Μεγάλωνε σε ένα καλό περιβάλλον, πήγαινε στο σχολείο και ήταν καλή μαθήτρια. Παράλληλα μάθαινε δύο ξένες γλώσσες . Όταν έφτασε στο Λύκειο ξεκίνησε και φροντιστήριο για τα μαθήματα του σχολείου της έτσι ώστε η επιτυχία της στο πανεπιστήμιο να ήταν εξασφαλισμένη. Έτσι έλεγε η μαμά και ο μπαμπάς.
Το Κοριτσάκι πήγαινε σχολείο μέχρι το μεσημέρι, μετά διάβαζε, πήγαινε φροντιστήριο, ξαναδιάβαζε και τα Σαββατόβραδα που ήθελε να ξεσκάσει οι γονείς της την περνούσαν από την Ιερά εξέταση (με ποιον, με ποια, τι ώρα, που κ.λ.π) Όταν το Κοριτσάκι σαλτάριζε από την πολύ καταπίεση και γινόντουσαν στο σπίτι Ομηρικοί καυγάδες οι γονείς την γλυκόπιαναν λέγοντας το σοφό ρητό «Όταν θα κάνεις κι εσύ παιδιά θα καταλάβεις!».
Το Κοριτσάκι που δεν ήθελε να κάνει παιδιά αλλά να την παρατήσουν ήσυχη και να μην της σπάνε τα νεύρα έβγαινε με τις παρέες της και γυρνούσε τη συγκεκριμένη ώρα που είχε υποδείξει ο μπαμπάς και η μαμά.
Ο καιρός πέρασε, μπήκε στο πανεπιστήμιο και παρέμεινε φοιτήτρια για τουλάχιστον πέντε χρόνια. Επειδή έμενε μακριά από το σπίτι των γονιών της βρήκε την ησυχία της, έκανε ότι ήθελε, έβγαινε όποτε ήθελε και έτρωγε ότι ήθελε. Όταν πήρε το πτυχίο της και γύρισε σπίτι της όλα πάλι βρήκαν τον κανονικό τους ρυθμό. «Έφαγες πρωινό? Ήπιες το γάλα σου? Που πας? Τι ώρα θα έρθεις?»
Το Κοριτσάκι βρήκε δουλειά, ξεκαθάρισε στους γονείς της ότι αν δεν την αφήσουν ήσυχη θα τους αφήσει αυτή και θα την βλέπουν Κυριακές και σχόλες και έτσι μπήκαν όλα σε μια τάξη.
Το Κοριτσάκι ξυπνούσε το πρωί, φορούσε τα ρούχα που είχε σιδερώσει η μαμά και έφευγε για τη δουλειά της, ερχόταν το απόγευμα και έτρωγε το φαγάκι που είχε μαγειρέψει η μαμά και Παρασκευοσαββατοκύριακα έβγαινε τα απογεύματα και γυρνούσε αφού είχε ξημερώσει για να βλέπει τον δρόμο να γυρίσει ...
Κάπου εδώ στη ζωή της μπήκε το Αγοράκι. Ο καιρός περνούσε και μετά από λίγο κυκλοφορούσε φορώντας στο αριστερό χέρι ένα λαμπρό μονόπετρο. Το Κοριτσάκι αρραβωνιάστηκε και ετοιμαζόταν για το γάμο. Στο σπίτι πανικός. Η μαμά έτρεχε να αγοράσει «είδη προικός», το Κοριτσάκι έτρεχε για έπιπλα κουρτίνες και λοιπό εξοπλισμό, ο μπαμπάς έτρεχε και δεν έφτανε γιατί όλα τα πλήρωνε αυτός, και το Αγοράκι καθόταν ατάραχο με την μπύρα στο χέρι και έβλεπε Μάντσεστερ - Γιουβέντους.
Όταν το Κοριτσάκι το έπιανε γυναικεία κρίση για την απραξία που διέκρινε στο Αγοράκι εκείνος την αγκάλιαζε και της έλεγε το πρωτότυπο: «Αγάπη μου σου έχω τυφλή εμπιστοσύνη. Διάλεξε τα όλα εσύ και φτιάξε το σπιτάκι μας όπως θέλεις. Μόνο μην ξανακλαψουρίσεις μέχρι το ημίχρονο… ναι?»
Με τόσα ωραία λόγια που άκουγε το Κοριτσάκι δεν είχε καμία αμφιβολία ότι θα πέρναγε ζωή χαρισάμενη με το Αγοράκι και έτσι γρήγορα ντύθηκε νυφούλα. Η μαμά έκλαιγε (γιατί ως γνωστόν γάμος χωρίς κλάμα δεν γίνεται), τα παρανυφάκια της πατούσαν το νυφικό, το ρύζι το έφαγε ωμό και όλα καλά. Πήγε λίγες ημέρες ταξίδι του μέλιτος και μετά την επιστροφή όλα έδειχναν πως ότι μέλι υπήρχε φαγώθηκε στο ταξίδι…
Σύντομα όλα πήραν τη σειρά τους αφού το Αγοράκι αντικατέστησε τον μπαμπά και τη μαμά και έτσι ξεκίνησε το έργο από την αρχή. «Που πας? Τι κάνεις? Με ποια φίλη θα βγεις? Τι ώρα θα γυρίσεις?»
Σε λίγο καιρό άρχισαν και τα ευτυχή γεγονότα. Η κοιλίτσα άρχισε να φουσκώνει και ένα νέο μέλος ήταν καθ’ οδόν! Τότε έγινε το θαύμα. Το Κοριτσάκι έγινε η μικρή πριγκίπισσα του παραμυθιού. Η μαμά ερχόταν να βοηθήσει στις δουλειές του σπιτιού, ο μπαμπάς καμάρωνε για το Κοριτσάκι του και το Αγοράκι την είχε μη βρέξει και μη στάξει! Κίχ να έκανε το Κοριτσάκι ήταν όλοι στο πόδι!
Το Κοριτσάκι όμως είχε τα εσωτερικά του. Ναυτίες, εμετούς ζαλάδες, έτρωγε κλωτσιές στην κοιλιά, ξεχύλωνε, δεν μπορούσε να κοιμηθεί μπρούμυτα γιατί έβρισκε η κοιλιά, απέκτησε ραγάδες στο μέχρι τότε βελούδινο σώμα της, το στήθος της άρχισε να παίρνει την κατιούσα και άλλα ευχάριστα. Όμως ο ερχομός του μωρού της την γέμιζε χαρά και συγκίνηση.
Το αγοράκι στεκόταν με άλλες κλασικές πατρικές φιγούρες έξω από την πόρτα του μαιευτηρίου καπνίζοντας το ένα τσιγάρο πάνω στο άλλο, βηματίζοντας πάνω κάτω μέχρι να έρθει το ευτυχές γεγονός.
Η μαία περίμενε για το μπαξίσι της οι συγγενείς περίμεναν να δουν σε ποιον μοιάζει το μωρό και το Κοριτσάκι τα είχε δει όλα. Ή έτσι νόμιζε…
Μετά από λίγες ημέρες και ενώ περιφερόταν στο σπίτι σαν το φάντασμα με την ρόμπα μισάνοιχτη, άυπνη για τρίτο βράδυ, το σουτιέν θηλασμού ξεκούμπωτο γιατί κάθε τρείς και λίγο θήλαζε, πήρε την απόφαση να επιστρέψει στη δουλειά της για να μην λαλήσει εντελώς….
Έτσι το Κοριτσάκι παρέδωσε το μωρό στις γιαγιάδες τα πρωινά, γυρνούσε πεθαμένη από κούραση το απόγευμα στο σπίτι, μαγείρευε, σκούπιζε, σφουγγάριζε, σιδέρωνε, τάιζε το μωρό, ξενυχτούσε τα βράδια γιατί αυτό κοιμόταν όλο το πρωί και το βράδυ που να κλείσει μάτι, και με μυαλό κουρούμπελο ξαναξεκινούσε την επόμενη μέρα για δουλειά. Όλα φυσιολογικά δηλαδή.
Έτσι το Κοριτσάκι ενώ κάποτε τσακωνόταν με τη μαμά και τον μπαμπά για τις εξόδους της τώρα άρχισε τα παρακάλια. «Μαμά θα μου κρατήσεις κανά δυό ώρες το μωρό να πάω για καφέ με την Μαιρούλα?»
Μετά από λίγο καιρό το Κοριτσάκι γρήγορα ξαναφούσκωσε και έτσι τα πράγματα έγιναν ακόμα καλύτερα.
Στο σπίτι υπήρχαν δύο παιδιά το ένα φώναζε και το άλλο έκλαιγε, έτρεχε να προλάβει τα εξωσχολικά του ενός και του άλλου, να προλάβει να μαγειρέψει, να σιδερώσει, να διαβάσει τα παιδιά και όλα αυτά σχεδόν αθόρυβα γιατί αν έκαναν φασαρία φώναζε το Αγοράκι ότι δεν μπορούσε να δει τις ειδήσεις με την ησυχία του!
Τα χρόνια πέρασαν στον ίδιο ξέφρενο ρυθμό και τα παιδάκια μεγάλωσαν. Ήρθε η ώρα να φύγουν από το σπίτι. Το ένα παντρεύτηκε , το άλλο σπούδαζε.
Ξαφνικά ερημιά. Το σπίτι άδειασε. Οι φωνές σταμάτησαν. Μόνο τα δελτία ειδήσεων ακουγόντουσαν στο σαλόνι. Το Κοριτσάκι σκέφτηκε πονηρά. «Τώρα θα κάνω κι εγώ κάτι για τον εαυτό μου»! είπε. Γράφτηκε στο γυμναστήριο, κανόνιζε καφεδάκια με τις φίλες της, πήγε θέατρο που είχε κάτι χρόνια να πάει, πήγε σινεμά και είδε έργο για ενήλικες και όχι «Ποκαχόντας Ι,ΙΙ,ΙΙΙ» αλλά…. Όταν γύριζε σπίτι, ερημιά.
Ούτε «μπρος ετοιμαστείτε ώρα για ύπνο», ούτε «πιείτε το γάλα σας, βουρτσίστε δόντια και στο κρεβάτι» ούτε τίποτα. Μόνο οι ειδήσεις στην τηλεόραση…
Καμιά φορά πήγαινε στη μαμά και τον μπαμπά και έπιναν το καφεδάκι τους παρέα στο μπαλκόνι. Όμως κι αυτοί έφυγαν…
Γρήγορα ήρθαν τα ευχάριστα. Το Κοριτσάκι έγινε γιαγιά! Όλα άρχισαν και πάλι να κάνουν τον κύκλο τους. «Μαμά θα μου κρατήσεις το μωρό να πεταχτώ μέχρι τη Σταυρούλα?» Έτρεχε το Κοριτσάκι και καμάρωνε για το εγγόνι της.
Μετά από λίγα χρόνια το Κοριτσάκι δεν μπορούσε να πηγαίνει με την ίδια ευκολία εδώ κι εκεί. Πόνοι στα χέρια, στα πόδια, λίγο που δεν έβλεπε και τόσο καλά, καθόταν περισσότερο στο σπίτι και έβλεπε ειδήσεις με το Αγοράκι. Παιδιά κι εγγόνια ερχόντουσαν και την έβλεπαν αλλά όχι και πολύ συχνά. Μέχρι που και οι ειδήσεις σταμάτησαν να ακούγονται από την τηλεόραση. Έτσι έμεινε μόνη στην απόλυτη ησυχία. Και περίμενε. Περίμενε το τηλέφωνο να χτυπήσει. Περίμενε το κουδούνι στην εξώπορτα. Όχι δεν την είχαν ξεχάσει. Απλά δεν μπορούσαν να την θυμούνται συνέχεια. Εκείνη όμως θυμόταν. Θυμόταν τη ζωή της από μικρό κοριτσάκι. Τους γονείς της, τις σπουδές της, όλα. Οι αναμνήσεις τις έκαναν παρέα. Τα παιδιά της ερχόντουσαν μια φορά την εβδομάδα και την έβλεπαν. Τα εγγόνια τις γιορτές. Για να πάρουν και το χαρτζιλίκι. Δεν ήταν ότι την είχαν ξεχάσει. Απλά δεν μπορούσαν να την θυμούνται συνέχεια.
Το Κοριτσάκι κοίταξε το ρολόι στον τοίχο. Παρόλη τη θολούρα στα μάτια κατάλαβε πως η ώρα είχε πάει οκτώ. «Ώρα για το βραδινό μου» σκέφτηκε. Έσυρε τα πρησμένα πόδια της μέχρι την κουζίνα, άνοιξε το ψυγείο και έβγαλε ένα γιαούρτι με λίγα λιπαρά. Βγήκε στο μπαλκόνι και με θέα την απέναντι πολυκατοικία άρχισε σιγά σιγά να το τρώει.
Όταν τελείωσε έκανε τον σταυρό της που ήταν τα παιδιά και τα εγγόνια της καλά, ευχαρίστησε τον Θεό για αυτά που είχε, έσβησε το φως και έπεσε να κοιμηθεί…
Άννα Λουράντου
http://www.eimastegynaikes.gr/