Η κρίση στον Τύπο προϋπήρχε της κρίσης που ξέσπασε τα δυο τελευταία χρόνια. Απλώς, το γενικότερο περιβάλλον ανάπτυξης και δραστηριοποίησης των ΜΜΕ, επέτρεπε να χωρέσουν τα προβλήματα κάτω από το μεταξένιο χαλί μιας εικονικής πραγματικότητας. Η κρίση στον Τύπο είναι δομική, και αφορά πρωτίστως τη δημοσιογραφία. Ως λειτούργημα, ως επάγγελμα, ως πάρεργο, ως μέσο πλουτισμού και αυτοπροβολής, ως σχέση εξάρτησης με την εκάστοτε εκτελεστική εξουσία, ως σχέση εξάρτησης με την εργοδοσία του καθενός.
Στην εποχή της κρίσης που ζούμε, οι ιδεοληψίες φαντάζουν ανεπίκαιρες και εκτός πραγματικότητας. Πώς να μιλήσεις για την ανεξαρτησία της δημοσιογραφίας, με ό, τι τίμημα συνεπάγεται αυτή η επιδίωξη, όταν δεν ξέρεις αν την επόμενη ημέρα θα έχεις τη δουλειά σου. Ή, ακόμη χειρότερα, αν το Μέσο στο οποίο εργάζεσαι, θα συνεχίσει να υπάρχει.
Η δημοσιογραφία λοιπόν ίσως δεν υπήρξε ποτέ ανεξάρτητη. Μεμονωμένες πένες και φωνές, ναι, υπηρέτησαν την ανεξαρτησία. Σε άλλες εποχές, με άλλες συνθήκες, έχοντας να διαχειριστούν μια άλλη κοινωνική νοοτροπία και πραγματικότητα. Στα χρόνια όμως της Ελλάδας του δήθεν, που έμαθε να ζει με υπεραξία τον κοπανιστό αέρα, την ημιμάθεια, τη στρέβλωση του καλώς εννοούμενου ανταγωνισμού, η δημοσιογραφία κατέστη υποχείριο της εργοδοσίας. Η δε εργοδοσία, πέρασε σταδιακά, προϊούσας της κοινωνικής εξέλιξης, από τα χέρια των παραδοσιακών εκδοτών, οι οποίοι είχαν γαλουχηθεί και δοκιμαστεί με άλλες αξίες, σε επιχειρηματίες οι οποίοι είδαν τον χώρο του Τύπου ως εύφορη πεδιάδα για να πολλαπλασιάσουν την ισχύ του κοινωνικού αυτοπροσδιορισμού τους. Και σήμερα, δυσκολεύονται ακόμη και να πληρώσουν το 15νθήμερο των συντακτών στα Μέσα που ελέγχουν.
Η δομική στρέβλωση της δημοσιογραφίας, έχει ως βαθύτερο αίτιο τη ροπή του ίδιου του δημοσιογράφου προς την οριοθέτηση κατώτατων προσδοκιών. Από τη δουλειά του, και επομένως από την εργοδοσία του. Η δημοσιογραφία άλλωστε είναι ένα από τα απολύτως απροστάτευτα επαγγέλματα. Ο καθένας μπορεί να δηλώσει αύριο δημοσιογράφος, ακόμη κι αν μέχρι σήμερα βγάζει τα προς το ζειν ως… ζωγράφος. Πανεπιστημιακή κατοχύρωση δεν υπάρχει, από τη στιγμή που οι απόφοιτοι των σχετικών ΑΕΙ έχουν πτυχίο επικοινωνιολόγου και όχι δημοσιογράφου, την ΕΣΗΕΑ την υπονομεύουν οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι με την απαξίωση να προσέλθουν ακόμη και στις Γενικές Συνελεύσεις της, και το πανεπιστημιακό πτυχίο που ενδεχομένως έχει κάποιος, δεν αναγνωρίζεται καν ως πρόσθετο προσόν στη μισθολογική εξέλιξή του. Συμπέρασμα, εν πολλοίς αγοραίο: Έτσι στρώσαμε, έτσι θα κοιμηθούμε. Ή αλλιώς, τα αφεντικά βρίσκουν και τα κάνουν.
Αν προσθέσουμε στην παραπάνω εικόνα, και την κάκιστη εντύπωση που έχει η κοινωνία για τη δημοσιογραφία και τους λειτουργούς της, το παρόν, ούτε καν το μέλλον δηλαδή, φαντάζει τραγικά αδιέξοδο. Και επειδή η εποχή της κρίσης που βιώνουμε, θα έπρεπε να προσφέρεται για περίσσευμα ειλικρίνειας και νέων ξεκινημάτων, ας αναλογιστούμε πόσο πιο ξεκάθαρη θα γινόταν η ματιά προς το μέλλον, αν θέταμε, και απαντούσαμε σε δυο “συστημικά” ερωτήματα, ένα για τους δημοσιογράφους και ένα για τους ιδιοκτήτες των Μέσων: Γιατί επιλέγει κάποιος να γίνει δημοσιογράφος; Και γιατί, κάποιος άλλος, επιλέγει να γίνει “αφεντικό” των δημοσιογράφων; Οι ειλικρινείς απαντήσεις και στα δυο ερωτήματα… κερδίζουν το μέλλον.
http://www.statesmen.gr/