των Έξι", οι οποίοι κρίθηκαν αθώοι μετά από απόφαση του Αρείου Πάγου ο οποίος ακύρωσε την απόφαση του Έκτακτου Επαναστατικού Στρατοδικείου Αθηνών με την οποία καταδικάστηκαν και εκτελέστηκαν ως υπεύθυνοι της Μικρασιατικής καταστροφής.
Ειδικότερα, το δικαστήριο έκανε δεκτή την αίτηση για επανάληψη της δίκης των έξι που είχε υποβάλλει ζητώντας την ακύρωση της απόφασης του στρατοδικείου με το αιτιολογικό της ύπαρξης νέων στοιχείων ο Μ. Πρωτοπαπαδάκης εγγονός του πρώην πρωθυπουργού Π. Πρωτοπαπαδάκη που εκτελέσθηκε στις 15 Νοεμβρίου του 1922 για εσχάτη προδοσία μαζι με τους: Γεώργιο Χατζανέστη, διοικητή της στρατιάς της Μικράς Ασίας, Δημήτριο Γούναρη, πρώην πρωθυπουργό, Μιχαήλ Γούδα, υποναύαρχο και πρώην υπουργό, Ξενοφών Στρατηγό, υποστράτηγο και πρώην υπουργό, Νικόλαο Στράτο, πρώην πρωθυπουργό, Νικόλαο Θεοτόκη και Γεώργιο Μπαλτατζή, υπουργοί επι των στρατιωτικών και οικονομικών στην κυβέρνηση Γούναρη αντίστοιχα.
Αν και οι κατηγορούμενοι ήταν οκτώ, η ονομασία δίκη των έξι δόθηκε λόγω των έξι εκτελέσεων που τελικώς αποφασίστηκαν και πραγματοποιήθηκαν την ίδια σχεδόν ημέρα στο Γουδί.
Σύμφωνα με την απόφαση του Αρείου Πάγου υπήρξαν νέα στοιχεία αλλά και αποδείξεις τα οποία δείχνουν την αθωότητα των οκτώ εκτελεσθέντων όπως είναι ένα τηλεγράφημα του Ελ. Βενιζέλου όπου και ζητά να μην εκτελεσθούν, αλλά και μια επιστολή του από ομιλία στη Βουλή όπου υποστήριζε ότι δεν ήταν προδότες.
Η αίτηση του εγγονού του Πρωτοπαπαδάκη αποσκοπούσε στην ιστορική και ηθική αποκατάσταση των θυμάτων και των οικογενειών τους.
Σημειώνεται ότι το περιστατικό αυτό αποτελεί την κορύφωση αλλά και τον επίλογο του Εθνικού Διχασμού ενώ χαρακτηρίστηκε από τους περισσοτέρους ιστορικούς ως αναγκαία πολιτική κίνηση.
Η δίκη
Στις 31 Οκτωβρίου συνήλθε το έκτακτο στρατοδικείο στο κτίριο της Παλαιάς Βουλής. Πρόεδρος του στρατοδικείου ορίστηκε ο Αλέξανδρος Οθωναίος και μέλη του οι συνταγματάρχες Φλωριάς, Θ. Χαβίνης, Ανδρέας Παναγιωτόπουλος, Μανέττας, ο αντισυνταγματάρχης Μ. Ζωγράφος, ο στρατιωτικός σύμβουλος Τσερούλης, ο πλοίαρχος Γιαννικώντας, οι αντιπλοίαρχοι Κ. Φραγκόπουλος, Γ. Σκανδάλης, οι ταγματάρχες Γραββάνης, Βαμβακόπουλος, Λεωνίδας Κανάρης και οι λοχαγοί Κατσαράκης και Βύρων Καραπαναγιώτης. Επαναστατικοί επίτροποι διορίστηκαν ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Α. Γεωργιάδης, οι συνταγματάρχες Ζουρίδης και Νεόκοσμος Γρηγοριάδης και γραμματέας του δικαστηρίου ο Ιωάννης Πεπονής. Συνήγοροι υπεράσπισης ήταν οι Αναστάσιος Παπαληγούρας, Σ. Σωτηριάδης, Νοταράς, Δουκάκης, Οικονομίδης, Ρωμανός και Τσουκαλάς. Επίσημος σκιτσογράφος της δίκης ήταν ο Περικλής Βυζάντιος.
Η διαδικασία ξεκίνησε με την κατάθεση των δώδεκα μαρτύρων κατηγορίας μεταξύ των οποίων ήταν οι Αναστάσιος Παπούλας, αντιστράτηγος ε.α., Μ. Πάσσαρης, συνταγματάρχης, Π. Σουμίλας, υποστράτηγος, Γ. Σπυρίδωνος, συνταγματάρχης, Μιλτιάδης Κοιμήσης, αντισυνταγματάρχης, Θεόδωρος Σκυλακάκης, ταγματάρχης και υπασπιστής του Πάγκαλου, Κ. Κανελλόπουλος, λοχαγός, Λ. Σπαής, λοχαγός, Αναστάσιος Βενετσανόπουλος, διευθυντής επιμελητείας του υπουργείου στρατιωτικών, Γεώργιος Δημητρίου Ράλλης, ο οποίος διαφώνησε με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας, Φωκίων Νέγρης, Βενιζελικός πολιτικός και Κωνσταντίνο Ρέντη, διπλωματικό υπάλληλο και μετέπειτα υπουργό. Μεταξύ των μαρτύρων υπεράσπισης ήταν οι Ραγκαβής, συνταγματάρχης, Παναγάκος, ταγματάρχης, Κωνσταντίνος Ζαβιτσάνος, ο οποίος μάλιστα αμφισβήτησε το ποινικό μέρος του κατηγορητηρίου.
Πέρα από τη συμπεριφορά του Οθωναίου, η δίκη, όπως επισημαίνει και ο Γρηγόρης Δαφνής, διεξήχθη απολύτως κανονικά. "Οι κατηγορούμενοι είχον πλήρη ελευθερίαν υπερασπίσεως". Δεν επετράπη όμως να χρησιμοποιήσουν οι κατηγορούμενοι δημόσια έγγραφα, τα οποία ήταν πολύτιμα σε παρόμοια δίκη όταν αντιμετώπιζαν κατηγορίες για πράξεις δύο ετών. Ο Στράτος παρατήρησε, μάλλον δηκτικώς, ότι πρέπει από μνήμης να μνημονεύουν τα σχετικά έγγραφα αλλά, σε αυτήν την περίπτωση, δεν είναι βέβαιο οτι θα γίνουν πιστευτά, ειδάλλως - αν οι δικαστές πίστευαν όσα λέγουν οι κατηγορούμενοι - δεν θα υπήρχε λόγος να δικασθούν.
Οι κατηγορούμενοι κατάφεραν να αμυνθούν των κατηγοριών ενώ ιδιαίτερη εντύπωση δημιούργησε η κατάθεση του Παπούλα που προσπάθησε να αποδώσει όλες τις ευθύνες στον Χατζανέστη, τον οποίο ο ίδιος είχε προτείνει για την συγκεκριμένη θέση. Ο Γεώργιος Δημητρίου Ράλλης, αν και αντιπολιτευόμενος των κατηγορουμένων, διαφώνησε με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας ενώ ο Κωνσταντίνος Ζαβιτσάνος προσήλθε ως μάρτυς υπεράσπισης αν και ήταν στενός συνεργάτης του Βενιζέλου. Ο Δημήτριος Γούναρης δεν είχε την ευκαιρία ολοκληρωμένης υπεράσπισης αφού αναγκαζόταν να λείπει λόγω του τύφου που τον ταλαιπωρούσε.
Η απόφαση του εκτάκτου στρατοδικείου ήταν αναμενόμενη όπως αναφέρθηκε και παραπάνω. Παρ'ολα αυτά η Μεγάλη Βρετανία καθώς και μερικοί μετριοπαθείς κύκλοι στρατιωτικών και πολιτικών πίεζαν προκειμένου να μην πραγματοποιηθούν εκτελέσεις. Διά μέσου του πρεσβευτή τους Lindley, η Βρετανία ασκούσε πιέσεις στην ελληνική κυβέρνηση απειλώντας τους με κυρώσεις. Αξίζει να σημειωθεί οτι εκείνη την εποχή πρωθυπουργός της Βρετανίας ήταν ο Άντριου Μπόναρ Λω, ο πρώτος ξάδερφος του οποίου, αντιβασιλέας των Ινδιών, είχε παντρευτεί την αδελφή του Γεώργιου Χατζανέστη. Αντίθετα με όλους αυτούς ο Βασιλιάς Γεώργιος Β΄ αδιαφόρησε για τους κατηγορουμένους με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί χάσμα μεταξύ των βασιλικών.
Ο Ιωάννης Μεταξάς με γραπτή επιστολή του, και κατόπιν συγκατάθεσης του πρωθυπουργού Κροκιδά, ζητάει απο το υπουργικό συμβούλιο να δοθεί το δικαίωμα της έφεσης στους κατηγορουμένους. Η επαναστατική επιτροπή όμως την απέρριψε. Ο υπουργός εξωτερικών Νικόλαος Πολίτης, λίγες μέρες πριν την ανακοίνωση της απόφασης, στις 10 Νοεμβρίου παραιτείται κάτω απο το βάρος των ασκούμενων πιέσεων. Την παραίτησή του ακολουθεί ολόκληρη η κυβέρνηση Κροκιδά. Τέσσερις μέρες αργότερα σχηματίζεται κυβέρνηση υπο τον Γονατά.
Στις 15 Νοεμβρίου, 7.15 π.μ., ο στρατηγός Αλέξανδρος Οθωναίος διάβασε την τελική ετυμηγορία του δικαστηρίου:
«Εν ονόματι του Βασιλέως των Ελλήνων Γεωργίου Β' το Έκτακτον Στρατοδικείον συσκεφθέν κατα νόμον, κηρύσσει παμψηφεί τους μεν Γεώργιον Χατζανέστην, Δημήτριον Γούναρην, Νικόλαον Στράτον, Πέτρον Πρωτοπαπαδάκην, Γεώργιον Μπαλτατζήν και Νικόλαον Θεοτόκην εις την ποινήν του Θανάτου. Τους δε Μιχαήλ Γούδαν και Ξενοφώντα Στρατηγόν εις την ποινήν των ισοβίων δεσμών. Διατάσσει την στρατιωτικήν καθαίρεσιν των Γεωργίου Χατζανέστη, αρχιστρατήγου, Ξενοφώντος Στρατηγού, υποστρατήγου και Μιχαήλ Γούδα, υποναυάρχου και επιβάλλει αυτούς τα έξοδα και τέλη. Επιδικάζει παμψηφεί χρηματικήν αποζημίωσιν υπερ του Δημοσίου κατα του Δ. Γούναρη δραχμών 200 χιλιάδων, Ν. Στράτου δραχμών 335 χιλιάδων, Γ. Μπαλτατζή και Ν. Θεοτόκη δραχμών 1 εκατομμυρίου και Μ. Γούδα δραχμών 200 χιλιάδων. Εγκρίθη, απεφασίσθη και εδημοσιεύσθη εν Αθήναις τη 15η Νοεμβρίου 1922.»
ο Πρόεδρος - ο Γραμματέας
Α. Οθωναίος - Ιωάννης Πεπόνης
Τα ξημερώματα ο υπουργός στρατιωτικών Πάγκαλος επισκέφθηκε τον Πλαστήρα ζητώντας του την επίσπευση των εκτελέσεων. Και αυτό γιατί ο πλοίαρχος Τάλμποτ με αντιτορπιλικό είχε αποπλεύσει από τη Γένοβα για τον Πειραιά με σκοπό την παράδοση βρετανικού τελεσίγραφου του υπουργού εξωτερικών με το οποίο ζητούσε απο την ελληνική πλευρά την πλήρη συμμόρφωση στις υποδείξεις του ξεκαθαρίζοντας οτι σε περίπτωση εκτέλεσης των κατηγορουμένων η Βρετανία θα άφηνε ανυπεράσπιστη την Ελλάδα στις διαπραγματεύσεις της Λωζάνης και δεν θα τους παραχωρούσε δάνειο. Η άφιξη του αναμενόταν απο ώρα σε ώρα.
Στις 9 π.μ. στις φυλακές Αβέρωφ ανακοινώθηκε απο τον επαναστατικό επίτροπο Γρηγοριάδη η απόφαση του δικαστηρίου στους κατηγορουμένους. Κανένας δεν αιφνιαδιάστηκε πλην του Χατζανέστη. Στους μελλοθάνατους δόθηκε προθεσμία δύο ωρών προκειμένου να αποχαιρετίσουν συγγενείς και φίλους. Στις 10.30 οδηγήθηκαν στο Γουδή για να εκτελεστούν. Πριν την εκτέλεση προηγήθηκε η καθαίρεση του Χατζανέστη απο κατώτερους αξιωματικούς. Ο ίδιος τότε δήλωσε οτι η μόνη του ντροπή ήταν το ότι υπήρξε αρχιστράτηγος φυγάδων. Φρούραρχος της εκτέλεσης ήταν ο μάρτυρας κατηγορίας, ταγματάρχης Σπαής. Κανένας δεν θέλησε να του δέσουν τα μάτια. Τα πτώματά των μεταφέρθηκαν υπο δρακόντειες δυνάμεις ασφαλείας στο Α΄ νεκροταφείο Αθηνών για να ενταφιαστούν με συνοπτικές διαδικασίες.
Το 1933 εντοιχίστηκε μαρμάρινη πλάκα στην είσοδο του υπουργείου δικαιοσύνης με τα ονόματα των εκτελεσθέντων ενώ στον τόπο εκτελέσεως στο Γουδί κατασκευάστηκε η εκκλησία της Αναστάσεως.
Η αμφιλεγόμενη στάση του Βενιζέλου
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος κατα τη διάρκεια των γεγονότων βρισκόταν εκτός Ελλάδος. Με το κίνημα της 11ης Σεπτεμβρίου 1922 ορίστηκε ως διεθνής εκπρόσωπος της Ελλάδας στο εξωτερικό αναλαμβάνοντας το βάρος όλων των διαπραγματεύσεων. Η στάση του για το θέμα της δίκης των έξι θεωρείται απο τους περισσότερους αμφιλεγόμενη.
Ο Βρετανός διπλωμάτης Χάρολντ Νίκολσον σημειώνει: Ο κ. Βενιζέλος είναι συνήθως εξαιρετικά ευθύς σε σχέση με τα εσωτερικά ζητήματα ακόμη και όταν αγνοεί πολλές λεπτομέρειές τους. Τις τελευταίες ημέρες όμως λέει διαρκώς οτι δεν γνωρίζει, πως δεν μπορεί να κάνει τίποτα και προσθέτει πως καλό θα ήταν να αποφύγουμε να δεσμευτούμε σε οτιδήποτε ενώ σε άλλα έγγραφα χαρακτηρίζεται ως ακατανόητη ιδίως εξ αιτίας της ακατανόητης επιφυλακτικοτητας για το θέμα των εκτελέσεων. Ο Βρετανός πρέσβης Λίντλει επισήμανε για το ίδιο θέμα ότι το γεγονός πως ο Βενιζέλος θα μπορούσε να αποτρέψει τις εκτελέσεις ανα πάσα στιγμή είναι αναμφίβολο. Την 12η Νοεμβρίου ο Βενιζέλος στις επίμονες πιέσεις του Βρετανού πρέσβη δήλωσε οτι "αι συστάσεις του αποτελούν παρέμβασιν εις τας εσωτερικάς υποθέσεις της Ελλάδας" και οτι η παραδειγματική τιμωρία των κατηγορουμένων αποτελεί ρητήν απαίτησιν της κοινής γνώμης.
Το εμπιστευτικό τηλεγράφημα του Βενιζέλου απο το Παρίσι προς τον υπουργό εξωτερικών έχει αναφερθεί οτι έφτασε αργά. Ακόμα όμως και έτσι δεν σήμαινε οτι θα αναβάλλονταν οι εκτελέσεις αφού μέσα ανέφερε ρητά: "εκτελέσεις περιορισθούν εν περιπτώσει καταδίκης εις μόνους διατελέσαντες πρωθυπουργούς και αρχηγόν στρατού".
Δηλαδή πρότεινε να εκτελεστούν οι διατελέσαντες πρωθυπουργοί Δημήτριος Γούναρης, Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης, Νικόλαος Στράτος και ο αρχηγός του στρατού Γεώργιος Χατζανέστης.
Παρ' όλα αυτά σε επιστολή του προς τον Παναγή Τσαλδάρη το 1929 ο Βενιζέλος φρόντισε να γράψει για όλους τους εκτελεσθέντες: "Δύναμαι να βεβαιώσω υμάς κατά τον πλεόν κατηγορηματικόν τρόπον οτι ουδείς εκ των πολιτικών αρχηγών της Δημοκρατικής παρατάξεως θεωρεί οτι οι ηγέται της πολιτικής, ήτις εφηρμόσθη μετά το 1920, δύναται να κατηγορηθούν δια πράξιν προδοσίας της Πατρίδος ή ότι εν γνώσει ωδήγησαν τον τόπον εις την Μικρασιατική καταστροφή".
(Με πληροφορίες από Βικιπαιδεια)
Ειδικότερα, το δικαστήριο έκανε δεκτή την αίτηση για επανάληψη της δίκης των έξι που είχε υποβάλλει ζητώντας την ακύρωση της απόφασης του στρατοδικείου με το αιτιολογικό της ύπαρξης νέων στοιχείων ο Μ. Πρωτοπαπαδάκης εγγονός του πρώην πρωθυπουργού Π. Πρωτοπαπαδάκη που εκτελέσθηκε στις 15 Νοεμβρίου του 1922 για εσχάτη προδοσία μαζι με τους: Γεώργιο Χατζανέστη, διοικητή της στρατιάς της Μικράς Ασίας, Δημήτριο Γούναρη, πρώην πρωθυπουργό, Μιχαήλ Γούδα, υποναύαρχο και πρώην υπουργό, Ξενοφών Στρατηγό, υποστράτηγο και πρώην υπουργό, Νικόλαο Στράτο, πρώην πρωθυπουργό, Νικόλαο Θεοτόκη και Γεώργιο Μπαλτατζή, υπουργοί επι των στρατιωτικών και οικονομικών στην κυβέρνηση Γούναρη αντίστοιχα.
Αν και οι κατηγορούμενοι ήταν οκτώ, η ονομασία δίκη των έξι δόθηκε λόγω των έξι εκτελέσεων που τελικώς αποφασίστηκαν και πραγματοποιήθηκαν την ίδια σχεδόν ημέρα στο Γουδί.
Σύμφωνα με την απόφαση του Αρείου Πάγου υπήρξαν νέα στοιχεία αλλά και αποδείξεις τα οποία δείχνουν την αθωότητα των οκτώ εκτελεσθέντων όπως είναι ένα τηλεγράφημα του Ελ. Βενιζέλου όπου και ζητά να μην εκτελεσθούν, αλλά και μια επιστολή του από ομιλία στη Βουλή όπου υποστήριζε ότι δεν ήταν προδότες.
Η αίτηση του εγγονού του Πρωτοπαπαδάκη αποσκοπούσε στην ιστορική και ηθική αποκατάσταση των θυμάτων και των οικογενειών τους.
Σημειώνεται ότι το περιστατικό αυτό αποτελεί την κορύφωση αλλά και τον επίλογο του Εθνικού Διχασμού ενώ χαρακτηρίστηκε από τους περισσοτέρους ιστορικούς ως αναγκαία πολιτική κίνηση.
Η δίκη
Στις 31 Οκτωβρίου συνήλθε το έκτακτο στρατοδικείο στο κτίριο της Παλαιάς Βουλής. Πρόεδρος του στρατοδικείου ορίστηκε ο Αλέξανδρος Οθωναίος και μέλη του οι συνταγματάρχες Φλωριάς, Θ. Χαβίνης, Ανδρέας Παναγιωτόπουλος, Μανέττας, ο αντισυνταγματάρχης Μ. Ζωγράφος, ο στρατιωτικός σύμβουλος Τσερούλης, ο πλοίαρχος Γιαννικώντας, οι αντιπλοίαρχοι Κ. Φραγκόπουλος, Γ. Σκανδάλης, οι ταγματάρχες Γραββάνης, Βαμβακόπουλος, Λεωνίδας Κανάρης και οι λοχαγοί Κατσαράκης και Βύρων Καραπαναγιώτης. Επαναστατικοί επίτροποι διορίστηκαν ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Α. Γεωργιάδης, οι συνταγματάρχες Ζουρίδης και Νεόκοσμος Γρηγοριάδης και γραμματέας του δικαστηρίου ο Ιωάννης Πεπονής. Συνήγοροι υπεράσπισης ήταν οι Αναστάσιος Παπαληγούρας, Σ. Σωτηριάδης, Νοταράς, Δουκάκης, Οικονομίδης, Ρωμανός και Τσουκαλάς. Επίσημος σκιτσογράφος της δίκης ήταν ο Περικλής Βυζάντιος.
Η διαδικασία ξεκίνησε με την κατάθεση των δώδεκα μαρτύρων κατηγορίας μεταξύ των οποίων ήταν οι Αναστάσιος Παπούλας, αντιστράτηγος ε.α., Μ. Πάσσαρης, συνταγματάρχης, Π. Σουμίλας, υποστράτηγος, Γ. Σπυρίδωνος, συνταγματάρχης, Μιλτιάδης Κοιμήσης, αντισυνταγματάρχης, Θεόδωρος Σκυλακάκης, ταγματάρχης και υπασπιστής του Πάγκαλου, Κ. Κανελλόπουλος, λοχαγός, Λ. Σπαής, λοχαγός, Αναστάσιος Βενετσανόπουλος, διευθυντής επιμελητείας του υπουργείου στρατιωτικών, Γεώργιος Δημητρίου Ράλλης, ο οποίος διαφώνησε με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας, Φωκίων Νέγρης, Βενιζελικός πολιτικός και Κωνσταντίνο Ρέντη, διπλωματικό υπάλληλο και μετέπειτα υπουργό. Μεταξύ των μαρτύρων υπεράσπισης ήταν οι Ραγκαβής, συνταγματάρχης, Παναγάκος, ταγματάρχης, Κωνσταντίνος Ζαβιτσάνος, ο οποίος μάλιστα αμφισβήτησε το ποινικό μέρος του κατηγορητηρίου.
Πέρα από τη συμπεριφορά του Οθωναίου, η δίκη, όπως επισημαίνει και ο Γρηγόρης Δαφνής, διεξήχθη απολύτως κανονικά. "Οι κατηγορούμενοι είχον πλήρη ελευθερίαν υπερασπίσεως". Δεν επετράπη όμως να χρησιμοποιήσουν οι κατηγορούμενοι δημόσια έγγραφα, τα οποία ήταν πολύτιμα σε παρόμοια δίκη όταν αντιμετώπιζαν κατηγορίες για πράξεις δύο ετών. Ο Στράτος παρατήρησε, μάλλον δηκτικώς, ότι πρέπει από μνήμης να μνημονεύουν τα σχετικά έγγραφα αλλά, σε αυτήν την περίπτωση, δεν είναι βέβαιο οτι θα γίνουν πιστευτά, ειδάλλως - αν οι δικαστές πίστευαν όσα λέγουν οι κατηγορούμενοι - δεν θα υπήρχε λόγος να δικασθούν.
Οι κατηγορούμενοι κατάφεραν να αμυνθούν των κατηγοριών ενώ ιδιαίτερη εντύπωση δημιούργησε η κατάθεση του Παπούλα που προσπάθησε να αποδώσει όλες τις ευθύνες στον Χατζανέστη, τον οποίο ο ίδιος είχε προτείνει για την συγκεκριμένη θέση. Ο Γεώργιος Δημητρίου Ράλλης, αν και αντιπολιτευόμενος των κατηγορουμένων, διαφώνησε με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας ενώ ο Κωνσταντίνος Ζαβιτσάνος προσήλθε ως μάρτυς υπεράσπισης αν και ήταν στενός συνεργάτης του Βενιζέλου. Ο Δημήτριος Γούναρης δεν είχε την ευκαιρία ολοκληρωμένης υπεράσπισης αφού αναγκαζόταν να λείπει λόγω του τύφου που τον ταλαιπωρούσε.
Η απόφαση του εκτάκτου στρατοδικείου ήταν αναμενόμενη όπως αναφέρθηκε και παραπάνω. Παρ'ολα αυτά η Μεγάλη Βρετανία καθώς και μερικοί μετριοπαθείς κύκλοι στρατιωτικών και πολιτικών πίεζαν προκειμένου να μην πραγματοποιηθούν εκτελέσεις. Διά μέσου του πρεσβευτή τους Lindley, η Βρετανία ασκούσε πιέσεις στην ελληνική κυβέρνηση απειλώντας τους με κυρώσεις. Αξίζει να σημειωθεί οτι εκείνη την εποχή πρωθυπουργός της Βρετανίας ήταν ο Άντριου Μπόναρ Λω, ο πρώτος ξάδερφος του οποίου, αντιβασιλέας των Ινδιών, είχε παντρευτεί την αδελφή του Γεώργιου Χατζανέστη. Αντίθετα με όλους αυτούς ο Βασιλιάς Γεώργιος Β΄ αδιαφόρησε για τους κατηγορουμένους με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί χάσμα μεταξύ των βασιλικών.
Ο Ιωάννης Μεταξάς με γραπτή επιστολή του, και κατόπιν συγκατάθεσης του πρωθυπουργού Κροκιδά, ζητάει απο το υπουργικό συμβούλιο να δοθεί το δικαίωμα της έφεσης στους κατηγορουμένους. Η επαναστατική επιτροπή όμως την απέρριψε. Ο υπουργός εξωτερικών Νικόλαος Πολίτης, λίγες μέρες πριν την ανακοίνωση της απόφασης, στις 10 Νοεμβρίου παραιτείται κάτω απο το βάρος των ασκούμενων πιέσεων. Την παραίτησή του ακολουθεί ολόκληρη η κυβέρνηση Κροκιδά. Τέσσερις μέρες αργότερα σχηματίζεται κυβέρνηση υπο τον Γονατά.
Στις 15 Νοεμβρίου, 7.15 π.μ., ο στρατηγός Αλέξανδρος Οθωναίος διάβασε την τελική ετυμηγορία του δικαστηρίου:
«Εν ονόματι του Βασιλέως των Ελλήνων Γεωργίου Β' το Έκτακτον Στρατοδικείον συσκεφθέν κατα νόμον, κηρύσσει παμψηφεί τους μεν Γεώργιον Χατζανέστην, Δημήτριον Γούναρην, Νικόλαον Στράτον, Πέτρον Πρωτοπαπαδάκην, Γεώργιον Μπαλτατζήν και Νικόλαον Θεοτόκην εις την ποινήν του Θανάτου. Τους δε Μιχαήλ Γούδαν και Ξενοφώντα Στρατηγόν εις την ποινήν των ισοβίων δεσμών. Διατάσσει την στρατιωτικήν καθαίρεσιν των Γεωργίου Χατζανέστη, αρχιστρατήγου, Ξενοφώντος Στρατηγού, υποστρατήγου και Μιχαήλ Γούδα, υποναυάρχου και επιβάλλει αυτούς τα έξοδα και τέλη. Επιδικάζει παμψηφεί χρηματικήν αποζημίωσιν υπερ του Δημοσίου κατα του Δ. Γούναρη δραχμών 200 χιλιάδων, Ν. Στράτου δραχμών 335 χιλιάδων, Γ. Μπαλτατζή και Ν. Θεοτόκη δραχμών 1 εκατομμυρίου και Μ. Γούδα δραχμών 200 χιλιάδων. Εγκρίθη, απεφασίσθη και εδημοσιεύσθη εν Αθήναις τη 15η Νοεμβρίου 1922.»
ο Πρόεδρος - ο Γραμματέας
Α. Οθωναίος - Ιωάννης Πεπόνης
Τα ξημερώματα ο υπουργός στρατιωτικών Πάγκαλος επισκέφθηκε τον Πλαστήρα ζητώντας του την επίσπευση των εκτελέσεων. Και αυτό γιατί ο πλοίαρχος Τάλμποτ με αντιτορπιλικό είχε αποπλεύσει από τη Γένοβα για τον Πειραιά με σκοπό την παράδοση βρετανικού τελεσίγραφου του υπουργού εξωτερικών με το οποίο ζητούσε απο την ελληνική πλευρά την πλήρη συμμόρφωση στις υποδείξεις του ξεκαθαρίζοντας οτι σε περίπτωση εκτέλεσης των κατηγορουμένων η Βρετανία θα άφηνε ανυπεράσπιστη την Ελλάδα στις διαπραγματεύσεις της Λωζάνης και δεν θα τους παραχωρούσε δάνειο. Η άφιξη του αναμενόταν απο ώρα σε ώρα.
Στις 9 π.μ. στις φυλακές Αβέρωφ ανακοινώθηκε απο τον επαναστατικό επίτροπο Γρηγοριάδη η απόφαση του δικαστηρίου στους κατηγορουμένους. Κανένας δεν αιφνιαδιάστηκε πλην του Χατζανέστη. Στους μελλοθάνατους δόθηκε προθεσμία δύο ωρών προκειμένου να αποχαιρετίσουν συγγενείς και φίλους. Στις 10.30 οδηγήθηκαν στο Γουδή για να εκτελεστούν. Πριν την εκτέλεση προηγήθηκε η καθαίρεση του Χατζανέστη απο κατώτερους αξιωματικούς. Ο ίδιος τότε δήλωσε οτι η μόνη του ντροπή ήταν το ότι υπήρξε αρχιστράτηγος φυγάδων. Φρούραρχος της εκτέλεσης ήταν ο μάρτυρας κατηγορίας, ταγματάρχης Σπαής. Κανένας δεν θέλησε να του δέσουν τα μάτια. Τα πτώματά των μεταφέρθηκαν υπο δρακόντειες δυνάμεις ασφαλείας στο Α΄ νεκροταφείο Αθηνών για να ενταφιαστούν με συνοπτικές διαδικασίες.
Το 1933 εντοιχίστηκε μαρμάρινη πλάκα στην είσοδο του υπουργείου δικαιοσύνης με τα ονόματα των εκτελεσθέντων ενώ στον τόπο εκτελέσεως στο Γουδί κατασκευάστηκε η εκκλησία της Αναστάσεως.
Η αμφιλεγόμενη στάση του Βενιζέλου
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος κατα τη διάρκεια των γεγονότων βρισκόταν εκτός Ελλάδος. Με το κίνημα της 11ης Σεπτεμβρίου 1922 ορίστηκε ως διεθνής εκπρόσωπος της Ελλάδας στο εξωτερικό αναλαμβάνοντας το βάρος όλων των διαπραγματεύσεων. Η στάση του για το θέμα της δίκης των έξι θεωρείται απο τους περισσότερους αμφιλεγόμενη.
Ο Βρετανός διπλωμάτης Χάρολντ Νίκολσον σημειώνει: Ο κ. Βενιζέλος είναι συνήθως εξαιρετικά ευθύς σε σχέση με τα εσωτερικά ζητήματα ακόμη και όταν αγνοεί πολλές λεπτομέρειές τους. Τις τελευταίες ημέρες όμως λέει διαρκώς οτι δεν γνωρίζει, πως δεν μπορεί να κάνει τίποτα και προσθέτει πως καλό θα ήταν να αποφύγουμε να δεσμευτούμε σε οτιδήποτε ενώ σε άλλα έγγραφα χαρακτηρίζεται ως ακατανόητη ιδίως εξ αιτίας της ακατανόητης επιφυλακτικοτητας για το θέμα των εκτελέσεων. Ο Βρετανός πρέσβης Λίντλει επισήμανε για το ίδιο θέμα ότι το γεγονός πως ο Βενιζέλος θα μπορούσε να αποτρέψει τις εκτελέσεις ανα πάσα στιγμή είναι αναμφίβολο. Την 12η Νοεμβρίου ο Βενιζέλος στις επίμονες πιέσεις του Βρετανού πρέσβη δήλωσε οτι "αι συστάσεις του αποτελούν παρέμβασιν εις τας εσωτερικάς υποθέσεις της Ελλάδας" και οτι η παραδειγματική τιμωρία των κατηγορουμένων αποτελεί ρητήν απαίτησιν της κοινής γνώμης.
Το εμπιστευτικό τηλεγράφημα του Βενιζέλου απο το Παρίσι προς τον υπουργό εξωτερικών έχει αναφερθεί οτι έφτασε αργά. Ακόμα όμως και έτσι δεν σήμαινε οτι θα αναβάλλονταν οι εκτελέσεις αφού μέσα ανέφερε ρητά: "εκτελέσεις περιορισθούν εν περιπτώσει καταδίκης εις μόνους διατελέσαντες πρωθυπουργούς και αρχηγόν στρατού".
Δηλαδή πρότεινε να εκτελεστούν οι διατελέσαντες πρωθυπουργοί Δημήτριος Γούναρης, Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης, Νικόλαος Στράτος και ο αρχηγός του στρατού Γεώργιος Χατζανέστης.
Παρ' όλα αυτά σε επιστολή του προς τον Παναγή Τσαλδάρη το 1929 ο Βενιζέλος φρόντισε να γράψει για όλους τους εκτελεσθέντες: "Δύναμαι να βεβαιώσω υμάς κατά τον πλεόν κατηγορηματικόν τρόπον οτι ουδείς εκ των πολιτικών αρχηγών της Δημοκρατικής παρατάξεως θεωρεί οτι οι ηγέται της πολιτικής, ήτις εφηρμόσθη μετά το 1920, δύναται να κατηγορηθούν δια πράξιν προδοσίας της Πατρίδος ή ότι εν γνώσει ωδήγησαν τον τόπον εις την Μικρασιατική καταστροφή".
(Με πληροφορίες από Βικιπαιδεια)
news247.gr