Με τέσσερις ώρες ύπνου και δυο γουλιές καφέ, φόρεσα απρόθυμα το φούτερ και το τζιν, έριξα πάνω μου το μπουφάν, πήρα τη μισογεμάτη τσάντα στον ώμο κι άνοιξα την πόρτα.
Τα κλειδιά – να μην ξεχάσω τα κλειδιά – πίσω απ’ την πόρτα είναι.
Το αμάξι δεν έχει παγώσει. Ο χειμώνας δεν μας άγγιξε ακόμα. Βιαστικά τα κλειδιά στη μίζα για να προλάβω το φανάρι που πάει ν’ανάψει πράσινο. Ο εκνευριστικός ήχος απ’ το καντράν μου υπενθυμίζει πως δεν έβαλα τη ζώνη. Δεν υπάρχει λόγος να εκνευρίζομαι- για το καλό μου το κάνει. Τη βάζω. Απρόθυμα πάραυτα.
Στη Σχολή θ’ αφιερώσω μονάχα δυο γραμμές. Δεν είναι αυτή το θέμα μου. Πήγα, μίλησα, αγανάκτησα, κοινωνικοποιήθηκα προσποιούμενος τον χαρωπό μισενήλικα φοιτητή, παρακολούθησα με βαριεστημένο ενδιαφέρον, ξαναχαιρέτησα δυο-τρεις με επιδερμική διάθεση, και έφυγα.
Το αυτοκίνητο ζεστό τώρα-έβγαλε ήλιο μετά από πολλές μέρες. Ωραίο συναίσθημα. Το απολαμβάνω για λίγο και βάζω και πάλι βιαστικά τα κλειδιά στη μίζα. Γιατί «βιαστικά» όμως; Αφού τώρα δε βιάζομαι… Μου ‘χει μείνει συνήθεια να με κυνηγάει ο χρόνος.
Παραδόξως, στο ραδιόφωνο παίζει ωραία μουσική- να 'ναι καλά γι'αυτό ο "Δίεση" που ακόμα ξέρει πώς είναι το καλό ελληνικό τραγούδι.
Δυο φανάρια πριν το σπίτι μου με πιάνει κόκκινο ξανά. Εδώ δεν έχει τύπους που έρχονται να σου καθαρίζουν τα τζάμια –δεν είναι κεντρικός δρόμος.
Εδώ συνηθίζουν να έρχονται επαίτες στο παράθυρο και να μουρμουρίζουν μέσα απ’ τα χείλη τους κάτι δυσνόητο, αλλά σίγουρα ελληνικό.
Τσιγγανοπούλα αυτή τη φορά. Όμορφη, νεαρή και ξυπόλυτη./
Δε θα της δώσω. Ποτέ δε δίνω.
Όχι επειδή είμαι κανένα άκαρδο κτήνος. Επειδή είμαι το ακριβώς αντίθετο. Έχω σκεφτεί διεξοδικά και έχω καταλήξει πως η μεγαλύτερη βοήθεια που μπορείς να δώσεις σε αυτούς τους ανθρώπους, είναι να μην τους δώσεις. Παράδοξο ίσως, αλλά έτσι είναι. Αν τους δίνεις τους παρέχεις κίνητρο να συνεχίζουν να κάνουν αυτό το μίζερο πράγμα. Και σίγουρα δεν είναι το μόνο πράγμα που μπορούν να κάνουν. Καλύτερα το έχω να θαλασσοδαρθούν για να επιδιώξουν κάτι παραπάνω, παρά να επιβιώνουν έτσι. Δεν αξίζει σε κανέναν αυτή η ζωή. Αν ήθελαν να ζουν έτσι, ας έμενα! ν στην πατρίδα τους. Τα ίδια θα έκαναν κι εκεί. Εδώ ήρθαν για κάτι καλύτερο.
Θα μου πει κανείς, αυτή είναι τσιγγανοπούλα. Δεν έφυγε από καμιά πατρίδα. Αυτής εδώ είναι –υποτίθεται- η πατρίδα της. Και πάλι. Αρνούμαι να συντηρώ έτσι μια τέτοια υποζωή. Καλύτερα το έχω να τη μαζέψω απ’ το δρόμο και να της δώσω 300 ευρώ και ένα εισιτήριο για κάπου αλλού. Αλλά κι εκεί το ίδιο θα κάνει, γιατί αυτό έχει μάθει. Οπότε δεν της δίνω.
Έρχεται στο παράθυρο- δεν πρόλαβα να το κλείσω. Και τότε συνέβη κάτι… απροσδόκητο. Μου λέει με καθαρή, δυνατή φωνή, σα να ήξερε σε ποιόν απευθύνεται:
«Μπορείς να μου δώσεις πενήντα λεπτά να πάρω ένα κουλούρι μαλακό από τον φούρνο εδώ απέναντι; Είναι τα αγαπημένα μου.»
Δεν πρόλαβα να σαστίσω. Άνοιξα το ντουλαπάκι με τα ψιλά. Κατά τύχη το χέρι μου έπιασε πενηντάλεπτο. Δε χρειάστηκε καν να ψάξω. Της έδωσα το κέρμα, έβαλα πρώτη και ξεκίνησα- οι πίσω κορνάρανε γιατί είχε ανάψει κόκκινο.
Μέχρι να βρω να παρκάρω, μία σκέψη βασάνιζε το μυαλό μου: «Γιατί της έδωσα; Αφού έχω πει ότι θα είμαι άτεγκτος. Αφού έχω πει πως κακό τους κάνω άμα τους δίνω.»
Ακόμα δεν έχω βγάλει καθάριο συμπέρασμα. Ίσως να ‘ταν που δεν το περίμενα. Ίσως πάλι να ‘φταιγε το ότι ήμουν θολωμένος από το μάθημα. Ίσως να μην έφταιγε και τίποτα. Ίσως απλά αυτό να έπρεπε να κάνω. Ίσως, πάλι, αυτή να ήταν η φράση που έλεγε σε όλους. Δεν ξέρω…
Ένα είναι σίγουρο: Η φράση της τσιγγανοπούλας ήταν ό,τι πιο ευθύ και ειλικρινές άκουσα σήμερα. Άρα θαρρώ πως άξιζε να της δώσω ό,τι κι αν μου ζητούσε.
Δεν ξέρω αν θα το ξανακάνω. Ξέρω μόνο πως αυτή τη «συναλλαγή» θα τη θυμάμαι με μεγαλύτερη νοσταλγία από κάθε άλλη. Όπως επίσης ξέρω πως θα χρειαστεί να αναθεωρήσω την πολιτισμένη μου αναλγησία στα φανάρια. Είναι ανθρώπινες ζωές, δεν είναι λύσεις σε εξίσωση ευτυχίας…"
Σας ευχαριστώ προκαταβολικά για το ενδιαφέρον σας,
Σκληρο-Πυρηνικός Φυσικός