Η ανάγκη μιας γενναίας διοικητικής μεταρρύθμισης είναι αναμφισβήτητη και έχει πάψει προ πολλού να αποτελεί θέμα πολιτικής αντιπαράθεσης. Εκείνο, που ακόμα συζητιέται έντονα, είναι εάν το σχέδιο Καλλικράτης μπορεί, όχι μόνο να δώσει τις λύσεις που ζητά η Τοπική Αυτοδιοίκηση, αλλά πολύ περισσότερο εάν μπορεί ακόμα και να εφαρμοστεί στη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία.
Πίσω απ’ αυτό τον σκεπτικισμό υπάρχει το πρόβλημα της υποχρηματοδότησης. Η Αυτοδιοίκηση γνώρισε μεγάλη υστέρηση πόρων ήδη τη χρονιά που διανύουμε. Για τα τρία επόμενα χρόνια, το επικαιροποιημένο Μνημόνιο προβλέπει επιπλέον περικοπές, της τάξης των 3 δις. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ο Καλλικράτης στην αρχή του κιόλας, θα ‘σκοντάψει’ επάνω στην ανυπαρξία πόρων.
Κοινώς, όπως επανειλημμένα έχει ειπωθεί στα πλαίσια της ΚΕΔΚΕ και έχει εκφραστεί και από τον Πρόεδρό της, κ. Κακλαμάνη, η Κυβέρνηση ‘λογάριασε χωρίς τον ξενοδόχο’.
Πάει να εφαρμόσει ένα σχέδιο, που χρειάζεται επιπλέον χρηματοδότηση, χωρίς καν να μπορεί να εξασφαλίσει τους ήδη θεσμοθετημένους πόρους για την Τοπική Αυτοδιοίκηση. Στην ερώτηση δε, πως θα βρούμε τους αναγκαίους πόρους, η απάντηση που έδωσε η Κυβέρνηση ήταν, αυξάνοντας μέχρι και 100% τα δημοτικά τέλη. Δηλαδή, φορτώνοντας όλο το βάρος στους πολίτες.
Όμως ειδικά σήμερα, που τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις υπό το βάρος της οικονομικής κρίσης δεν αντέχουν την παραμικρή επιπλέον επιβάρυνση, κάτι τέτοιο, προφανώς δε μπορεί να γίνει. Αυτή είναι η κυρίαρχη θέση που εκφράζεται αυτή τη στιγμή στο Δήμο τη Αθήνας.
Αφού λοιπόν Κυβέρνηση παραβλέπει τα εμπόδια που απειλούν με ναυάγιο τον Καλλικράτη, μένει να δούμε, πως θα διαμορφωθεί η επομένη των εκλογών, με τις τεράστιες διοικητικές και οργανωτικές αλλαγές να συσσωρεύονται και να εκκρεμούν, καθώς θα είναι αδύνατον να εφαρμοστούν. Και βεβαίως μένει να δούμε, αν στον ρεαλιστικό κίνδυνο της υποχρηματοδότησης, η Κυβέρνηση μπορεί να βρει εναλλακτικές, πιο κοινωνικές λύσεις από την παράλογη αύξηση των δημοτικών τελών.