Πολύ προτού αναμετρηθούν στο ένδοξο πεδίο της μάχης του Μαραθώνα, Ελληνες και Πέρσες είχαν «κονταροχτυπηθεί» με στόχο την επικράτηση στις ευημερούσες ελληνικές αποικίες της Μικράς Ασίας.
Ηδη περί τα μέσα του 6ου π.Χ. αιώνα οι ιωνικές πόλεις, πλην της Μιλήτου, είχαν περιέλθει η μία μετά την άλλη στις κατακτήσεις του γειτονικού κράτους της Λυδίας, υπό τον βασιλιά Κροίσο. Εκμεταλλευόμενες ωστόσο την ήπια κατά κανόνα κυριαρχία των Λυδών, οι μικρασιατικές πόλεις εξακολούθησαν να ακμάζουν στους τομείς του εμπορίου και της τέχνης. Η ουσιαστική υποδούλωσή τους ήρθε μερικά χρόνια αργότερα, όταν ο βασιλιάς των Περσών Κύρος επικράτησε έναντι του Κροίσου στη μάχη των Σάρδεων το 547 π.Χ. και προήλασε θριαμβευτικά ως τα μικρασιατικά παράλια. Η περσική αυτοκρατορία των δεκάδων εκατομμυρίων υπηκόων, υπερδύναμη της εποχής και αντίπαλον δέος των ελληνικών πόλεων, εξαπλώθηκε ταχύτατα, «καταπίνοντας» ολόκληρο σχεδόν τον τότε γνωστό κόσμο, από τον ποταμό Ινδό ως την Αίγυπτο και από την Κασπία Θάλασσα ως τα ανατολικά παράλια του Αιγαίου. Αντίθετα, στον γεωγραφικό χώρο που καλύπτει σήμερα το ελληνικό κράτος υπήρχαν διάσπαρτες δεκάδες μικρές και μεγάλες αυτόνομες πόλεις-κράτη, με ισχυρότερες τη «στρατοκρατούμενη» Σπάρτη και την ακμάζουσα Αθήνα των 250.000 κατοίκων.
Πίσω στη Μικρά Ασία το νέο καθεστώς απαιτούσε τώρα την τακτική καταβολή δυσβάσταχτων φόρων υποτέλειας από τις υπόδουλες ελληνικές πόλεις της Ιωνίας, καθώς και τη συνεισφορά τους με στόλο και στρατό στην περσική πολεμική μηχανή, ενώ για τη διοίκησή τους οι Πέρσες είχαν τοποθετήσει έλληνες τυράννους της απόλυτης εμπιστοσύνης τους. Ετσι λοιπόν, στο πλαίσιο των κατακτητικών πολέμων που επεχείρησε το 513 π.Χ. στα βόρεια του ποταμού Δούναβη ο πέρσης βασιλιάς Δαρείος Α' - «Ο Μέγας Βασιλεύς» για τους υπηκόους του -, αναγκάστηκαν να τον συνοδεύσουν με άνδρες και πλοία όλοι οι τύραννοι της Ιωνίας. Αν και το αποτέλεσμα δεν ήταν το επιθυμητό, ο Δαρείος κατάφερε τουλάχιστον να πατήσει γερά πόδι στα ευρωπαϊκά εδάφη, προσαρτώντας ολόκληρη τη Θράκη και θέτοντας υπό πλήρη έλεγχο τα νευραλγικής σημασίας στενά του Ελλησπόντου. Η Ελλάδα αποτελούσε ούτως ή άλλως τον επόμενο στόχο στον χάρτη επιχειρήσεων του Δαρείου, ο οποίος ήθελε να εξασφαλίσει την περσική κυριαρχία και στις δύο όχθες του Αιγαίου. Οσα επακολούθησαν τα επόμενα χρόνια στην Ιωνία απλώς επέσπευσαν την αναπόφευκτη σύγκρουση των δύο πλευρών, προσφέροντας στον βασιλιά των Περσών το πρόσχημα που ζητούσε για την κατά μέτωπο επίθεση στη μητροπολιτική Ελλάδα.
Η διάχυτη δυσαρέσκεια των Ελλήνων της Μ. Ασίας, οι οποίοι εκτός από βασικές ελευθερίες έχαναν σταδιακά και τον έλεγχο του εμπορίου, έστρωσε γρήγορα τον δρόμο προς μια γενικευμένη εξέγερση. Αφορμή στάθηκε μια αποτυχημένη εκστρατεία του πέρση σατράπη της Ιωνίας με στρατό και στόλο, το 500 π.Χ., στη Νάξο. Υποκινητής της εξέγερσης ήταν ο έλληνας τύραννος της Μιλήτου Αρισταγόρας, ο οποίος είχε δεσμευθεί να συνδράμει τους εξόριστους ολιγαρχικούς του νησιού προκειμένου να αρπάξουν την εξουσία από τους δημοκρατικούς. Το 499 π.Χ., μετά την αποτυχία της εκστρατείας, ο εκτεθειμένος έλληνας τύραννος, μη έχοντας τίποτε άλλο να κάνει, αποφάσισε να ηγηθεί της «εν τη γενέσει» επανάστασης, για την αποτίναξη του περσικού ζυγού από τις ελληνικές πόλεις της Μ. Ασίας. Στην πορεία της ιωνικής επανάστασης, όπως έμεινε στην ιστορία, ο Αρισταγόρας έκανε έκκληση στις πόλεις της μητροπολιτικής Ελλάδας να ενισχύσουν τον αγώνα των αδελφών πόλεων. Στο κάλεσμα αυτό ωστόσο ανταποκρίθηκαν θετικά δύο μόνο πόλεις, η Αθήνα, που έστειλε αμέσως 20 πολεμικά πλοία, και η Ερέτρια, που συνεισέφερε άλλα πέντε.
Οι πρώτες επιτυχίες της εξέγερσης, που εκτεινόταν από τα στενά του Βοσπόρου ως και την Κύπρο έδωσαν σταδιακά τη θέση τους σε αλλεπάλληλες ήττες για να καταλήξουν το 494 π.Χ. σε πανωλεθρία στη ναυμαχία της Λάδης και αμέσως μετά στην ολοσχερή καταστροφή της Μιλήτου. Αν και οι δυνάμεις των Αθηναίων και των Ερετριέων είχαν προ πολλού αποσυρθεί, η σύντομη ανάμειξή τους ήταν αρκετή για να προκαλέσει την οργή του Δαρείου, ο οποίος ορκίστηκε άμεση εκδίκηση. Ούτως και έπραξε, στέλνοντας το 492 π.Χ. τον στρατηγό και γαμπρό του Μαρδόνιο στην Ελλάδα, με χιλιάδες στρατιώτες και εκατοντάδες πλοία. Αφού διέσχισε τον Ελλήσποντο και τη Θράκη και υπέταξε με τον στόλο του τη Θάσο, κατευθύνθηκε από ξηρά και θάλασσα προς τη Δυτική Μακεδονία. Ενόσω όμως έπλεε ανοιχτά του ακρωτηρίου του Αθωνα, ο περσικός στόλος έπεσε θύμα αντίξοων καιρικών συνθηκών που ανάγκασαν τον Μαρδόνιο να επιστρέψει άπραγος στη βάση του, κατά 300 πλοία και 20.000 άνδρες «φτωχότερος».
Επρεπε να παρέλθει μια διετία προκειμένου οι περσικές δυνάμεις να ανασυνταχθούν και να επιστρέψουν δριμύτερες στον στόχο τους. Με νέα πρόσωπα στην ηγεσία του στρατού, τον Δάτη επικεφαλής του πεζικού και τον Αρταφέρνη αρχηγό του στόλου, και με μυστικοσύμβουλο και οδηγό τον πρώην τύραννο των Αθηνών και γιο του Πεισιστράτου, Ιππία, που είχε προ πολλού αυτομολήσει στους Πέρσες, ο Δαρείος επέλεξε νέο δρομολόγιο. Τον Αύγουστο ή τον Σεπτέμβριο του 490 π.Χ., με αφετηρία την Κιλικία, ο στόλος του έπλευσε στη Σάμο και ύστερα από σύντομη στάση στη Νάξο έβαλε πλώρη για την Ερέτρια, τον πρώτο σταθμό της περσικής επίθεσης-τιμωρίας. Επειτα από έξι ημέρες σθεναρής αντίστασης, το ευβοϊκό λιμάνι έπεσε με δόλια μέσα στα χέρια των Περσών, η πόλη πυρπολήθηκε εκ βάθρων και οι κάτοικοί της εστάλησαν αιχμάλωτοι στα βάθη της Ασίας. Τώρα είχε έρθει η ώρα της Αθήνας. Με τις υποδείξεις του Ιππία, ο πάνοπλος στόλος προσάραξε στο απάνεμο ανατολικό τμήμα του κόλπου του Μαραθώνα και αποβιβάστηκε στη μικρή εύφορη πεδιάδα, 40 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της πόλης των Αθηνών. Εκεί ήλπιζε ο Ιππίας να εξασφαλίσει τη συνδρομή παλαιών φίλων και οπαδών του πατέρα του.
Για τον ακριβή αριθμό των Περσών που παρατάχθηκαν στις ακτές του Μαραθώνα οι απόψεις διίστανται. Αλλοι μιλούν για μια τρομακτική δύναμη 110.000 ανδρών, άλλοι για 70.000, άλλοι για 50.000, για 25.000 ή ακόμη και για 15.000. Πιθανότατα η αλήθεια βρίσκεται κάπου στο μέσον, δεδομένου ότι ο στρατός μεταφέρθηκε, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, με 600 περίπου πολεμικά και μεταγωγικά πλοία. Το σίγουρο είναι πάντως ότι οι Πέρσες υπερείχαν αριθμητικά των Αθηναίων που παρατάχθηκαν σύντομα απέναντί τους.
Μόλις οι Αθηναίοι πληροφορήθηκαν την άφιξη των Περσών στην Αττική, έστειλαν τον ημεροδρόμο Φειδιππίδη στη Σπάρτη προκειμένου να εξασφαλίσουν τη βοήθεια της στρατιωτικής υπερδύναμης της Πελοποννήσου. Την απόσταση των 240 χιλιομέτρων που χωρίζει τις δύο πόλεις θρυλείται ότι την κάλυψε σε δύο ημέρες, ωστόσο η απάντηση των Σπαρτιατών υπήρξε αποκαρδιωτική. Σύμφωνα με τις τοπικές θρησκευτικές παραδόσεις τους, δεν ήταν σε θέση να εκστρατεύσουν τόσο μακριά από τη γενέτειρά τους και να εμπλακούν σε εχθροπραξίες πριν από την παρέλευση της πανσελήνου, ήτοι πριν από έξι τουλάχιστον ημέρες. Παράλληλα όμως δεν επιθυμούσαν να εγκαταλείψουν τη βάση τους και για τον πρόσθετο λόγο ότι υπέβοσκε ο φόβος μιας γενικευμένης επανάστασης των ειλώτων.
Τελικά, στις κορυφές των λόφων που «επιβλέπουν» την πεδιάδα του Μαραθώνα παρατάχθηκαν 10.000 Αθηναίοι και 1.000 Πλαταιείς. Αξιοσημείωτο είναι ότι η γειτονική πόλη των Πλαταιών είχε πρόσφατα περιέλθει στην αθηναϊκή κυριαρχία, έθεσε όμως πρόθυμα ολόκληρη τη στρατιωτική της δύναμη στη διάθεση των Αθηναίων για την αντιμετώπιση του κοινού εχθρού. Υστερα από πρόταση του στρατηγού Μιλτιάδη αποφασίστηκε να αντιμετωπιστούν οι Πέρσες μακριά από την πόλη της Αθήνας, για να μη μετατραπεί η αναμέτρηση σε στενή πολιορκία εντός των τειχών. Οι δύο αντίπαλοι στρατοί παρατάχθηκαν αντικριστά, σε απόσταση 1,5 περίπου χιλιομέτρου και έτσι έμειναν για τις επόμενες πέντε ημέρες. Το γενικό πρόσταγμα στο ελληνικό στράτευμα κατείχε κάθε ημέρα ένας από τους δέκα αθηναίους στρατηγούς, καθένας εκ των οποίων εκπροσωπούσε μία από τις φυλές της Αθήνας.
Από την πρώτη ημέρα οι απόψεις στο ελληνικό στρατόπεδο διίσταντο. Οι μισοί εκ των στρατηγών διατράνωναν ότι ήταν πολύ λίγοι για να υψώσουν ανάστημα έναντι των Περσών, ενώ οι άλλοι μισοί, με κύριο εκφραστή τους τον Μιλτιάδη, επέμεναν να προχωρήσουν πάραυτα σε μάχη. Από το αδιέξοδο της ισοψηφίας και της απραξίας ήρθε να βγάλει τους Αθηναίους ο σεβάσμιος πολέμαρχος Καλλίμαχος ο Αφιδναίος, η γνώμη του οποίου είχε βαρύνουσα σημασία και ήταν σύμφωνα με τον νόμο ισοδύναμη με εκείνη των στρατηγών. Αφού η πλάστιγγα έγειρε προς την ανάληψη δράσης, καθένας από τους πέντε στρατηγούς που είχαν αποφανθεί υπέρ της μάχης παραχωρούσε την ημέρα της αρχιστρατηγίας του τη θέση του στον Μιλτιάδη, αφήνοντάς στη δική του ευχέρεια την επιλογή της κατάλληλης στιγμής για επίθεση. Αν και δέχθηκε την τιμή, ο 60χρονος τότε στρατηγός περίμενε διακριτικά την ημέρα της δικής του αρχιστρατηγίας προκειμένου να εμπλακεί σε μάχη.
Η ελληνική πλευρά, που δεν διέθετε ούτε ιππικό ούτε τοξότες, γνώριζε ότι δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει τους πέρσες ιππείς σε ανοιχτό πεδίο. Οταν λοιπόν λίγο πριν από την αυγή της έκτης ημέρας οι Αθηναίοι πληροφορήθηκαν ότι το περσικό ιππικό απουσίαζε προσωρινά από το στρατόπεδο, κατάλαβαν ότι αυτή ήταν η ιδανική συγκυρία για τη μάχη. Αφού και οι θυσίες προς τους θεούς απέβησαν αίσιες, ο Μιλτιάδης διέταξε κατά μέτωπο επίθεση και τότε ο στρατός του διήνυσε την απόσταση του 1,5 περίπου χιλιομέτρου - 8 στάδια - που τον χώριζε από την πρώτη γραμμή των αντιπάλων τρέχοντας με αλαλαγμούς, για να δυσκολέψει τους πέρσες τοξότες να βρουν τον στόχο τους. Ηταν πλέον η στιγμή να τεθεί σε εφαρμογή η ιδιοφυής τακτική του Μιλτιάδη, η λεγόμενη «λαβίδα».
Στη δεξιά πλευρά της φάλαγγας βρισκόταν ο Καλλίμαχος με τους άνδρες του. Ακολουθούσαν οι υπόλοιπες αθηναϊκές φυλές και στην αριστερή πτέρυγα ήταν παρατεταγμένοι οι Πλαταιείς. Γνωρίζοντας την αριθμητική υπεροχή του εχθρού, ο αθηναίος στρατηγός φρόντισε να παρατάξει το πεζικό του σε μέτωπο ίδιου μήκους με των αντιπάλων. Ταυτόχρονα είχε ενδυναμώσει τα δύο άκρα της φάλαγγάς του, τα οποία διέθεταν διπλάσιο βάθος από το αποδυναμωμένο κέντρο του. Μόλις λοιπόν άρχισαν οι πρώτες επαφές σώμα με σώμα, οι πέρσες στρατιώτες του κέντρου άρχισαν να προελαύνουν απωθώντας το ελληνικό κέντρο προς τα πίσω. Την ίδια στιγμή τα ισχυρά άκρα των Ελλήνων είχαν τρέψει σε άτακτη υποχώρηση τα δύο άκρα του περσικού μετώπου. Στη συνέχεια τα δύο άκρα συγκρότησαν ενιαίο μέτωπο και άρχισαν να πλαγιοκοπούν το εκτεθειμένο κεντρικό τμήμα των Περσών. Σημειωτέον ότι Αθηναίοι και Πλαταιείς υπερτερούσαν στη μάχη σώμα με σώμα γιατί ήταν πολύ βαριά οπλισμένοι - με ξίφος, δόρυ, ασπίδα, κράνος και θώρακα - σε αντίθεση με τους Πέρσες, οι οποίοι βασίζονταν κυρίως στο ελαφρύ ακόντιο και στο τόξο τους και ήταν ως επί το πλείστον εκπαιδευμένοι για μάχες εξ αποστάσεως.
Η ισχυρή αριστερή και δεξιά πτέρυγα είχαν τώρα στραφεί στο πίσω μέρος του κύριου όγκου του περσικού πεζικού, το οποίο με μια κίνηση βρέθηκε στριμωγμένο ανάμεσα σε δύο ελληνικές γραμμές επίθεσης. Υπό τον κίνδυνο να κυκλωθούν από όλες τις πλευρές χωρίς οδό διαφυγής, οι πέρσες στρατιώτες τράπηκαν πανικόβλητοι σε φυγή προς τα καράβια τους. Αθηναίοι και Πλαταιείς ακολουθούσαν κατά πόδας. Η άγρια καταδίωξη οδήγησε πολλούς πέρσες στρατιώτες στα παρακείμενα έλη και μοιραία στον πνιγμό. Λυσσώδεις μάχες δόθηκαν τόσο στο κοντινό δάσος όσο και στην ακτή, στη διάρκεια της απεγνωσμένης προσπάθειας των αντιπάλων να επιβιβαστούν στα πλοία. Εκατοντάδες πνίγηκαν επί τόπου. Οι εχθροπραξίες διήρκεσαν ως το απόγευμα, οπότε και το τελευταίο εχθρικό πλοίο είχε χαθεί πλέον από τον ορίζοντα. Παρά τη συντριβή τους, οι Πέρσες δεν έβαλαν πλώρη για κάποιο λιμάνι της Μ. Ασίας, αντίθετα, αφού περιέπλευσαν το Σούνιο, κατευθύνθηκαν προς το Φάληρο με σκοπό να αποβιβαστούν και να εξαπολύσουν ανενόχλητοι την επίθεσή τους στην ανυπεράσπιστη Αθήνα. Για κακή τους τύχη οι Αθηναίοι είχαν προβλέψει αυτή την εξέλιξη και ο Μιλτιάδης με τους στρατιώτες του κατευθύνθηκε γρήγορα προς το αθηναϊκό επίνειο. Το ελληνικό στράτευμα παρατάχθηκε ταχύτατα δίπλα στον ναό του Ηρακλή στο Κυνόσαργες, πολύ προτού φανούν τα πανιά των αντιπάλων. Στη θέα των παρατεταγμένων Ελλήνων ο περσικός στόλος άλλαξε γρήγορα πορεία και επέστρεψε αποδεκατισμένος στη βάση του.
Πίσω στο πεδίο της μάχης ο τελικός απολογισμός ήταν εντυπωσιακός: 6.400 Πέρσες έπεσαν νεκροί έναντι μόλις 192 Ελλήνων. Οσο για τα τρόπαια της μάχης, εκτός από τα επτά πλοία που κατάφεραν να ακινητοποιήσουν, Αθηναίοι και Πλαταιείς περισυνέλεξαν πλήθος πολύτιμων λαφύρων, μέρος των οποίων αποτέλεσε τον λεγόμενο αθηναϊκό «θησαυρό» στο Μαντείο των Δελφών, ενώ τα υπόλοιπα χρησιμοποιήθηκαν πιθανότατα ως πρώτη ύλη για το χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς του γλύπτη Φειδία.
Οσο για τους Σπαρτιάτες, έστειλαν τελικά ενισχύσεις στους Αθηναίους, μόνο που οι 2.000 πάνοπλοι πολεμιστές τους έφθασαν στην περιοχή του Μαραθώνα την επομένη της μάχης. Αφού αντίκρισαν τους χιλιάδες νεκρούς Πέρσες και συνεχάρησαν τους θριαμβευτές μαραθωνομάχους, πήραν «αμαχητί» τον δρόμο της επιστροφής. Σύμφωνα πάντα με τον θρύλο, μετά το πέρας της μάχης ένας εκ των ελλήνων πολεμιστών, άρχισε να τρέχει ενθουσιώδης και πάνοπλος με κατεύθυνση την πόλη της Αθήνας, καλύπτοντας σε μερικές ώρες την απόσταση των 40 χιλιομέτρων. Οταν έφτασε στο κέντρο της πόλης, όπου περίμεναν με αγωνία τα γυναικόπαιδα, αναφώνησε «Χαίρετε! Νενικήκαμεν!» και έπεσε νεκρός από την εξάντληση. (Από τη λαϊκή αυτή αφήγηση προέκυψε το 1896, με την αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων επί ελληνικού εδάφους, η πρόταση να καθιερωθεί ως επίσημο ολυμπιακό αγώνισμα ο μαραθώνιος δρόμος, που έκτοτε καλύπτει απόσταση 42 χιλιομέτρων και 195 μέτρων.)
Στη μάχη του Μαραθώνα πολέμησε και τραυματίστηκε και ο τραγικός ποιητής Αισχύλος, ο οποίος αργότερα έλαβε μέρος και στη ναυμαχία της Σαλαμίνας. Τελευταία επιθυμία του μάλιστα ήταν μετά θάνατον να τον ενθυμούνται οι συμπατριώτες του ως γενναίο μαραθωνομάχο παρά ως επιτυχημένο τραγωδό, γεγονός που μαρτυρεί και το σχετικό επιτύμβιο επίγραμμα στον τάφο του. Στο πλευρό του Αισχύλου αγωνίστηκε με αυταπάρνηση και ο αδελφός του, Κυναίγειρος, ο οποίος ήταν ένας από τους 192 πολεμιστές της ελληνικής πλευράς που έπεσαν στο πεδίο της μάχης. Σύμφωνα με τον θρύλο ο Κυναίγειρος προσπάθησε να ανασχέσει τη φυγή ενός από τα περσικά πλοία, πιάνοντάς το από την πρύμνη, για να του κόψουν τελικά το χέρι με τσεκούρι. Στην ίδια μάχη βρήκε τον θάνατο και ο αθηναίος πολέμαρχος Καλλίμαχος. Χαρακτηριστικό επίσης είναι ότι για πρώτη φορά στη μάχη του Μαραθώνα οι Αθηναίοι πολέμησαν και θυσιάστηκαν πλάι πλάι με τους δούλους τους.
Αφού λοιπόν περισυνέλεξαν τις σορούς των πεσόντων οι Αθηναίοι, σύμφωνα με τα ταφικά τους έθιμα, έκαψαν τους νεκρούς τους και έθαψαν τα οστά τους σε παρακείμενο χώρο, δημιουργώντας τύμβο ύψους 9 μέτρων και διαμέτρου 50 μέτρων - η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως ακόμη και ίχνη από το τελετουργικό νεκρόδειπνο όπου συνέτρωγαν οι ζωντανοί για να τιμήσουν τους νεκρούς μετά την καύση. Στην κορυφή του τύμβου αναρτήθηκαν μαρμάρινες επιτύμβιες στήλες με τα ονόματα των πεσόντων μαραθωνομάχων κατά φυλές, συνοδευόμενα από το επιτάφιο επίγραμμα του Σιμωνίδη του Κείου: «Ελληνων προμαχούντες Αθηναίοι Μαραθώνι χρυσοφόρων Μήδων εστόρεσαν δύναμιν» («Πρόμαχοι των Ελλήνων οι Αθηναίοι στον Μαραθώνα ταπείνωσαν τη δύναμη των χρυσοφορεμένων Μήδων»).
Λίγο μακρύτερα βρίσκονται και οι τάφοι των νεκρών Πλαταιέων, οι τάφοι των δούλων, ενώ οι απόψεις διίστανται σχετικά με την τύχη των 6.400 νεκρών περσών στρατιωτών που έπεσαν πληγωμένοι θανάσιμα στο πεδίο της μάχης ή καταδικάστηκαν σε πνιγμό στην αγωνιώδη προσπάθειά τους να φθάσουν στα πλοία τους διασχίζοντας τα λασπώδη έλη ή πέφτοντας με τις βαριές χρυσοποίκιλτες στολές τους στη θάλασσα. Αλλοι υποστηρίζουν ότι οι Αθηναίοι, σύμφωνα με τις αρχές τους, δεν θα άφηναν ποτέ κάποιον άταφο, ωστόσο ο μεταγενέστερος περιηγητής Παυσανίας διατείνεται ότι, ύστερα από επιτόπια έρευνα, δεν είδε πουθενά στην περιοχή τάφους Περσών.
Δεκαετίες, ίσως ακόμη και αιώνες μετά τη μάχη, δεκάδες αθηναίοι έφηβοι οδηγούνταν από τους δασκάλους τους στο πεδίο της μάχης για να προσφέρουν θυσίες και να τοποθετήσουν στεφάνι στον τάφο των πεσόντων μαραθωνομάχων. Πολλούς αιώνες αργότερα, το 1810, ο φιλέλληνας ποιητής Λόρδος Βύρων, λίγο προτού φθάσει στο Μεσολόγγι, είχε επισκεφθεί τον Μαραθώνα και έγραψε: «Τα βουνά ατενίζουν τον Μαραθώνα και ο Μαραθώνας κοιτά τη θάλασσα. Μόνος για λίγο με τις σκέψεις μου εκεί, την Ελλάδα ονειρεύτηκα ελεύθερη. Γιατί στεκόμουνα στου Πέρση τον τάφο και δεν θεωρούσα τον εαυτό μου σκλάβο».
Οι σύγχρονοι ιστορικοί κάνουν λόγο για τη σημαντικότερη ίσως μάχη των αρχαίων χρόνων, επειδή άλλαξε στην κυριολεξία τον ρου της ιστορίας. Αν αντί των Αθηναίων είχαν επικρατήσει οι Πέρσες, πιθανότατα δεν θα μιλούσαμε σήμερα για τον χρυσό αιώνα και τα κλασικά χρόνια, ενώ η πορεία της Ευρώπης θα είχε πιθανότατα διαφορετική τροπή. Και ενώ η θριαμβευτική νίκη των Αθηναίων στον Μαραθώνα δεν εξάλειψε διά παντός την περσική απειλή, την απώθησε ωστόσο για την επόμενη δεκαετία, αφήνοντας στην Αθήνα και στις άλλες ελληνικές πόλεις τον χρόνο να προετοιμαστούν κατάλληλα και με αναπτερωμένο ηθικό να αντιμετωπίσουν το αντίπαλον δέος στην τρίτη και τελευταία του απόπειρα να κυριαρχήσει στην περιοχή.
Ο αρχαιότερος από τους τρεις μεγάλους τραγικούς ποιητές, ο Αισχύλος, φέρεται να είχε πολεμήσει στη Μάχη του Μαραθώνα όταν ήταν τριάντα πέντε χρόνων. Από το στοιχείο αυτό οι ιστορικοί τοποθετούν τη γέννησή του στο 525 π.Χ., κατά την περίοδο που εδραιώνεται η Αθηναϊκή Δημοκρατία. Το όνομα του πατέρα του ήταν Ευφορίων και η οικογένειά του ζούσε κατά πάσα πιθανότητα στην Ελευσίνα.
Μολονότι ο Αισχύλος γνώρισε μεγάλη επιτυχία ως ποιητής κατά τη διάρκεια της ζωής του (πιθανολογείται ότι κέρδισε συνολικά 13 πρώτα βραβεία στον δραματικό διαγωνισμό των Μεγάλων Διονυσίων), ο ίδιος μάλλον θεωρούσε τη συμμετοχή του στη Μάχη του Μαραθώνα, καθώς και στις ναυμαχίες του Αρτεμισίου και της Σαλαμίνας, ως το μεγαλύτερο επίτευγμα της ζωής του, όπως άλλωστε προκύπτει από το ταφικό του επίγραμμα, στη Γέλα της Σικελίας, το οποίο φέρεται να συνέθεσε ο ίδιος:
«Αισχύλον Ευφορίωνος Αθηναίον τόδε κεύθει μνήμα καταφθίμενον πυροφόροιο Γέλας·αλκήν δ' ευδόκιμον Μαραθώνιον άλσος αν είποι και βαθυχαιτήεις Μήδος επιστάμενος».
(«Τον γιο του Ευφορίωνα τον Αθηναίο Αισχύλο κρύβει νεκρόν το μνήμα αυτό της Γέλας με τα στάρια· την άξια νιότη του θα ειπεί του Μαραθώνα τ' άλσος κι ο Μήδος ο ακούρευτος οπού καλά την ξέρει».)
Ποιος ήταν ο Φειδιππίδης;
Συχνά η προσωπικότητα του Φειδιππίδη ταυτίζεται με τον στρατιώτη ο οποίος, σύμφωνα με τον θρύλο, μετά το πέρας της μάχης έτρεξε πάνοπλος ως την πόλη της Αθήνας καλύπτοντας σε μερικές ώρες την απόσταση των 40 χιλιομέτρων και όταν έφθασε αναφώνησε «Χαίρετε! Νενικήκαμεν!». Στην πραγματικότητα όμως το όνομα του στρατιώτη αυτού παραμένει άγνωστο. Το όνομα του Φειδιππίδη το γνωρίζουμε χάρη στον Ηρόδοτο, ο οποίος αναφέρει ότι ήταν ο ημεροδρόμος που απέστειλαν οι Αθηναίοι στη Σπάρτη προκειμένου να εξασφαλίσουν τη βοήθειά της κατά των Περσών. Σύμφωνα με τον «πατέρα της Ιστορίας», ο Φειδιππίδης κάλυψε την απόσταση των 240 χιλιομέτρων που χωρίζει τις δύο πόλεις σε δύο ημέρες, ωστόσο η απάντηση των Σπαρτιατών υπήρξε αποκαρδιωτική.
Η γενναίοτητα του Κυναίγειρου
Εκτός από τον Αισχύλο, στον Μαραθώνα πολέμησε και ο αδελφός του, Κυναίγειρος. Για τη γενναιότητά του μάλιστα διασώζεται η εξής ιστορία: αφού οι Ελληνες είχαν νικήσει τους Πέρσες στο κύριο πεδίο της μάχης, τους καταδίωξαν προς τα πλοία. Ο Κυναίγειρος άρπαξε ένα περσικό πλοίο με το χέρι του και προσπάθησε να το συγκρατήσει ώσπου να καταφθάσουν οι συμπολεμιστές του, ένας πέρσης στρατιώτης όμως του έκοψε το χέρι με ένα τσεκούρι. Ο Κυναίγειρος έπεσε στη θάλασσα αιμόφυρτος και ξεψύχησε.
ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΤΕΥΧΟΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΤΗΚΑΝ: ΘΥΜΙΟΣ ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ, ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΟΛΙΟΥ, ΝΙΝΑ-ΜΑΡΙΑ ΠΑΣΧΑΛΙΔΟΥ
http://www.tovima.gr/