της Ομάδας των 20, που ξεκίνησε την Παρασκευή, στην πόλη Γκιεονγκζού, στη Ν.Κορέα, ενόψει της Συνόδου Κορυφής που θα γίνει στις 11-12 Νοεμβρίου.
Οι υπουργοί Οικονομικών και οι κεντρικοί τραπεζίτες των κρατών της G-20 καλούνται να αξιολογήσουν την κατάσταση στην παγκόσμια οικονομία και να κάνουν εκτιμήσεις για τις μεταρρυθμίσεις που χρειάζεται να γίνουν ώστε να εκτονωθεί ο νομισματικός «πόλεμος».
Τα συμπεράσματα που θα βγουν για την κατάσταση της διεθνούς οικονομίας θα χρησιμοποιηθούν για την προετοιμασία της Συνόδου Κορυφής της G-20.
Σύμφωνα με το οικονομικό πρακτορείο ειδήσεων Dow Jones, σε προσχέδιο της κοινής δήλωσης από τις χώρες της Ομάδας των Επτά (G-7) αναφέρεται ότι οι αναπτυγμένες και αναπτυσσόμενες χώρες της G-20 αναλαμβάνουν τη δέσμευση «να απέχουν από την ανταγωνιστική υποτίμηση» των νομισμάτων, στρατηγική που χρησιμοποιείται με στόχο τη χειραγώγηση των ισοτιμιών για την τόνωση των εξαγωγών.
Η συνάντηση της Ομάδας των Επτά διάρκεσε μία ώρα και μετά το τέλος της δεν εκδόθηκε ανακοίνωση.
Η Ομάδα των 20 «θα κατευθυνθεί προς ένα σύστημα ισοτιμιών που θα ρυθμίζεται περισσότερο από την αγορά», αναφέρεται ακόμα στο προσχέδιο, που εκτιμάται ότι δεν θα έχει σημαντικές αλλαγές σε σχέση με το περιεχόμενο της τελικής ανακοίνωσης για τη συνάντηση.
Οι αγορές, πάντως, δεν αναμένουν σημαντική πρόοδο στο θέμα των ισοτιμιών. «Είναι υπερβολικό να περιμένουμε από όλες αυτές τις χώρες να καταλήξουν σε κάτι σημαντικό, συγκεκριμένο και δεσμευτικό. Ακόμη και ο Αμερικανός υπουργός Οικονομικών είπε ότι πρόκειται για μια διαδικασία 2-3 ετών», σχολίασε στο Reuters αναλυτής της UBS στη Σιγκαπούρη.
Οι χώρες της G20 θα πρέπει να αποφύγουν να εισέλθουν σε ένα σπιράλ ανταγωνιστικών υποτιμήσεων των νομισμάτων τους, τόνισε, σε δηλώσεις του, ο Ευρωπαίος επίτροπος Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων, Όλι Ρεν.
«Το κύριο θέμα αυτής της συνάντησης είναι να συμφωνήσουμε σε μία πολιτική για τον συντονισμό και την εξισορρόπηση της παγκόσμιας ανάπτυξης [...] Χρειαζόμαστε έναν αποτελεσματικό συντονισμό της πολιτικής μας, όχι μονομερή δράση», είπε.
Από την πλευρά του, ο Αμερικανός υπουργός Οικονομικών Τίμοθι Γκάιτνερ, με επιστολή του, που περιήλθε στην κατοχή του Bloomberg, ζήτησε μαπό τους ομολόγους του, να συμφωνήσουν σε πολιτικές που μειώνουν τις εξωτερικές ανισορροπίες (σ.σ. εμπορικά πλεονάσματα) κάτω από ένα συγκεκριμένο ποσοστό του ΑΕΠ, μέσα στα επόμενα χρόνια.
«Οι χώρες της G-20 με συνεχιζόμενο πλεόνασμα πρέπει να προχωρήσουν σε δομικές και φορολογικές μεταρρυθμίσεις, καθώς και σε αλλαγές στην πολιτική των συναλλαγματικών ισοτιμιών για να ενισχύσουν τις εσωτερικές πηγές ανάπτυξης και να στηρίξουν την παγκόσμια ζήτηση», επισημαίνεται στην επιστολή.
«Αντίθετα, οι χώρες με μεγάλα εμπορικά ελλείμματα θα πρέπει να αυξήσουν την αποταμίευση, ενισχύοντας τις εξαγωγές και περιορίζοντας τους μεσοπρόθεσμους δημοσιονομικούς στόχους», προστίθεται.
Ο Τ.Γκάιτνερ δεν αναφέρθηκε σε συγκεκριμένες χώρες στην επιστολή του, αλλά είναι σαφές ότι στις πλεονασματικές μεγάλες οικονομίες συγκαταλέγονται κατά πρώτο λόγο η Κίνα, η Ιαπωνία και η Γερμανία, ενώ στις ελλειμματικές οι ΗΠΑ και η Βρετανίας.
Σε συνέντευξή του στην «Wall Street Journal», ο Τίμοθι Γκάιτνερ υποστήριξε ότι οι ισοτιμίες θα πρέπει να καθορίζονται από τις αγορές και τα θεμελιώδη οικονομικά μεγέθη, ενώ επανέλαβε ότι η Κίνα πρέπει να επιτρέψει την ανατίμηση του γουάν.
Όπω είπε, δεν θεωρεί πως υπάρχει λόγος για περαιτέρω διολίσθηση του δολαρίου έναντι του ευρώ και του γεν.
Σημειώνεται ότι πι κυβερνήσεις της Γερμανίας, της Ρωσίας και της Ινδίας απέρριψαν την πρόταση των ΗΠΑ για συγκεκριμένους «αριθμητικούς» στόχους σε ό,τι αφορά τα εμπορικά ελλείμματα, ως έναν τρόπο αποκατάστασης των ανισορροπιών στην παγκόσμια οικονομία.
Στην πρόταση Γκάιτνερ αντέδρασαν η Ιαπωνία και η Γερμανία.
Οι κυβερνήσεις των δύο χωρών υποστηρίζουν ότι τα πλεονάσματα που έχουν στο εμπορικό ισοζύγιό τους προκύπτουν από τη δραστηριότητα ιδιωτικών επιχειρήσεων και ατόμων και επομένως δεν μπορούν να επηρεασθούν από τις κυβερνήσεις τους.
Ο Ιάπωνας υπουργός Οικονομικών, Γιοσιχίκο Νόντα, είπε ότι η θέσπιση αριθμητικών στόχων (σχετικά με το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών) δεν θα ήταν ρεαλιστική.
Οι υπουργοί Οικονομικών και οι κεντρικοί τραπεζίτες των κρατών της G-20 καλούνται να αξιολογήσουν την κατάσταση στην παγκόσμια οικονομία και να κάνουν εκτιμήσεις για τις μεταρρυθμίσεις που χρειάζεται να γίνουν ώστε να εκτονωθεί ο νομισματικός «πόλεμος».
Τα συμπεράσματα που θα βγουν για την κατάσταση της διεθνούς οικονομίας θα χρησιμοποιηθούν για την προετοιμασία της Συνόδου Κορυφής της G-20.
Σύμφωνα με το οικονομικό πρακτορείο ειδήσεων Dow Jones, σε προσχέδιο της κοινής δήλωσης από τις χώρες της Ομάδας των Επτά (G-7) αναφέρεται ότι οι αναπτυγμένες και αναπτυσσόμενες χώρες της G-20 αναλαμβάνουν τη δέσμευση «να απέχουν από την ανταγωνιστική υποτίμηση» των νομισμάτων, στρατηγική που χρησιμοποιείται με στόχο τη χειραγώγηση των ισοτιμιών για την τόνωση των εξαγωγών.
Η συνάντηση της Ομάδας των Επτά διάρκεσε μία ώρα και μετά το τέλος της δεν εκδόθηκε ανακοίνωση.
Η Ομάδα των 20 «θα κατευθυνθεί προς ένα σύστημα ισοτιμιών που θα ρυθμίζεται περισσότερο από την αγορά», αναφέρεται ακόμα στο προσχέδιο, που εκτιμάται ότι δεν θα έχει σημαντικές αλλαγές σε σχέση με το περιεχόμενο της τελικής ανακοίνωσης για τη συνάντηση.
Οι αγορές, πάντως, δεν αναμένουν σημαντική πρόοδο στο θέμα των ισοτιμιών. «Είναι υπερβολικό να περιμένουμε από όλες αυτές τις χώρες να καταλήξουν σε κάτι σημαντικό, συγκεκριμένο και δεσμευτικό. Ακόμη και ο Αμερικανός υπουργός Οικονομικών είπε ότι πρόκειται για μια διαδικασία 2-3 ετών», σχολίασε στο Reuters αναλυτής της UBS στη Σιγκαπούρη.
Οι χώρες της G20 θα πρέπει να αποφύγουν να εισέλθουν σε ένα σπιράλ ανταγωνιστικών υποτιμήσεων των νομισμάτων τους, τόνισε, σε δηλώσεις του, ο Ευρωπαίος επίτροπος Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων, Όλι Ρεν.
«Το κύριο θέμα αυτής της συνάντησης είναι να συμφωνήσουμε σε μία πολιτική για τον συντονισμό και την εξισορρόπηση της παγκόσμιας ανάπτυξης [...] Χρειαζόμαστε έναν αποτελεσματικό συντονισμό της πολιτικής μας, όχι μονομερή δράση», είπε.
Από την πλευρά του, ο Αμερικανός υπουργός Οικονομικών Τίμοθι Γκάιτνερ, με επιστολή του, που περιήλθε στην κατοχή του Bloomberg, ζήτησε μαπό τους ομολόγους του, να συμφωνήσουν σε πολιτικές που μειώνουν τις εξωτερικές ανισορροπίες (σ.σ. εμπορικά πλεονάσματα) κάτω από ένα συγκεκριμένο ποσοστό του ΑΕΠ, μέσα στα επόμενα χρόνια.
«Οι χώρες της G-20 με συνεχιζόμενο πλεόνασμα πρέπει να προχωρήσουν σε δομικές και φορολογικές μεταρρυθμίσεις, καθώς και σε αλλαγές στην πολιτική των συναλλαγματικών ισοτιμιών για να ενισχύσουν τις εσωτερικές πηγές ανάπτυξης και να στηρίξουν την παγκόσμια ζήτηση», επισημαίνεται στην επιστολή.
«Αντίθετα, οι χώρες με μεγάλα εμπορικά ελλείμματα θα πρέπει να αυξήσουν την αποταμίευση, ενισχύοντας τις εξαγωγές και περιορίζοντας τους μεσοπρόθεσμους δημοσιονομικούς στόχους», προστίθεται.
Ο Τ.Γκάιτνερ δεν αναφέρθηκε σε συγκεκριμένες χώρες στην επιστολή του, αλλά είναι σαφές ότι στις πλεονασματικές μεγάλες οικονομίες συγκαταλέγονται κατά πρώτο λόγο η Κίνα, η Ιαπωνία και η Γερμανία, ενώ στις ελλειμματικές οι ΗΠΑ και η Βρετανίας.
Σε συνέντευξή του στην «Wall Street Journal», ο Τίμοθι Γκάιτνερ υποστήριξε ότι οι ισοτιμίες θα πρέπει να καθορίζονται από τις αγορές και τα θεμελιώδη οικονομικά μεγέθη, ενώ επανέλαβε ότι η Κίνα πρέπει να επιτρέψει την ανατίμηση του γουάν.
Όπω είπε, δεν θεωρεί πως υπάρχει λόγος για περαιτέρω διολίσθηση του δολαρίου έναντι του ευρώ και του γεν.
Σημειώνεται ότι πι κυβερνήσεις της Γερμανίας, της Ρωσίας και της Ινδίας απέρριψαν την πρόταση των ΗΠΑ για συγκεκριμένους «αριθμητικούς» στόχους σε ό,τι αφορά τα εμπορικά ελλείμματα, ως έναν τρόπο αποκατάστασης των ανισορροπιών στην παγκόσμια οικονομία.
Στην πρόταση Γκάιτνερ αντέδρασαν η Ιαπωνία και η Γερμανία.
Οι κυβερνήσεις των δύο χωρών υποστηρίζουν ότι τα πλεονάσματα που έχουν στο εμπορικό ισοζύγιό τους προκύπτουν από τη δραστηριότητα ιδιωτικών επιχειρήσεων και ατόμων και επομένως δεν μπορούν να επηρεασθούν από τις κυβερνήσεις τους.
Ο Ιάπωνας υπουργός Οικονομικών, Γιοσιχίκο Νόντα, είπε ότι η θέσπιση αριθμητικών στόχων (σχετικά με το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών) δεν θα ήταν ρεαλιστική.
in.gr