Αν κάποια οικογένεια τύχαινε να μην έχει, τότε ζύμωνε λίγα ψωμιά και τα φούρνιζε στη γειτόνισσα. Αρτοποιός της οικογένειας ήταν η ίδια η μάνα. Οι νοικοκυρές συνήθως χρησιμοποιούσαν μεγάλη σκάφη, γιατί ζύμωναν πολλά καρβέλια (7-10, από 3 οκάδες και πάνω το καθένα).
Μ' αυτά θα πέρναγαν πολλές μέρες, γιατί το ζύμωμα και το άναμμα του φούρνου ήταν μια πολύ κουραστική δουλειά. Μόλις τελείωνε το ζύμωμα, έπλαθε τα ψωμιά, τα έβαζε πάνω σε τάβλες ή στις πινακωτές και τα σκέπαζε για να «γίνουν» με τη ζεστασιά, οπότε και θα ήταν έτοιμα για το φούρνισμα.
Το κάψιμο του φούρνου
Μετά άναβε το φούρνο. Έριχνε στη συνέχεια κλαριά για να κάψει καλά, οπότε και θα ήταν έτοιμος για το ψήσιμο.
Τα κλαριά τα έσπρωχνε με το φουρνόξυλο και τα άπλωνε σε όλα τα μέρη του φούρνου για να είναι ομοιόμορφο το κάψιμο. Όταν ο φούρνος ήταν έτοιμος, τότε τραβούσε προς τα έξω πάλι με το φουρνόξυλο όλα τα κάρβουνα και τα μάζευε προς το εξωτερικό της πόρτας του φούρνου.
Μετά με την πανιάρα (ένα κοντάρι, πάνω στο οποίο είχε δεμένο ένα βρεγμένο χοντρό πανί) σκούπιζε καλά το δάπεδο του φούρνου, για να είναι καθαρό.
Φούρνισμα ψωμιού
Τότε ερχόταν η σειρά του μεγάλου ξύλινου φτυαριού. Έβαζε πάνω στο φτυάρι το κάθε καρβέλι, το χάραζε μ' ένα μαχαίρι και το φούρνιζε. Τελευταία έβαζε την προπύρα την οποία άφηνε έξω-έξω, κοντά στην πόρτα του φούρνου. Η προπύρα ήταν ακριβώς ίδια με τη σημερινή λαγάνα που τρώμε κάθε Καθαρή Δευτέρα. Ετοιμαζόταν πολύ πιο γρήγορα απ' τα άλλα ψωμιά και τρωγόταν ζεστή.
Στα παιδιά άρεσε πολύ με τουλουμοτύρι, σαν πρωινό φαγητό. Εκεί άναβε το φούρνο με ξύλα και όταν ο φούρνός πύρωνε, έβαζε με ένα ξύλινο φτυάρι τα ψωμιά.
http://prassia-eyrytanias.blogspot.com/