tromaktiko: Η σελίδα του λοξού

Δευτέρα 1 Νοεμβρίου 2010

Η σελίδα του λοξού



«Έι ψιτ!»

◆Φώναξε η φωνή και έφυγε αφήνοντας πίσω τα ακρογιάλια των καλοκαιριών τα ανεξίτηλα, τους βράχους τους σκοτεινούς και τα φευγάτα σύννεφα.
◆Και στην επιδερμική πραγματικότητα οι κατασκευασμένοι φανφαρονίζουν μπροστά απ’ τα μικρόφωνα και οι αποδέκτες των μηνυμάτων αδυνατούν να ερμηνεύσουν τα λεξήματα του παρηκμασμένου λόγου.

◆Τα κατηγορούμενα πρωτοστατούν στις προτάσεις και τα υποκείμενα σιωπούν αδιαφορώντας.
◆Ένα μπερδεμένο κουβάρι στα χέρια της Αριάδνης και ολιγοστή η δυνατότητα της διαλεύκανσης της αρχής και του τέλους του μίτου της πολυφήμου.
◆Το σφιχτοδεμένο νήμα ανερμήνευτο, αφημένο στις πολυδαίδαλες στοές των επιχειρημάτων, εκπορνεύεται έρμαιο στα πολυποίκιλα συμπεράσματα.
◆Εκφράσεις επηρεασμένες από τον καταιγισμό των λαχανικών της μικράς οθόνης κατακλύζουν τον πολιτικό λόγο επηρεάζοντας παντοιοτρόπως τη μονοτονία του υπάρχοντος λεξιλογίου των διαδόχων.
◆«Ζεματίστε» προτρέπει το σώμα ο Σαμαράς ο Αντώνιος και το πλήθος παραληρώντας επαναλαμβάνει τη φράση δημιουργώντας τον τρόμο στις πράσινες στέγες.
◆Και η κενολογία συνεχίζεται αγνοώντας τη νοημοσύνη που έχει ξεπηδήσει στα μικρά σπιτάκια των σκυθρωπών ανθρώπων.
◆Στις ταβέρνες, παρηκμασμένοι άρχοντες βαρύσωμοι, ευφυείς κατά τας γραμμάς τας παρελθοντικάς του τύπου του αλάθητου, αναλίσκονται στην βρώσιν και στην πόσιν ευνοώντας τοιουτοτρόπως τη διαδικασία της υστεροφημίας τους.
◆«Φέρε λουκουμάδες με σοκολάτα και μέλι να χωνέψουμε» διαδίδεται εν μέσω των σειρών ότι αναφώνησε χαϊδεύοντας με το ένα χέρι τη στομαχική καμπύλη του ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, προκαλώντας το χάχανο στους λοιπούς συνδαιτυμόνες της λαϊκής τράπεζας των γευσιλάγνων.
◆Και ο λουκουμάς διαμαρτυρόμενος για την προστακτική του πομπώδους άρχοντος αφήνει την οπίσθια ερμηνεία του να γεμίσει την ατμόσφαιρα απλώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο το μεγαλειώδες της κρυμμένης γοητείας των συνειρμών.
◆Κι ένα ποδήλατο, εχθρός της εξουσίας, μαζεύοντας όλη την αυτοκρατορική ετυμολογική του προέλευση, αναλαμβάνει να ρίξει στο έδαφος εκείνους που ελαύνουν πολιτικώς διά της επικοινωνίας. Και οι κυβιστήσεις γελοιοποιούν, ένθεν κακείθεν, τους αναβάτες της κληρονομικής ανέλιξης.
◆Αφού λοιπόν διεδραματίζοντο όλα τούτα τα ευτράπελα, ο ρυθμός των εντάσεων αυξάνεται όσο πλησιάζει η ημερομηνία κατάρριψης του ψηφοδελτίου.
◆Τα συνεργεία μεταφέρονται στο κτήριο του Μαξίμου διακαναλώνοντας την έκθεση των προθέσεων και ένας πεταλωτής συντονιστής της εκπομπής του λόγου τεχνηέντως ρυθμίζει τις αντιδράσεις των προφερόμενων διλημμάτων.
◆Και στον Άγιο Παντελεήμονα ο ρατσισμός λερώνει την ελευθερία της άποψης και γράφει με κεφαλαία το διέκπτωμα της απάνθρωπης αντίληψης.
◆Αφομοιώνοντας τα συμπεράσματα και απηυδισμένη η αγανάκτηση έκλεισε το μάτι σε εκείνο το ραδινό αιλουροειδές που ακουμπούσε τους αγκώνες του στον εξώστη.
◆Φευγιό υποκατάστατο της απόγνωσης, γυρισμός στην πρωτόλεια σκέψη. Ένστικτα λεύτερα και οι αισθήσεις να τροφοδοτούν τη σκέψη με τα απαγορευμένα.
◆Αριθμοί και γράμματα, σημεία και τέρατα, δαίμονες πολύμορφοι φυλακίζουν την ευμορφία της καθημερινότητας.
◆Και η καλλίσφυρος περιμένοντας το βλέμμα του ηδυπαθούς βαδίζει αργά στον διάδρομο αφήνοντας πίσω της τα ξερά χείλια.
◆Οι πλάτες γύρισαν, τα μυγάκια γέμισαν το σκοτάδι και ένα γερμένο χαμόδεντρο έγλειφε το πεζοδρόμιο.
◆Μια γάτα αθόρυβα ακούμπησε τη φυλλωσιά και μια κουρτίνα τραβήχτηκε.
◆Μια ενθουσιώδης περιγραφή και ένας πανηγυρισμός έσπασε τη μονολογία του έρημου δρόμου.
◆Άνθρωποι ξεχασμένοι, παρατημένοι στα κρεβάτια τους αναπολούν το πρώτο τους κλάμα.
◆Κι ένας γελωτοποιός κειμενογράφος ψάχνει απεγνωσμένα στο λευκό, το θαυμαστικό που τον εγκατέλειψε.

Μυογράφημα
◆Περιφραγμένο οικόπεδο. Τσιμεντόλιθοι πεταμένοι ολόκληροι και σπασμένοι. Αγκάθια κονσερβοκούτια. Σκουριασμένο συρματόπλεγμα και ένας σκύλος κοκαλιάρης λυσσασμένος να φυλά τον άδειο χώρο. Στη μέση μια πρόχειρη κατασκευή, σίδερο, ξύλο, σακούλες και χώμα.
◆Ένας τενεκές στην αποψιλωμένη απ’ τα αγριόχορτα αυτοσχέδια αυλή. Λίγα καδρόνια κομματιασμένα και μια φωτιά, καπνός, να ζεσταίνονται τα πρησμένα χέρια.
◆Τα δάχτυλα να ανακατεύουν τη ζεστασιά και το φως να φτιάχνει έναν πύρινο στέφανο.
◆Στην άκρη του παραπήγματος ένα στρογγυλεμένο σανίδι και στην κορυφή άσπρες και μπλε ρίγες. Ένας σταυρός, ξέφτια τα χρόνια καθηλωμένα να αλλοιώνουν τα χρώματα.
◆Η λάμψη της φωτιάς, χορεύοντας στο φύσημα της νύχτας, ξεδίπλωνε το πανί δίνοντας την ιερότητα του συμβόλου στο απόκοσμο.
◆Ένα κράνος παλιό δίπλα στο καφάσι με τις ζαρωμένες ντομάτες, μια μακριά χιλιομπαλωμένη καπότα στους κυρτούς ώμους και ένα μελαγχολικό γραμμόφωνο να υπογράφει τον θόρυβο μιας τελειωμένης μελωδίας. Γδάρσιμο μονότονο στον ουρανίσκο και ένα κρύο χειμωνιάτικο μες στο φθινόπωρο να θυμίζει κραυγές, θυσίες, φόβο και πόνο.
◆Η μέρα ξεγέλασε τον ήλιο και νύχτωσε. Οι γειτονιές γεμίσαν φώτα μεγάλα, τα γραμμόφωνα σωπάσαν, οι σημαίες κρυφτήκαν και τα όνειρα για έναν κόσμο αλλιώτικο έγιναν μυστικά γράμματα.
◆Οι σκιές απλώθηκαν τους δρόμους και τα σώματα να ακολούθησαν.
◆Περιφραγμένη μάντρα, πεταμένα υλικά. Ο σκύλος αλυχτά και το κουρασμένο χτες κοιτά τη φλόγα που ξεπετιέται απ’ το σίδερο.
◆Η στάχτη φτιάχνει τους χορούς στροβιλίζοντας. Κι ένας καπνός λευκόγκριζος μουντζούρωσε τον ουρανό αναθεματίζοντας την Ιστορία που γέρασε και ξέχασε.

Συνόραση
Δίγραμμο το τετράδιο και προσηλωμένα τα γράμματα.
Σημειώματα συντεταγμένα, υποσυνείδητη ακολουθία.
Ανέβηκαν τα φωνήεντα να λιαστούν. Μικρολαίμηδες άρχοντες σε πανύψηλους θρόνους.
Αγναντεύουν το χώμα.
Θεατές του χαμηλού, αποστασιοποιημένοι άγγελοι, απόμακροι.
Αδιάφοροι, κλεισμένοι στο μακρινό, αναπολούν την ανεμελιά της χαμένης γης.
Τον σπόρο που ξέφυγε απ’ τα ροζιασμένα χέρια, το νερό που ταξίδευε στ’ αυλάκι και εκείνα τα ξόανα τα ακίνητα, τα ανθρώπινα ομοιώματα με τα ψεύτικα ρούχα.
Κι όταν ο θόρυβος ξεπεράσει τις γραμμές, τότε σύννεφο ξεπετιέται, αδειάζουν τα σύρματα και στεφάνι υπόφαιο σκεπάζει το γαλανό.
Αποθεώρηση των βημάτων και τα φτερουγίσματα φυλακισμένα.
Η Υψηλή παρατήρηση της ισόγειας ζωής στο περιθώριο της σελίδας.


http://www.topontiki.gr/article/10895
     



Εδώ σχολιάζεις εσύ!