Η Αρζού Οζπινάρ αποτέλεσε το αντικείμενο πειθαρχικής έρευνας μετά την καταγγελία από μια "ομάδα πατριωτών αστυνομικών" και μια προσφυγή του εισαγγελέα. Το Νοέμβριο του 2003, το Ανώτερο Συμβούλιο του Δικαστικού Σώματος την έπαυσε, κρίνοντας ότι "με τη στάση της και τις ανάρμοστες σχέσεις της πλήττει την αξιοπρέπεια και την τιμή του επαγγέλματος".
Το συμβούλιο την κατηγορούσε για το "ανάρμοστο βάψιμό της" και τις ενδυματολογικές της συνήθειες, όπως και για τις σχέσεις της με έναν δικηγόρο, οι πελάτες του οποίου όπως σημείωνε επωφελούνταν θετικών αποφάσεων από εκείνη.
Ακόμη κι αν ορισμένες συμπεριφορές --κυρίως αποφάσεις που θα υποκινούνταν από προσωπικά κίνητρα-- θα μπορούσαν να αιτιολογήσουν την παύση της, "η έρευνα δεν επαλήθευσε αυτές τις κατηγορίες και έλαβε υπόψη της πολλά από τη στάση της κα Οζπινάρ που δεν έχουν σχέση με την επαγγελματική της δραστηριότητα".
Για τους δικαστές του Στρασβούργου, η απόφαση παύσης της "συνδεόταν άμεσα με τη στάση της ταυτοχρόνως σε επαγγελματικό και σε προσωπικό επίπεδο".
Οι δικαστές του δικαστηρίου του Στρασβούργου υπενθυμίζουν ότι "η έννοια της ιδιωτικής ζωής δεν αποκλείει τις επαγγελματικές δραστηριότητες".
Η Τουρκία, η οποία μπορεί να ασκήσει έφεση, καταδικάστηκε για επίθεση στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή, όπως και για τη στέρηση μιας αποτελεσματικής προσφυγής από την Οζπινάρ, η οποία δεν μπόρεσε να επωφεληθεί μιας διαδικασίας για να αντικρούσει αυτές τις κατηγορίες ενώπιον ενός ανεξάρτητου και αμερόληπτου ελεγκτικού οργάνου.