Τα παραπάνω στοιχεία αποτελούν μέρος της κλαδικής μελέτης «Κρέας» της ICAP, όπου συμπεραίνεται πως το μερίδιο της εγχώριας παραγωγής στο σύνολο της κατανάλωσης μειώνεται διαχρονικά, ενώ ταυτόχρονα η εισαγωγική διείσδυση αυξάνεται, κυμαινόμενη μεταξύ 43%-48,5% την τελευταία εξαετία. Πώς διαμορφώνονται οι εισαγωγές μας; Παρατηρούνται μεγάλα ποσοστά στις κατηγορίες βοείου και χοιρινού κρέατος, ενώ στον τομέα της πτηνοτροφίας οι συνθήκες διαφέρουν και οι εισαγωγές παραμένουν σε περιορισμένα επίπεδα, λόγω του υψηλότερου επιπέδου οργάνωσης και του μεγάλου μεγέθους των κορυφαίων μονάδων.
Σύμφωνα με την παραπάνω μελέτη, οι μεταβολές στην τιμή δεν επηρεάζουν δραστικά τη συνολική κατανάλωση κρέατος, ωστόσο μπορούν να καθορίζουν τον βαθμό υποκατάστασης μεταξύ των διαφόρων ειδών κρέατος. Οι παράγοντες που επηρεάζουν περισσότερο τη ζήτηση είναι η αντίληψη περί ποιότητας του κρέατος, η οποία συνδέεται συχνά με την προέλευσή του, οι διατροφικές συνήθειες των καταναλωτών, τα έθιμα και οι παραδόσεις, τα οποία ευνοούν την κατανάλωση συγκεκριμένης κατηγορίας κρέατος σε συγκεκριμένες περιόδους κ.λπ.
«Πολλά ελληνικά κρέατα δεν ανταποκρίνονται στην ποιότητα, και φυσικά είναι υπερβολικά ακριβά» σημειώνει ο Γιώργος Δεμένεγας, τριάντα ένα χρόνια κρεοπώλης στον Νέο Κόσμο. «Εισάγουμε ξένα κρέατα τα οποία είναι απείρως καλύτερα από τα δικά μας. Και φυσικά πολύ πιο φτηνά. Το ελληνικό ο καταναλωτής το αναζητεί, αλλά το πληρώνει πολύ ακριβά. Πάει στο σούπερ μάρκετ, βλέπει ένα κομμάτι εισαγωγής έξι ευρώ. Μετά πώς θα αναζητήσει ελληνικό με τιμή 12 ευρώ και βάλε. Μπορεί να έχουμε πολλές παραγωγικές μονάδες, όμως η τιμή του ελληνικού κρέατος είναι πολύ υψηλή. Βέβαια τον τελευταίο καιρό έχουμε μεγάλη πτώση στη ζήτηση κρέατος. Υπολογίζουμε ότι τον τελευταίο μήνα η ζήτηση έπεσε πάνω-κάτω 40%».
Σήμερα, στην αγορά του κρέατος λειτουργούν λίγες μεγάλες βιομηχανίες που λειτουργούν και ως σύνθετες καθετοποιημένες μονάδες, πλήθος χοιροτροφικών εκμεταλλεύσεων -μονάδων παραγωγής χοιρινού κρέατος και πτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων- μονάδων παραγωγής κρέατος, πουλερικών, βοοτροφικές μονάδες κ.ά. Επιπλέον, η επεξεργασία και η τυποποίηση κρέατος αποτελούν το αντικείμενο πολλών εταιρειών, οι οποίες διευρύνουν την παρουσία τους στην αγορά. Οι μονάδες αυτές προμηθεύονται κρέας είτε από την εγχώρια αγορά είτε από το εξωτερικό και αναλαμβάνουν τον τεμαχισμό, την αποστέωση, την τυποποίηση σε συσκευασίες που προορίζονται είτε για «επαγγελματική» χρήση είτε για λιανική πώληση ή ακόμη την παραγωγή κρεατοσκευασμάτων.
Ο τομέας της εκτροφής και της παραγωγής κρέατος αντιμετωπίζει σημαντικά προβλήματα όσον αφορά την παραγωγική διαδικασία, αλλά και τον ανταγωνισμό από τα εισαγόμενα προϊόντα. Βασικό χαρακτηριστικό του κλάδου είναι ο κατακερματισμός της πρωτογενούς αγροτικής παραγωγής εν γένει και η ύπαρξη μεγάλου αριθμού κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων, συνήθως μικρής παραγωγικής δυναμικότητας και χαμηλού ή μέτριου επιπέδου οργάνωσης. Η ελλιπής οργάνωση των περισσότερων εκτροφικών μονάδων δημιουργεί το επιπλέον πρόβλημα της χαμηλής απόδοσης του ζωικού κεφαλαίου σε κρέας. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την καλή οργάνωση των εκτροφικών μονάδων και το χαμηλότερο κόστος παραγωγής σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, δημιουργεί έντονο ανταγωνισμό μεταξύ των εγχωρίως παραγόμενων και εισαγόμενων προϊόντων, ο οποίος είναι εμφανής κυρίως στο επίπεδο των τιμών.
«Δεν ασχολούμαστε πια, ιδιώτες και κράτος, σοβαρά με την κτηνοτροφία και την πτηνοτροφία», τονίζει ο Κλεάνθης Τσιρώνης, πρόεδρος της Βαρβακείου Αγοράς. «Δεν πήραμε σοβαρά αυτούς τους τομείς, με αποτέλεσμα να περιμένουμε από τον πρώτο χρόνο της όποιας επένδυσης κέρδη. Ξέρετε ότι το 90% των μοσχαριών είναι εισαγωγής; Σε περιόδους σαν αυτή του Πάσχα τα περισσότερα από τα αμνοερίφια τα φέρνουμε απ' έξω. Δεν έχουμε παραγωγή, αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Παρότι προσπαθούμε να έχουμε κάτω τις τιμές, τα ξένα από Γαλλία, Ισπανία, Γερμανία, Ολλανδία, Βουλγαρία, Σκόπια και Ρουμανία είναι άκρως ανταγωνιστικά. Ετσι όπως πάμε δεν έχει μέλλον ο χώρος. Οι νέοι δεν ρολάρουν σε συναφή με το κρέας επαγγέλματα· έπειτα σου λένε έχει ανεργία».
ΚΛΕΑΝΘΗΣ ΤΣΙΡΩΝΗΣ