«Βρέφη ορίζονται τα μωρά ηλικίας από ενός μηνός έως ενός έτους. Το αδιάκοπο κλάμα ενός βρέφους προκαλεί έντονη ανησυχία στο οικογενειακό του περιβάλλον και αποτελεί μια διαγνωστική πρόκληση για τον παιδίατρο.
Η απόγνωση των γονέων που επιζητούν εναγωνίως μια λύση και η αδυναμία του παιδιού να εντοπίσει τα ενοχλήματά του δυσχεραίνουν το έργο του κλινικού γιατρού» επισημαίνει ο στο Αθηναϊκό Πρακτορείο ο παιδίατρος - επιστημονικός συνεργάτης της Α’ Παιδιατρικής Κλινικής του Ιπποκρατείου, Δήμος Γίδαρης.
Πότε το κλάμα είναι φυσιολογικό;
Το κλάμα είναι ένα μέσο επικοινωνίας του παιδιού με το περιβάλλον του, για έναν γονιό όμως το κλάμα του παιδιού του δεν είναι ποτέ αποδεκτό.
«Διαπολιτισμικά έχει υπολογιστεί ότι στην ηλικία των δύο εβδομάδων, ένα νεογνό κλαίει κατά μέσο όρο μία ώρα και σαράντα πέντε λεπτά, στην ηλικία των έξι εβδομάδων κλαίει δύο με τρεις ώρες και στους τέσσερις μήνες περίπου μία ώρα το 24ωρο.
Αν το βρέφος κλαίει αδιάκοπα, περισσότερο από αυτά τα χρονικά διαστήματα, τότε ξεφεύγει από το φυσιολογικό. Οι γονείς θα πρέπει να ανησυχήσουν όταν το αδιάκοπο κλάμα ξεπερνά τα φυσιολογικά όρια και όταν το κλάμα συνοδεύεται από πυρετό, εξανθήματα, εμετό ή όταν τον βρέφος δεν τρώει» εξηγεί ο κ. Γίδαρης, οποίος θα μιλήσει σχετικά με το θέμα αυτό στην αυριανή 31η ενημερωτική ημερίδα που διοργανώνει η Α’ Παιδιατρική Κλινική του Ιπποκρατείου στη Θεσσαλονίκη.
Τι μπορεί να κρύβεται πίσω από το υπερβολικό κλάμα;
Το υπερβολικό κλάμα στη βρεφική ηλικία μπορεί να υποκρύπτει πληθώρα αιτίων από αθώα έως τα πλέον σοβαρά και απειλητικά για τη ζωή. Μπορεί ένα βρέφος να κλαίει για πολλούς λόγους, όπως πχ επειδή πεινάει, είναι λερωμένο, το ενοχλεί κάποιο ξένο σώμα όπως μια παραμάνα που το τσιμπάει ή κάτι που του έχει μπει στο μάτι ή το αυτί, ο πόνος που προκαλεί η περίσφιξη από μια μικρή τρίχα, προβλήματα στο γαστρεντερικό, διατροφικά προβλήματα, μεταβολικά προβλήματα, δηλητηρίαση, και λοιμώξεις ανάμεσα στις οποίες οι πιο συχνές είναι οι ουρολοιμώξεις και ωτίτιδες.
«Το έντονο κλάμα μπορεί να συνοδεύει οποιοδήποτε παιδιατρικό νόσημα. Η αλλαγή του συνήθους μοτίβου για το συγκεκριμένο παιδί, καθώς και η πλήρης αδυναμία καθησυχασμού του, έστω και για σύντομο χρονικό διάστημα, αποτελούν σήματα κινδύνου. Ως εκ τούτου, επιβάλλεται να ακολουθείται μια συστηματική προσέγγιση προκειμένου να αποφεύγονται ολέθριες διαγνωστικές πλάνες» υπογραμμίζει ο κ. Γίδαρης.
Το ιστορικό και η κλινική εξέταση αποτελούν ακρογωνιαίο λίθο στην εκτίμηση του παιδιού που κλαίει, από τους γιατρούς. Πρόσφατη μελέτη ξένων επιστημόνων έδειξε ότι σε απύρετα βρέφη που προσκομίστηκαν στο τμήμα επειγόντων, λόγω κλάματος, μόλις στο 0,8% η διάγνωση προήλθε από εργαστηριακό έλεγχο όταν δεν υπήρχαν σαφείς ενδείξεις από το ιστορικό ή την κλινική εξέταση.
Σύμφωνα με τον κ. Γίδαρη η πρώτη εντύπωση έχει ιδιαίτερη σημασία τόσο για την εκτίμηση της αλληλεπίδρασης παιδιού-γονέων όσο και για την αξιολόγηση ενός παιδιού ως βαρέως πάσχοντος ή μη.
«Η προσέγγιση του βρέφους που κλαίει “υπερβολικά” ή αδιάκοπα πρέπει να είναι συστηματική και πρέπει πρώτιστα να αποκλείονται οι απειλητικές για τη ζωή καταστάσεις. Το έντονο κλάμα υποδηλώνει βατό αεραγωγό και επαρκή αναπνοή και κυκλοφορία, και επιτρέπει στον θεράποντα γιατρό να εστιάσει την προσοχή του στη λήψη του ιστορικού και στην κλινική εξέταση. Κομβικής σημασίας είναι η θερμοκρασία του παιδιού.
Σε ένα εμπύρετο παιδί προσανατολιζόμαστε στην αναζήτηση εστίας λοίμωξης ενώ σε ένα απύρετο παιδί με έντονο κλάμα οι πιθανές διαγνώσεις πολλαπλασιάζονται. Εάν το ιστορικό και η ενδελεχής κλινική εξέταση δεν οδηγήσουν σε διάγνωση και το κλάμα δεν σταματά, θα πρέπει να υπάρχει αυξημένος δείκτης υποψίας για σοβαρή παθολογία. Οι σοβαρότερες καταστάσεις πρέπει να έχουν αποκλειστεί οριστικά πριν το παιδί φύγει από το νοσοκομείο ή το ιατρείο» προσθέτει ο κ. Γίδαρης.
ΠΗΓΗ: ΑΠΕ - ΜΠΕ