Παράλληλα, εντοπίστηκαν χρώμιο, κοβάλτιο, ρίνιο και άλλα στοιχεία τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην κατασκευή συσκευών υψηλής τεχνολογίας, όπως ηλεκτρονικών υπολογιστών. Γενικά βρέθηκαν πλατινοειδή (ορυκτά στα οποία περιέχεται είτε πλατίνα είτε άλλα στοιχεία που ανήκουν στην ίδια ομάδα). Εντοπίστηκε επίσης νικέλιο το οποίο χρησιμοποιείται στην κατασκευή μπαταριών και επίπλων.
Η διευθύντρια του Τμήματος Γεωλογικής Επισκόπησης κ. Ελένη Μορισό, ανέφερε στον «Φ» ότι τα αποτελέσματα της μελέτης μπορεί να σημαίνουν πολλά μπορεί όμως τα στοιχεία που εντοπίστηκαν να βρίσκονται σε μικρές ποσότητες, οπόταν δεν θα μπορούν να αξιοποιηθούν εκτεταμένα.
Η μελέτη επιβεβαίωσε επίσης αυτό που λίγο ως πολύ γνώριζαν πολλοί αλλά δεν μπόρεσαν να το αποδείξουν ως προς τον επηρεασμό του εδάφους από τη χρήση λιπασμάτων. Με βάση την ανάλυση των δειγμάτων διαπιστώνεται η ύπαρξη αυξημένου ποσοστού νιτρικών κυρίως σε γεωργικές περιοχές όπως τα Κοκκινοχώρια, περιοχές της Λεμεσού καθώς και η Χλώρακα στην Πάφο.
Το ποσοστό νιτρικών είναι πολλαπλάσιο σε σχέση με άλλες περιοχές. Όπως εξηγεί ο επικεφαλής του Χημείου του Γεωλογικού δρ. Αντρέας Ζησίμου, στο πλαίσιο της μελέτης ελήφθησαν 11.000 δείγματα χώματος το οποίο αναλύθηκε κυρίως σε εργαστήρια της Αυστραλίας.
Όπως εξηγεί η διευθύντρια του Γεωλογικού, η μελέτη διεξήχθη με σκοπό την ετοιμασία γεωχημικού χάρτη ο οποίος θα δώσει και ενδείξεις ως προς το πού μπορεί να υπάρχει ανθρωπογενής ρύπανση (δηλαδή από τη δραστηριότητα του ανθρώπου) όπως είναι οι περιοχές των μεταλλείων όπου υπάρχει αυξημένη ένδειξη ύπαρξης κάποιων στοιχείων.
Για παράδειγμα στην περιοχή της Λίμνης στην Πόλη Χρυσοχούς, υπάρχει διασπορά στοιχείων λόγω της παλαιότερης εξόρυξης. Στην περιοχή της Λίμνης φαίνεται ότι υπάρχει κάδμιο και χαλκός και θείο σε υψηλές ποσοστώσεις, λόγω της εξόρυξης μεταλλευμμάτων πριν από μερικές δεκαετίες.
Αυτή την περίοδο καταβάλλεται προσπάθεια αποκατάστασης του περιβάλλοντος της περιοχής της Λίμνης. Ο κ. Ζησίμου λέει ότι κάποιος μπορεί να πάρει τα στοιχεία που έχουν καταγραφεί και να διενεργήσει κοιτασματολογική έρευνα από μόνος του, δηλαδή να ερευνήσει κατά πόσον υπάρχουν κάποια κοιτάσματα υλικών που θα μπορούσαν να εξορυχθούν.
Ο κ. Ζησίμου λέει ότι η μελέτη και κατ’ επέκταση ο Γεωλογικός Άτλαντας ολοκληρώνεται τον Απρίλιο του 2011, και σε αυτόν θα υπάρχουν ενδείξεις από όλες τις περιοχές της Κύπρου.
Ο ίδιος εξηγεί ότι η μελέτη διενεργείται με μεγάλη λεπτομέρεια.
Η μελέτη κόστισε πέραν των €600.000 και διεξάγεται σε συνεργασία με το πανεπιστήμιο της Νότιας Ουαλίας. Λόγω των ευρημάτων τα οποία ίσως αποδειχθούν πολύτιμα για επενδυτές, το Γεωλογικό, σε συνεργασία με το υπουργείο Γεωργίας στο οποίο υπάγεται και με το υπουργείο Οικονομικών θα εξετάσει το ενδεχόμενο να διαθέσει, έναντι αμοιβής, κάποιες πληροφορίες.
Ο κ. Ζησίμου αναφέρει ότι το πρόγραμμα που ακολουθήθηκε ήταν πρωτοποριακό και υλοποιήθηκε λόγω και του μικρού μεγέθους της Κύπρου, καθώς δεν χρειάστηκε η λήψη πολύ περισσότερων δειγμάτων, όπως συμβαίνει σε μεγαλύτερες από την Κύπρο χώρες.
Ο κ. Ζησίμου εξηγεί, πως ενώ υπήρχαν στοιχεία διασκορπισμένα σχετικά με την ποιότητα των εδαφών της Κύπρου, για τις χημικές παραμέτρους των εδαφών δεν υπήρχε συστηματική χαρτογράφηση της διασποράς των χημικών στοιχείων που να μπορεί να χρησιμοποιηθεί από μελέτες περιβαλλοντικής υφής. Ενώ υπήρχαν αναφορές στη νομοθεσία ως προς το επίπεδο των ορίων κάποιων στοιχείων για να μπορούμε να πούμε ότι το έδαφος είναι μολυσμένο ή όχι, δεν υπήρχε το επιστημονικό υπόβαθρο για να διερευνήσει κάποιος αυτή την πτυχή και να επιβεβαιώσει ότι κάτι πάει στραβά, λέει ο κ. Ζησίμου. Είχαμε περιπτώσεις στο παρελθόν που προέκυψε επιμόλυνση των εδαφών όπως είναι η περίπτωση του ασκαρέλ στη Λεμεσό (βιομηχανική Πολεμιδιών) όπου απερρίφθησαν ανεξέλεγκτα μετασχηματιστές, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί σοβαρό πρόβλημα με την επιμόλυνση των εδαφών, ενώ δημιουργήθηκε και κίνδυνος επιμόλυνσης και των υδροφορέων, αλλά δεν μπορούσε να τεκμηριωθεί και επιστημονικά η επιμόλυνση, πρόσθεσε.
Στο πλαίσιο της έρευνας ελήφθησαν δείγματα εδάφους από όλη την ελεύθερη Κύπρο και έγιναν αναλύσεις σε όσο το δυνατό μεγαλύτερη έκταση ώστε να συγκεντρωθούν στοιχεία και να καταστεί δυνατή η δημιουργία βάσης δεδομένων η οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στο μέλλον, αναφέρει ο κ. Ζησίμου.
Το πλαίσιο διεξαγωγής της μελέτης που άρχισε το 2006 ελήφθησαν δύο δείγματα εδάφους ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο, κάτι το οποίο οδήγησε στη λήψη 11.000 δειγμάτων. Το ένα από τα δύο δείγματα (από κάθε τετραγωνικό χιλιόμετρο) ελήφθη από την επιφάνεια της γης και το δεύτερο από βάθος μεταξύ 50-70 εκατοστών.
Οι αναλύσεις έγιναν με τη χρήση σύγχρονων τεχνικών και μηχανημάτων. Στις μεθόδους που χρησιμοποιήθηκαν περιλαμβάνεται και ο βομβαρδισμός του εδάφους με νετρόνια. Όταν το έδαφος βομβαρδιστεί, «αντανακλά» ενέργεια σε συγκεκριμένα μήκη κύματος κάτι το οποίο βοηθά στην καταγραφή των ποσοτήτων των διαφόρων στοιχείων. Ο κ. Ζησίμου αναφέρει ότι η τεχνική αυτή εφαρμόζεται μόνο στο εξωτερικό ενώ λιγότερο πολύπλοκες αναλύσεις διενεργούνται και στην Κύπρο.
Από το σημερινό φύλλο του "Φ"