή, που τον είδε για ασπίδα και δόρυ της, εάν και όταν ο φανατισμός της ιδεολογικής αντιπαράθεσης κατέληγε σε «εν θερμώ» αναμέτρηση. Το «τερατάκι» γεννήθηκε στη θαλπωρή του κομμουνισμού και του αντικομμουνισμού κι όταν ανδρώθηκε εγκαταλείποντας τις «φασκιές», ήταν αργά για τους Μεγάλους. Το ανέχτηκαν, το προστάτεψαν στη σκιά τους, το γιγάντωσαν με την απραξία τους, του πρόσφερε καθένας τον δαυλό για να αφανίσει τον αντίπαλο.
ΠΑΝΩ στης Ευρώπης τη μπαρουταποθήκη το φυτίλι, απλωμένο απ’ τη διεθνή διπλωματία των ισχυρών κι ο Χίτλερ δεν άργησε να το ανάψει. Κι ήταν βαρύ το τίμημα για τους λαούς που βρέθηκαν στη δίνη της μεγαλύτερης σύγκρουσης των αιώνων. Δάκρια, αίμα και εκατόμβες, το ατσάλι των όπλων κόντρα στο ατσάλι των κτιρίων κι η μοίρα του κόσμου ν’ αλλάζει φορά με τη συντριβή του φασισμού.
Ευρώπη, Βαλκάνια
Ο ΠΡΩΤΟΣ παγκόσμιος Πόλεμος κουβαλούσε το σπέρμα του δεύτερου. Ήταν φυσικό να ζητά διέξοδο μέσω της λωρίδας του Δάντσιχ η πολυάνθρωπη, ηττημένη και ασφυκτιώσα, μεταπολεμικά, Γερμανία. Το αφύσικο ήταν να της το αρνούνται πεισματικά οι Μεγάλοι που διαφέντευαν τον κόσμο. Να, λοιπόν, η αφορμή που σκέπαζε τις αιτίες κι ο πόλεμος ήταν θέμα μεθόδευσής του. Με συμμαχίες, προσχωρήσεις, προσαρτήσεις, άξονες και κατακτήσεις... Με ανίερες συμμαχίες και άλλες, γνήσιες, που οι ρίζες τους κρατούσαν απ’ τα βάθη της ιστορίας των λαών. Με τα προϊόντα της γερμανικής πολεμικής βιομηχανίας να αξιοποιούνται στα πειθαρχημένα χέρια των κατασκευαστών τους. Με θηριωδίες και αγριότητας, που ωστόσο, η μεταπολεμική προπαγάνδα των νικητών θέλει να βαραίνουν ετεροβαρώς τους ώμους των ηττημένων.
ΤΑ Βαλκάνια, τότε, κουβαλούσαν τη μοίρα του κόσμου. Στίβος ανάπτυξης του Πολέμου και βαρύκεντρο της γεωγραφικής του κατανομής, πέρασμα για την Αφρική του Ρόμελ και για την Αιθιοπία του Μουσολίνι, συνθλίβονταν ανάμεσα στον πολεμικό Βορρά και Νότο. Το ίδιο αποδυναμωμένο, θνησιγενές και ανενεργό περίμενε και το «Σύμφωνο Βαλκανικής Συνεννόησης του ‘34», το γνωστό Βαλκανικό Σύμφωνο, που το υπονόμευαν ταυτόχρονα οι Μεγάλοι. Απ’ τη μια η φασιστική Ιταλία και η Χιτλερική Γερμανία για πέρασμα στη Μεσόγειο πριν κατακτήσουν τον κόσμο, κι απ’ την άλλοι οι ΑγγλοΓάλλοι, που επεδίωκαν να του προσδώσουν αντιΣοβιετική κατεύθυνση. Την ιδέα που είχαν συλλάβει οι ηγέτες του φασισμού και είχαν σχεδιάσει τα επιτελεία τους θα την πραγμάτωναν Ιταλοί εισβολείς και θα την ολοκλήρωναν Γερμανοί επιδρομείς. Με «κεραυνοβόλο Πόλεμο» που θα επέτρεπε στον Μουσολίνι «…να πιει τον καφέ του στην Ακρόπολη». Και τον Χίτλερ να «…μαθαίνει απ’ τις εφημερίδες» την κατάληψη της Ελλάδας, καθώς σημειώνει ο Τσιάνο (ΥΠΕΞ της φασιστική Ιταλίας) στο ημερολόγιό του και εκμυστηρεύεται στον Ντούτσε. Αδύναμη, υπολόγισαν, η Ελλάδα και απροετοίμαστη πολεμικά, απομονωμένη διπλωματικά και με δυσαρεστημένο το λαό της απ’ τα «έργα» της Μεταξικής δικτατορίας, θα «παραδώσει», με τις πρώτες τουφεκιές.
ΔΕΝ είχαν υπολογίσει στην ελληνική ψυχή. Κι ούτε θα’ χαν διαβάσει την Ιστορία του λαού μας, βγαλμένη απ’ τα βάθη των αιώνων. Δεν είχαν ακούσει για «τριακόσιους του Λεωνίδα» κι ούτε φαντάστηκαν Αντίσταση και «Πολυτεχνεία». Κι άπλωσαν τις μεραρχίες τους οι Ιταλοί, εξοπλισμένες με σύγχρονα πολεμικά μέσα και 10.000 άνδρες της 9ης Στρατιάς, στην Αλβανία. Απ’ τον Καλαμά μέχρι την Πρέσπα, απέναντι σε 2 ελληνικές μεραρχίες, μια ταξιαρχία πεζικού κι ένα μικτό απόσπασμα, συνολικά 35.000 άνδρες. Αναλογία 1:3.
ΠΑΡΑ τον ύπουλο τορπιλισμό τη «Έλλης» τον 15/Αύγουστο στην Τήνο και την επίθεση στο Γράμμο, παρά τις καταλήψεις ελληνικών φυλακίων και απαγωγές φρουρών, παρά τη βαθιά διείσδυση της μεραρχίας των Αλπινιστών «Τζούλια» στην Ήπειρο για κυκλωτική κίνηση στα ελληνικά μετόπισθεν, τ’ όνειρο θάφτηκε στις κορφές της Πίνδου. Απ’ τα «παιδιά της Ελλάδας παιδιά» και του «Δαβάκη τα’ άξια παλικάρια».
Ήρωες και «κουραμπιέδες»
ΧΑΡΑΜΑΤΑ και το τελεσίγραφο δεν σήκωνε αναβολές και ψηλαφίσεις προθέσεων του εχθρού. Και τότε, ξυπνάει ο γίγαντας και ξεδιπλώνει τις αιώνιες αρετές του αυτός ο λαός «ο μικρός ο μέγας». Ορθώνει τα στήθια του στις στη σιδερόφραχτη μηχανή του Μουσολίνι και πάει μπροστά, «με το χαμόγελο στα χείλη». Δεξιοί κι αριστεροί γίνονται ένα, στη βάση, ποιος να σκαρφαλώσει στο τραίνο για το μέτωπο. Ακροναυπλιώτες ζητούν να πολεμήσουν στην πρώτη γραμμή το φασισμό. Το αίτημά τους χάνεται στη ζόφο της δικτατορίας και στο πείσμα των δικτατόρων. Ωστόσο, ποτέ δεν πάει το καλό μονάχο. Έρχεται του κακού το δηλητήριο να το πικράνει, να κάνει το άσπρο μαύρο, να ρίξει σε χρυσές της Ιστορίας σελίδες μελάνι μαύρο να τις θολώσει, για να ζει της προδοσίας το σπέρμα. Μερίδα της ολιγαρχίας διανθισμένη από γόνους της ντόπιας αριστοκρατίας, με οικοσκευή, χρυσαφικά, γκουβερνάντες, πεθερές και υπηρέτριες περιμένει στο λιμάνι του Πειραιά, έτοιμη για φευγιό σε τόπο ασφαλή. Για να γλιτώσει το τομάρι και τα πλούτη, να τα’ αυγατίσει κι αργότερα να ξαναμοιραστεί πόστα, μεταπολεμικά. Αλλάζοντας στολή, φωνή και «ιδεολογία». Αυτοί απουσίαζαν, την ώρα που φτωχόπαιδα του λαού, νέοι, άνδρες και λεβεντόγεροι σπεύδουν για να φορέσουν το χακί, ακούγοντας τη φωνή της καρδιάς και στης Πατρίδας το κάλεσμα. Με της Παναγιάς το φυλαχτό στον κόρφο, τα’ όπλο στο χέρι και την πατρίδα στης ψυχής τα τρίσβαθα. Με τον όρκο να γυρίσουν απ’ το μέτωπο «στεφανωμένοι απ’ της νίκης τα κλαριά». Έχουν ν’ αντισταθούν σε δυνάμεις υπέρτερες κι ας λείπει απ’ τους Ιταλούς η πίστη για τη νίκη. Πίσω τους, έρχεται αρωγός η σιδερόφρακτη στρατιά του Χίτλερ, που θ’ αποτελειώσει ό,τι με τη δειλία τους οι Ιταλοί παράτησαν στη μέση.
ΚΙ είναι το Μέτωπο σκληρό. Βαρύ το χιόνι, το βόλι καυτερό στα στήθια κι άγρια η καρδιά. Πού τόση ψυχή κι αντρειοσύνη; Πώς τόσο κουράγιο στα κρυοπαγήματα κι ολόρθο το κορμί στο θάνατο αντίκρυ; Γιατί με το «Αέρα!» τρέχουν τσούρμο Ιταλοί με σηκωμένα χέρια και πίσω τους φαντάρος με «εφ όπλου λόγχη» να τους κουμαντάρει; Γιατί να παρατάνε το τουφέκι σκύβοντας στου εχθρού τη λαβωματιά να τη γιατρέψουν; Αυτό, μόνο της Ιστορίας το γύρισμα πίσω θα μας το πει, με των προγόνων τα έργα. Συνέχεια είναι φυσική στο χρόνο και στον κόσμο κι όποιος κατάλαβε…
ΑΥΤΟ ήταν το «ΟΧΙ» του λαού μας. Για την Πατρίδα, αλλά και για τους Συμμάχους. Για την τιμή μας, αλλά και για τα συμφέροντά τους. Για τους Άγγλους που υπέθαλψαν την Αντίστασή μας, για να’ ναι μακριά τους το θέατρο του Πολέμου. Κι όταν αρνήθηκε ο Μεταξάς να αντισταθεί «…με τους ακρωτηριασμένους απ’ τα κρυοπαγήματα στο Αλβανικό Μέτωπο…», η αγγλική διπλωματία δεν του το συγχώρεσε. Πεθαίνει ξαφνικά ο Μεταξάς (29/1/41), λίγο πριν εκδηλωθεί η Γερμανική επίθεση, με νέο τελεσίγραφο, στον Κορυτζή, αυτή τη φορά. Κι αρχίζει μια νύχτα ατέλειωτη για την Πατρίδα μας, νύχτα παγερή, αφέγγαρη, νύχτα σκληρή. Μέχρι να βγουν οι πρώτες αχτίδες της Αντίστασης για να ζεστάνουν τις καρδιές. Μέχρι να δείξει το δρόμο ο Γλέζος και ο Σιάντας, να γίνουν κραυγή τα τυμπανισμένα πτώματα, να σκίσει τον αγέρα των Μαυροσκούφηδων του Άρη ο καλπασμός.
ΣΥΝΤΡΙΒΗ του φασισμού, απελευθέρωση και μεταπολεμική «μοιρασιά». Ξανά η Ελλάδα μόνη στη γωνιά κι ούτε μια λέξη αναγνώρισης για τη θυσία της. Αντίθετα. Δεκεμβριανά και Βάρκιζα, Εμφύλιος και Μακρονήσια. Είναι η ανταμοιβή στο βωμό των συμμαχικών συμφερόντων και στους κανόνες της εγγλέζικης πολιτικής.
ΗΡΘΑΝ οι μνήμες σήμερα στο νου. Ναύλωσε η σκέψη άρμα φτερωτό και πάει να φέρει της Ιστορίας τον πάπυρο, χρυσό και τυλιγμένο. Μα, πριν τον ξεδιπλώσει ονόματα ηρώων για να δούμε, να κάψουμε θυμίαμα ιερό. Τους θέλουμε ‘δώ δίπλα μας, να δούμε τη θωριά τους, την κοψιά, το φτιάξιμό τους. Να δούμε την Πατρίδα μας με τα δικά τους μάτια-τόση ανάγκη το’ χει να χτυπήσουν οι καρδιές γι αυτήν. Κι ίσως τότε βγουν απ’ τον λήθαργο αυτά που μας ενώνουν, ίσως φανούν προαιώνιες αρετές. Εκείνες που κράτησαν ζωντανή την Ελλάδα μας, πλάστρα, πηγή και φωτοδότρα στα σκοτάδια της ανθρωπότητας.