Είμαι 35 χρονών. Και είναι αλήθεια ότι προσπαθήσαμε πολύ να αλλάξουμε αυτό που είμαστε. Ήμασταν καλά παιδιά και ακούγαμε τους μεγάλους.
Πραγματικά προσπαθήσαμε σκληρά να γίνουμε σταθερά γρανάζια και είχαμε όλη τη βοήθεια γι αυτό: Είμαστε αυτά τα παιδάκια που πήγαν στο δημοτικό με ποδιές την τελευταία χρονιά πριν αυτές καταργηθούν. Που χαιρόμασταν που θα βάζουμε λιγότερους τόνους με την κατάργηση του πολυτονικού. Τότε που τα μαθήματα έγιναν γελοία και πανεύκολα και τα βιβλία άλλαξαν. Τότε που μας έδιναν στο σχολείο να πίνουμε χυμό ροδάκινο από κάτι μεγάλες κονσέρβες, που το χρώμα του δεν ήταν ποτέ το ίδιο. Τότε που μας βάζανε να τραγουδάμε "αν όλα τα παιδιά της γης πιαναν γερά τα χέρια" με τα ηλίθια πολύχρωμα ανθρωπάκια και μας δώριζαν κάτι μπλε και πράσινους μεταλλικούς κουμπαράδες από το ταμιευτήριο για να μας διδάξουν από νωρίς την αξία της "αποταμίευσης" και του «τόκου» και να μας εμφυσήσουν την αγάπη για το χρήμα. Τότε που όλα τα εισαγόμενα ήταν πράγματι ακριβά και ήταν μεγάλη υπόθεση να αποκτήσεις κάτι "εισαγωγής". Τότε που οι μερέντες ήταν σε κάτι κόκκινα πράσινα και κίτρινα πλαστικά ψηλά ποτήρια, και όλα τα αναψυκτικά σε γυάλινα μπουκάλια. Που μερικοί γονείς των συμμαθητών μας διάβαζαν το "ρομάντζο" και εμείς θέλαμε "μπλέκ" και "τιραμόλα" αλλά δεν είχαμε λεφτά. Τότε που οι ντομάτες ακόμα και στο μανάβη της πόλης μύριζαν ντομάτα και η μυρωδιά δεν έφευγε όσο και να πλενόσουν. Είμαστε τα παιδιά που παίζανε μπάλα στον ακάλυπτο και φώναζαν οι μανάδες απ τα μπαλκόνια και τρέχαμε με τη μόδα των μπι εμ εξ σε κάθε γειτονιά μέχρι να νυχτώσει. Τότε που ήρθε το "μπρέικ ντάνς" και θέλαμε όλοι να μπορούμε να το χορεύουμε το χορό των σπαστικών. Τότε που γυρνούσαμε από δω και από κει σαν τα ποντίκια στα διαμερίσματα των πολυκατοικιών που μερικές φορές οι ένοικοι (δεν ήταν μαθημένοι στη ζωή στην πόλη) άφηναν ανοιχτές τις πόρτες και καμιά φορά κοίταζε ο ένας το φαί του αλουνου μη καεί. Που μεγαλώσαμε με "ντιουκς" και "δυναστεία" στην ασπρόμαυρη τηλεόραση και ήταν ευτυχία να παίζεις με πλεημομπιλ και αυτοκινητάκια ματσμποξ, και πρότυπό μας ήταν ο "ιππότης της ασφάλτου" που μιλαγε με το αυτοκίνητο και το ρολόι του και ο «μαγκάιβερ» που έφτιαχνε μπόμπες από λίπασμα. Τότε που ήταν σημαντικό να έχεις "πεντακόσια ένα" και ξεσκιζόμασταν να ανήκουμε στους τυχερούς που αγοράζουν λιβαις που στοίχιζε ένας μισθός στους ταλαίπωρους γονείς μας. Τότε που ήταν μεγάλη υπόθεση να πας σε "ντισκοτέκ" και τα κορίτσια θελαν ξαφνικά να μοιάζουν με τη "σαντρα" και τη "μαντονα". Τότε που παραγγέλλαμε κασέτες με ξένα στα δισκάδικα και μας τις γραφανε χωρίς να αγοράσουμε το δίσκο. Τότε που ήρθε η νέα μόδα "λαμπάντα" και είπαμε "τελικά αυτή είναι η σεξουαλικότητα, να κάνεις πως γαμιέσαι σαν πίθηκος και μάλιστα δημόσια". Τότε που οι "καθηγητές" στο σχολείο μας άφηναν να φεύγουμε πιο νωρίς για να μη χάσουνε την "τόλμη και γοητεία". Προσπαθήσαμε πολύ. Πήγαμε και φροντιστήρια γιατί στο σχολείο μας λεγανε "θα σας τα πουν στο φροντιστήριο". Αρχίσαμε να καπνίζουμε και να δίνουμε ραντεβού για να πιούμε καφέδες σε καφετέριες. Παίζαμε ηλεκτρονικά παιχνίδια. Άρχισαν να μας αρέσουν οι "ντορς" και ο "σιδηρόπουλος" και ο κάθε μορφής καταραμένος ναρκομανής ποιητής. Κάναμε αγώνα για να ανακαλύψουμε την κρυμμένη γοητεία αυτών που "ήταν αντισυμβατικοί" και «ο κόσμος δεν τους κατάλαβε» και εμείς θα τους καταλάβουμε αν καταστραφούμε όσο αυτοί. Αγαπήσαμε αυτή την καταστροφή. Πείσαμε τους εαυτούς μας ότι είμαστε χίπηδες, ότι ο τζιμι χεντριξ ήταν λίγο ανώτερη διάνοια από τον Μπαχ και μόνο έτσι προχώρα ο κόσμος. Ότι οι στυλοβάτες της τέχνης της ανθρωπότητας είναι οι πινκ φλοιντ οι λεντ ζεππελιν, o μικ τζαγκερ και οι ρολινγκ στοουνς. Πασχίσαμε να ανήκουμε σε αυτό τον τρόπο. Προσπαθήσαμε να κάνουμε και εμείς το άσπρο- μαύρο. Πιστέψαμε το παραμύθι ότι υπάρχει «δεξιά» και αριστερά» και μάλιστα οι μεν «δεξιοί» πως οι ίδιοι είναι πατριώτες ενώ οι «αριστεροί» προδότες, οι δε «αριστεροί» ότι οι «δεξιοί» είναι οι καθεστωτικοί ενώ οι «αριστεροί» επαναστάτες. Πήγαμε και σε πορείες για το πολυτεχνείο και πείσαμε τους εαυτούς μας ότι δεν φταίει η κόκα κόλα και οι εταιρίες, ούτε έχει σημασία το τι καταναλώνεις, αρκεί να είσαι κάλος άνθρωπος και να διαμαρτυρηθείς και έκανες το καθήκον σου στον «ταξικο αγωνα» Πιστέψαμε στα ναρκωτικά, αλκοόλ-χασίς, κάπου εκεί είναι η απάντηση λέγαμε. Δημοκράτες με λίγο από κομμουνισμό και αναρχία, όλα θα λυθούν. Κάπως σαν το βουδισμό. Δεχτήκαμε το «πολιτικώς ορθόν» ότι αν ο σταυρός στη σημαία ενοχλεί να φύγει, και ότι η σημαία –γιατί όχι;- μπορεί και να καίγεται, αφού είμαστε ειρηνιστές και κατά της βίας. Μερικές μάλιστα φορές βρεθήκαμε και με αυγά στα χέρια και σε κάθε "επεισόδιο" πάντα "μπάτσοι γουρούνια δολοφόνοι" ή «ο λαός δεν ξεχνά τους φασίστες τους κρεμά» (γιατί είμαστε και κατά της εξουσίας και αντιφασιστές) και σιχαθήκαμε το στρατό. Δεχτήκαμε ότι τα πρότυπα επικοινωνίας είναι του μπιγκ μπράδερ και ορισμός της αισθητικής για την καθημερινή ψυχαγωγία τα σκυλάδικα από το κάθε τυχαίο ξέκωλο τσόλι γιατί είναι λαϊκά και αυθεντικά και γιατί πως να το κάνουμε, εμείς οι έλληνες είμαστε γλεντζέδες. Αποδεχθήκαμε ότι τελικά οι παραδοσιακές ελληνικές αξίες είναι αποκλειστικά η κλεψιά και η απάτη, η δωροδοκία, να φτύνεις εκεί που τρως, ότι οι Ελληνίδες πάντα ήταν ξέκωλα και ηλίθιες ούτε υπάρχουν Έλληνες ούτε σχέσεις ούτε αγάπη, ούτε βέβαια Χριστός.
Όλα πήγαιναν καλά μέχρι που ο τελευταία «κυβέρνηση» αποφάσισε ότι τελικά, μπορείς να γίνεις Έλληνας ακόμη και αν δεν γεννηθείς Έλληνας. Δηλαδή μπορεί να έχεις όλα τα χρώματα της ίριδας και να μην είσαι από δω, ούτε κανένας δικός σου να είναι από δω ή να έχει κάποια ρίζα εδώ αλλά όμως μπορείς να γίνεις έλληνας από δω με μια απλή αίτηση. Στο κάτω κάτω ούτε εμείς είμαστε έλληνες. Δηλαδή δεν υπάρχουν έλληνες. Όμως όποιος θέλει μπορεί να γίνεται Έλλην ας μην υπάρχουν, μπορούν όμως να γίνουν με μια σφραγίδα και ένα χαρτί και να λέγονται Έλληνες, αφού το αποφάσισε ένα μουνόπανο που το λένε τζεφρυ. Και οφείλουμε όχι μόνο να συμμορφωθούμε και να το δεχτούμε αυτό, αλλά να το υπερασπιστούμε κιόλας και να μην είμαστε «ρατσισταί και ξενόφοβοι» κλπ.
Σας έχω νέα:
Κάτι έγινε. Κάτι έσπασε. Δεν δούλεψε το συστημα. Παρ όλη την προεργασία κάτι πήγε στραβα.Κλώτσησε το σπείρωμα. Έφυγαν τα γρανάζια. Δεν έπιασε η συνταγή. Τώρα έχουμε προσβάσεις σε όγκο πληροφοριών που δε φαντάζεστε. Τώρα ξέρουμε τι πήγατε να μας κάνετε. Ανοίξαμε τα βιβλία που μας κρύψατε και διαβάσαμε τα ψέματα που μας είπατε. Και θα μάθουν και άλλοι, πολλοί. Τώρα ξέρουμε ακριβώς πως σκεφτόσαστε τότε που ήμαστε νήπια και τι σκέφτεστε τώρα που είμαστε απέναντί. Παρά την προσπάθεια που καταβάλλαμε και εμείς οι ίδιοι τους εαυτούς μας το αίμα φωνάζει. Τώρα μπορούμε να προβλέψουμε τις επόμενες κινήσεις σας. Έχουμε στόχους που τρυπάνε το σύμπαν και υπομονή που ξεκινά πριν το άπειρο. Έχουμε σχέσεις που ούτε ονειρεύεστε. Γνωρίζουμε ακριβώς τι χρειάζεται να κάνουμε. Θα είναι αυτό ακριβώς που φοβάστε σε ό’τι έχετε και δεν έχετε. Γιατί μερικές γενιές πιο πριν, ήξεραν ότι ερχόμαστε και θα ζητούσαμε το λόγο. Και όταν έρθουν οι επόμενες γενιές να μας ζητήσουν το λόγο, έχουμε χρέος να τους δείξουμε ότι ΕΜΕΙΣ προσπαθήσαμε.
Δε θα σας περάσει έτσι απλά. Ούτε θα ξεφύγετε με μερικά τυπωμένα χαρτιά και μερικές στατιστικές η με κάνα δυο εξεγέρσεις και λίγες φωνές. Είναι η ΖΩΗ μας που παίξατε και χάσατε, και είναι η ζωή των γενεών που έρχονται για να υπερασπιστούμε.
Είμαστε λίγοι, πάντα λίγοι ήμασταν. Όμως είς εμοί μύριοι, εάν άριστος εί.
1975