tromaktiko: Η σελίδα του λοξού

Δευτέρα 18 Οκτωβρίου 2010

Η σελίδα του λοξού



◆Τι να πεις για τη βροχή, όταν πέφτει, αφήνει πίσω της τα χνάρια της και ένα γδάρσιμο στο λαρύγγι. Πληγωμένο το σύννεφο, ξεβράζει τα σωθικά του, περπατά το αγιόνερο ανάμεσα στα σκοτάδια και πριν φτάσει στο χώμα πετά μια ματιά τελευταία ψηλά και μετά κάθεται μέχρι να σβήσει αφήνοντας στον επίλογο εκείνη τη βρεγμένη σκιά του εξιτήριου λόγου.


◆Ξεκίνησε δειλά να μπαίνει το κρύο απ’ το ανοικτό παράθυρο, κουμπώσαν τα σακάκια και ξεθάρρεψαν τα σύννεφα στο απέραντο.
◆Η Ελλάδα μεταμορφώνεται σε χώρα του γκρίζου, ξεχνώντας στην παλέτα τα υπόλοιπα χρώματα.
◆«Με εξέλεξαν οι διεφθαρμένοι» έπρεπε να πει ο εξυπνάκιας, κάποιος πρωθυπουργός στον κύριο Γιούνκερ και «εγώ ως διεφθαρμένος το αποδέχτηκα». Και φυσικά είμαι κι εγώ ένας από εσάς. Και ένας μορφασμός, ένα χτύπημα στην πλάτη, ένα ειρωνικό μειδίαμα να υπερτονίσει το δηλωτικό.
◆Το παιχνίδι της ενοχής και της συνενοχής δίνει τροφή στην ημεδαπή, μελάνια χύνονται, αρθρογράφοι, πεφωτισμένοι αστυνόμοι της γραφίδας ψάχνουν στα κρυφά κιτάπια τους παραίτιους.
◆Ακόμα κι ο κουλουράς του απέναντι πεζοδρομίου εισέπραξε εκείνο το βλέμμα της απαξίωσης από περαστικό πεινασμένο.
◆Και το παραμύθι με τους κακούς του μεροκάματου που συνωμότησαν με τους άλλους και έφτασαν εδώ την επικράτεια, κατάντησε να είναι διήγημα ανέμπνευστο και γελοίο
◆Οι δημοσκοπήσεις ξανάρχισαν το παιχνίδι τους, παρουσιάστηκαν τα ραβδογράμματα τα κόκκινα, τα πράσινα, τα μπλε, κι οι κύκλοι - φέτες από καρπούζι μοιράζουν τη μεγαλύτερη μερίδα στο καλύτερο λογοπαίγνιο.
◆Ο Δημαράς προκαλεί τον πανικό στο σπίτι που τον μεγάλωσε με εκείνο το ύφος το βγαλμένο από ασπρόμαυρο φιλμ, με το υγρό βλέμμα, τη φωνή που κάθεται στο συναίσθημα και εκείνη τη ματιά του παιδιού που βάφει τα παπούτσια στις γωνιές των πολυσύχναστων δρόμων.
◆Οι μονομαχίες κάτω από τον λευκό πύργο προετοιμάζονται πυρετωδώς με καβαλάρηδες και ποδηλάτες, ανούσια πυροτεχνήματα.
◆Οι λογοτεχνικές αναφορές του Αντωνίου του Σαμαρά συνεχίζονται χωρίς να επηρεάζουν ούτε καν το Δέλτα της λέξεως που πρωταγωνιστεί στις οθόνες τις προεκλογικές μέρες.
◆Μεγάλος φάκελος η Υγεία για τον Αντρέα Λοβέρδο και βάσανο τα υποφάκελα. Γνωστοποιήθηκε ότι «η υγεία μας είναι 20 χρόνια πίσω», εννοείται φυσικά με την απαραίτητη έκπτωση λόγω κρίσεως.
◆Και διαδόθηκε στα λιμάνια ότι στην Κίνα τα κλειστά μάτια δεν πρόλαβαν να δουν πίσω από την απόλυτη αλήθεια.
◆Και στα τηλεοπτικά έδρανα των δημοσίων σχέσεων γυνή υψηλή με κολλημένο χαμόγελο περιμένει τους λεπτοδείκτες να σημαδέψουν το κατάλληλο νούμερο στο ρολόι του τοίχου
◆Γυναίκα παντός καιρού, γνωστής ιστορίας, αλησμόνητου πατρός, δεξιά, φιλελεύθερη, κεντρώα.
◆Μια λέξη με απόστροφο έψαξε η πρόταση, αλλά καμιά δεν υπήρχε εύκαιρη.
◆Μια μεγάλη μαρκίζα ανάμεσα στο ανθρακί του απόβραδου και του υπόφαιου που άφησε κατακάθι το απόγευμα. Μια ξύλινη πόρτα και θολές φιγούρες να πηγαινοέρχονται.
◆Ένα ταγκό και μια ζωγραφιά ξαναμμένη να στριφογυρίζει
◆Το χαμόγελο άνοιξε, ένα καλωσόρισμα, μια δειλή κίνηση, ένα κάθισμα, ένα ποτήρι λευκό κρασί, δυο τρεις λέξεις.
◆Τα γέλια, απόρθητα κάστρα της αναπνοής, ευτυχία απαστράπτουσα κάτω από λάμπες φωταερίου.
◆Ένα ηλιοτρόπιο, ένα στρογγυλό φεγγάρι μελίχρυσο κι αλήθειες να μπαινοβγαίνουν ασπροντυμένες.
◆Στα τζάμια γραμμένες οι αισθήσεις και τα γράμματα παράθυρα της ζωής, χνότα της στιγμής προσπέρασαν την αργή διατύπωση του εξακολουθητικού μέλλοντος.

Μυογράφημα
Ένα ντουβάρι πέτρινο, αρμοί παλαιοί, φθαρμένοι. Λείες επιφάνειες, ραγισμένες. Στίγματα μελανά στο λάξεμα του καιρού. Σπρωξίματα του αέρα, σκόνη χαλασμένη, ρυτίδες βαθιές, λέξεις ξεχασμένες, δάκρυα κολλημένα μαζί με νερό και λάσπη. Μερικές αναπνοές κιτρινωπές στο λιγοστό χώμα, αργόσυρτα αναπολήματα μεγαλείου.
Μια ελιά από πίσω. Ένα τεράστιο κουφάρι με φαντάσματα, αφήγημα τυπωμένο στον χρόνο, μυστικό παραμύθι παράλογης σκέψης, νοσταλγία του χρόνου για το παρελθόν.
Κλαδιά ακατάστατα, λέπια ξύλινα, καχυποψία ρητορική, αφορμή και αιτία, καταιγίδες αιώνων, ακόντια, ασπίδες, σπαθιά, σημαίες και σύμβολα. Μαρμάρινα φύλλα, ακίνητα αγάλματα καρφωμένα, σελίδες αχνές, κεφαλαία γράμματα.
Ένα φίδι ξεχώρισε στην τρύπα. Άδειο βλέμμα παγωμένο, θολό. Κουλουριασμένο, ράθυμο. Μια γλώσσα μυτερή, διχαλωτή, κόκκινη να μπαινοβγαίνει. Ακινησία, μόνο κάποιο σύννεφο να ρίχνει το πανωφόρι του περνώντας από ψηλά. Μια μύγα φανερώθηκε αφήνοντας τον αργόσυρτο θόρυβο να δώσει στο κουρασμένο τοπίο εκείνη την επένδυση του επιθανάτιου ήχου. Ένα πέταγμα, η γλώσσα αφήνιασε, τεντώθηκε το κόκκινο, τα μικρά φτερά χάθηκαν αφήνοντας πίσω τους τα υπόλοιπα του ξεψυχίσματος. Ξεροκατάπημα, και η ερημιά συνέχισε να απεικονίζεται.
Βροχή, σφύριγμα του αέρα, φύλλα πεσμένα, κίονες πεταμένοι, κομμένοι, μαυρισμένα φωνήεντα μυθολογίας.
Έντομα κι ερπετά, χόρτα ξεραμένα, απόδοση διαλόγων με νοήματα. Μυστικές συμφωνίες, μισόλογα ζωγραφισμένα, έννοιες διφορούμενες, συνοικίες κλειστές, ήλιοι χαμηλωμένοι, σκιές, αδέσποτα σκυλιά, πορτοπαράθυρα σφαλισμένα, πιθάρια σπασμένα, γράμματα ανακατεμένα, μπερδεμένα.
Ένας γέροντας σήκωσε το βλέμμα, άπλωσε τα χέρια. Στο τελευταίο κλαδί της ένα κλάμα μάζεψε γύρω του όλη την ελπίδα. Μια αγκαλιά και μετά μια φούχτα χέρια σφιγμένα. Σιωπή, ξυπόλητες φωνές και πίσω ερείπια, χαμόκλαδα και φίδια.
Σφιχτά περπάτησαν βλέποντας ο ένας τον άλλον.
Στο βάθος ένα μικρό κερί. Τους περίμενε!
Αυθάδεια κάλλους
Έστρωσε η ομορφιά το χαλί και περίμενε τους αγγέλους.
Έβαλε τα δυνατά της, μάζεψε τα χρώματα, έριξε και το νερό. Έντυσε τους βράχους με πράσινο. Ζωγράφισε και λίγα λουλούδια στο γκρίζο.
Άπλωσε τα φύλλα με προσοχή, σκούπισε τη σκόνη, έδιωξε τα παρείσακτα κι έκανε την ορχήστρα.
Κρεμάστηκε η μουσική στα κλαδιά, στρογγυλοκάθισε ο θαυμασμός δίπλα απ’ την εικόνα.
Ένιωσε το σκίρτημα τη γέννησή του κι η λύρα έφτιαξε το περιεχόμενο.
Σε λίγο τα περπατήματα θα αφήσουν τα χνάρια τους κι οι ρίζες θα αγκαλιάσουν την αταξία.
Μολύβια θα γράψουν ονόματα και το νερό θα σβήσει το ξάναμμα.
Στα ξέφωτα τα απόμακρα η ομορφιά αλαζονική αναπνέει αδιαφορώντας για τη δυσμορφία


loksos@gmail.com


http://www.topontiki.gr/article/10512
     



Εδώ σχολιάζεις εσύ!