ΚΑΤΑ: Όλων των Ελλήνων Βουλευτών της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων (περίοδος Απρίλιος 2000 - Μάρτιος 2004)
Εμείς, οι προαναφερόμενοι υπογεγραμμένοι, απευθυνόμενοι προς τις Εισαγγελικές Αρχές, ανταποκρινόμενοι στις επιταγές του άρθρου 120 του Συντάγματος των Ελλήνων και κάνοντας χρήση του δικαιώματός μας στην πραγματική προσφυγή ενώπιον των αρχών κατά προσώπων που εκτελούν δημόσια καθήκοντα (αρθ.13 ΕΣΔΑ), καταθέτουμε την παρούσα μηνυτήρια αναφορά – μήνυση, με σκοπό:
α. τον άμεσο έλεγχο της καταγγελίας μας, ότι δια της θέσπισης της διαδικασίας απόδοσης ποινικών ευθυνών κατά Υπουργών όπως αυτή καθορίζεται από το αρθ. 86 του Συντάγματος και το νόμο 3126/19.03.2003, οι βουλευτές της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων έχουν διαπράξει το έγκλημα της έσχατης προδοσίας σύμφωνα με το άρθρο 134.2 α, β, το άρθρο 134 Α ε, στ, ζ, η , ή/και το άρθρο 135 παρ.1-4 του Ποινικού Κώδικα, διότι παραβίασαν κυρίως τα άρθρα 1, 2, 4.1, 5.1, 20, 25, 26, 28, 51.2, 52, 59, 70, 82.1, 85, 87 à 100 Α, 110, 120.2,3,4 του Συντάγματος των Ελλήνων και τα άρθρα 1, 6, 13, 14, 17 και 18 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ) η οποία έχει υπερνομοθετική ισχύ.
…….
Κύριε Εισαγγελέα,
Τον Απρίλιο του 2001, έγινε η αναθεώρηση του άρθρου 86 του Συντάγματος που καθιερώνει την διαδικασία απόδοσης ποινικών ευθυνών σε όσους διατελούν ή διετέλεσαν μέλη της Κυβέρνησης ή Υφυπουργοί, για εγκλήματα που διέπραξαν κατά την άσκηση των καθηκόντών τους και έπειτα, ψηφίσθηκε από την ίδια Βουλή και ο σχετικός νόμος. Μιλάμε για τον γνωστό νόμο περί της ποινικής ευθύνης Υπουργών, που προκαλεί σφοδρές αντιδράσεις στην κοινωνία και του οποίου η αρμοδιότητα επεκτείνεται και σε όσους άλλους συμμετείχαν στην τέλεση των προαναφερόμενων εγκλημάτων, όποιοι και αν είναι αυτοί. Με τον όρο ¨Υπουργός¨
νοείται σε αυτό το κείμενο μέλος της Κυβέρνησης ή Υφυπουργός και με τον όρο "συμμέτοχος" νοείται: (α) ο συναυτουργός, ηθικός αυτουργός, άμεσος ή απλός συνεργός στην πράξη που αποδίδεται στον Υπουργό και (β) ο φυσικός ή ηθικός αυτουργός ή ο άμεσος ή απλός συνεργός στην πράξη, για την οποία αποδίδεται στον Υπουργό η κατηγορία του ηθικού αυτουργού, άμεσου ή απλού συνεργού.
Η εν λόγω διαδικασία απόδοσης ευθυνών, προβλέπει καταρχάς ότι ποινική δίωξη κατά Υπουργού μπορεί να ασκήσει μόνο η Βουλή. Για να γίνει αυτό, πρέπει να βρεθούν πρώτα τουλάχιστον 30 βουλευτές, δηλαδή το 10% του συνόλου των βουλευτών που να πληροφορηθούν και να πειστούν ότι τελέστηκε κάποιο ποινικό αδίκημα κατά την διεξαγωγή του κυβερνητικού έργου, να πειστούν ότι το έγκλημα έγινε από ή με την συμμετοχή Υπουργού, να διατυπώσουν συγκεκριμένες κατηγορίες εναντίον του, να βρεθούν μετά άλλοι 121 συνάδελφοι που να θεωρήσουν βάσιμες τις κατηγορίες αυτές και μαζί με τους καταγγέλλοντες να αποφασίσουν την συγκρότηση ειδικής κοινοβουλευτικής επιτροπής για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης και τέλος, με μια δεύτερη απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής, το πόρισμα της επιτροπής αυτής να γίνει δεκτό από την απόλυτη πλειοψηφία των βουλευτών, ώστε να ασκηθεί επιτέλους η ποινική δίωξη. Στην λήψη όλων αυτών των αποφάσεων έχουν πάντα δικαίωμα συμμετοχής και ψήφου οι ίδιοι οι κατηγορούμενοι επειδή κατά κανόνα οι Υπουργοί είναι και βουλευτές. Για την διεξαγωγή των ερευνών, την απαγγελία των κατηγοριών, του ελέγχου της βασιμότητάς τους και την άσκηση της ποινικής δίωξης, υπάρχει μια ασφυκτική προθεσμία. Τέλος, εάν παραπέμπεται κάποιος ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου που θεσπίζεται ειδικά για την περίπτωση αυτή, με απόφασή της, η Βουλή έχει το δικαίωμα να παρέμβει, δηλαδή να αναβάλλει ή/και να διακόψει οριστικά την διαδικασία ενώπιον του δικαστηρίου οποτεδήποτε θελήσει, δηλαδή και αν ακόμη έχει περαιωθεί η ακροαματική διαδικασία και αναμένεται η έκδοση της απόφασης. Με την θεσμοθέτηση όλων αυτών των ¨δικλείδων ασφαλείας¨, ουσιαστικά κόπηκαν όλοι οι δρόμοι που οδηγούν στην τιμωρία των Υπουργών και των συμμέτοχων σε τυχόν εγκληματικές πράξεις που τελούνται κατά την άσκηση του κυβερνητικού έργου και λόγω της ατιμωρησίας αυτής, η κάθε κυβερνητική ομάδα απέκτησε το δικαίωμα να κάνει ότι θέλει, να μην κυβερνά με γνώμονα το κοινό συμφέρον του γενικού συνόλου, να παραβιάζει τα δικαιώματα των πολιτών, τους νόμους, το Σύνταγμα και τις προεκλογικές δεσμεύσεις βάσει των οποίων ανέλαβε την διακυβέρνηση της χώρας, χωρίς καμία συνέπεια για τα μέλη της.
Μετά την θεσμοθέτηση της ατιμωρησίας, πολλοί από αυτούς που ήταν στην Βουλή το 2001, ανέλαβαν την διακυβέρνηση της χώρας επειδή υποσχέθηκαν στον Ελληνικό Λαό ότι θα κάνουν την ¨επανίδρυση του κράτους δικαίου¨ οι πρώτοι και ότι ¨Λεφτά υπάρχουν¨ οι επόμενοι, αλλά όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων καμία σχέση δεν είχαν οι υποσχέσεις αυτές με τις μετέπειτα πράξεις των προσώπων αυτών. Ταυτόχρονα, μετά την θεσμοθέτηση της ατιμωρησίας, η κατάσταση στην Ελλάδα χειροτέρεψε μέρα με την μέρα, με θεαματική ενίσχυση φαινομένων διαφθοράς στη χώρα, αύξηση της εγκληματικότητας και επανεμφάνιση της τρομοκρατίας, ξέσπασμα σωρείας οικονομικών και πολιτικών σκανδάλων, άδειασμα των ταμείων, αύξηση του δημοσιονομικού ελλείμματος και του δανεισμού, υποθήκευση του μέλλοντος πολλών γενεών Ελλήνων, παραποίηση στοιχείων που στάλθηκαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση, διεθνή δυσφήμιση της χώρας, ακρίβεια, μείωση του εισοδήματος όλων των Ελλήνων, ελλείψεις στα νοσοκομεία και πολλά άλλα. Αποκορύφωμα όλων ήταν η πρόσφατη προσφυγή της Κυβέρνησης στην Τρόικα (Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, Ευρωπαϊκή Επιτροπή και Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα). Με την προσφυγή αυτή, η Κυβέρνηση που είπε ότι ¨λεφτά υπάρχουν¨, ουσιαστικά αναγνώρισε ότι δεν είναι σε θέση να χειριστεί τα οικονομικά της χώρας που αποτελεί σημαντικό μέρος των καθηκόντων της και αντί να παραιτηθεί λόγω ανικανότητας, φώναξε κάποιους ξένους να ασκήσουν το σχετικό καθήκον, με αντάλλαγμα την παραχώρηση μέρους της εθνικής κυριαρχίας σε αυτούς.
Όμως: Βάσει του Συντάγματος, η Ελλάδα είναι μια δημοκρατική χώρα όπου : όλοι οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου, στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας μπορούν να συμμετέχουν μόνο όσοι δεν παραβιάζουν τους νόμους και το Σύνταγμα, η κυριαρχία ανήκει στον Λαό και αυτοί που ασχολούνται με τα κοινά, ασκούν την εξουσία τους μόνο υπέρ του Λαού και μόνο με τον τρόπο που διατάζει το Σύνταγμα των Ελλήνων, δηλαδή η νομοθετική εξουσία από την Βουλή και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, η εκτελεστική από την Κυβέρνηση και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και η απονομή της δικαιοσύνης από τα δικαστήρια, μέσω των αποφάσεων τους που εκτελούνται στο Όνομα του Ελληνικού Λαού.
Εξαιτίας της εν λόγω διαδικασίας, τίποτα από αυτά δεν ισχύει πια, καθώς η λαϊκή κυριαρχία είναι ουσιαστικά πλασματική, η ισονομία καταργείται και οι εξουσίες στο Κράτος ασκούνται κατά το δοκούν με αυτονόητες και σοβαρότατες συνέπειες στη λειτουργία του πολιτεύματος και στα δικαιώματα των πολιτών. Οι σημαντικότεροι λόγοι που μας κάνουν να μιλήσουμε για εσχάτη προδοσία είναι :
Αγνοώντας εντελώς το Σύνταγμα και τον όρκο τους ότι θα είναι πιστοί στην Πατρίδα και το δημοκρατικό πολίτευμα, ότι θα υπακούν στο Σύνταγμα και τους νόμους και ότι θα εκπληρώνουν ευσυνείδητα τα καθήκοντά τους, οι Έλληνες βουλευτές:
1. Μέσω της ατιμωρησίας μετέτρεψαν το έγκλημα σε δικαίωμα προστατευμένο από το Σύνταγμα (!!!) και εξασφάλισαν στους εαυτούς τους ως εν δυνάμει κυβερνώντες, την δυνατότητα να κερδίζουν εκλογές με ψεύτικες υποσχέσεις, να ασκούν κατά το δοκούν κυβερνητικά καθήκοντα, να παραβιάζουν τα δικαιώματά μας, το Σύνταγμα και τους νόμους, αλλά να συμμετέχουν ανενόχλητοι στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας χωρίς να μπορούμε να τους εμποδίσουμε.
Με αυτόν τον τρόπο, ουσιαστικά η κυριαρχία δεν ανήκει πια στον Λαό, καθώς οι αντιπρόσωποί μας δεν μας εκφράζουν, δεν εργάζονται για το κοινό συμφέρον του γενικού συνόλου, αλλά για το δικό τους προσωπικό συμφέρον και γενικά οι πολιτικοί μας ως απόλυτοι άρχοντες του τόπου, μετέτρεψαν την διακυβέρνηση της χώρας σε διαδικασία τύπου ¨Γιάννης κερνάει Γιάννης πίνει και οι εργοδότες πληρώνουν τον λογαριασμό¨. Μαζί με τους υπόλοιπους Έλληνες πολίτες, εργοδότες είμαστε και εμείς οι μηνυτές και ο λογαριασμός ανέρχεται αυτή την στιγμή σε περίπου 350 δις ευρώ, όσο και ο δανεισμός της χώρας που έγινε λόγω του ελλείμματος . Το έλλειμμα όμως προκλήθηκε από κακή διαχείριση και με αποκλειστική ευθύνη της κάθε Ελληνικής Κυβερνήσεως, η οποία ως επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας είναι η μόνη αρμόδια να αποφασίζει την έκταση των φόρων και των δασμών, να τους συλλέγει και να χρησιμοποιεί τα χρήματα για την πληρωμή των μισθών, των δημόσιων υπαλλήλων που η ίδια προσλαμβάνει καθώς και όλων των άλλων κυβερνητικών δαπανών. Αυτοί που ευθύνονται για την θέσπιση της διαδικασίας (μη)απόδοσης ποινικών ευθυνών σε μέλη της Κυβέρνησης και Υφυπουργούς, είναι ηθικοί αυτουργοί και συνένοχοι τόσο στην δημιουργία - διόγκωση του ελλείμματος και του δανεισμού, όσο και συμμέτοχοι σε όποιες κυβερνητικές εγκληματικές πράξεις μας οδήγησαν στην κατάσταση που βρισκόμαστε σήμερα, ως χώρα και ως πολίτες, επειδή άνοιξαν την πόρτα στην εγκληματικότητα ,την επέτρεψαν, την νομιμοποίησαν και την ενθάρρυναν. Εάν όσοι πολιτικοί εγκλημάτησαν εις βάρος του Ελληνικού Λαού είχαν τιμωρηθεί έγκαιρα, δεν θα είχαμε φτάσει εδώ που είμαστε σήμερα. Επειδή αυτό δεν έγινε, οι παράνομες πράξεις και οι παραλείψεις των κυβερνώντων αυξήθηκαν, οι συνέπειες είναι σοβαρότατες και εμείς καλούμαστε να πληρώσουμε τα σπασμένα για λογαριασμό τους. Σκεφτείτε όμως τι θα γίνει εάν αυτή η κατάσταση συνεχιστεί. Δεν έχουμε πιάσει πάτο. Υπάρχει αρκετός δρόμος ακόμα. Όλοι το ξέρουμε και όλοι το λέμε μεταξύ μας, αλλά η απλή διαπίστωση του προβλήματος δεν φτάνει. Εμείς έχουμε την απαίτηση να αποκτήσουμε επιτέλους εκείνο το κράτος δικαίου που το Σύνταγμα μας εγγυάται αλλά η Πολιτεία δεν μας το παρέχει επειδή αλλιώς ούτε ο ίδιος ο Θεός δεν θα μας σώσει.
(Σύνταγμα : αρθ. 1, 2, 4.1, 5.1, 25.1,2, 51.2, 59, 82.1, 85, 110, 120.2,3,4 και άμεσα ή έμμεσα όλες οι διατάξεις που προστατεύουν τα δικαιώματά μας στην ζωή, ελευθερία, υγεία, εργασία, περιουσία κλπ, ΕΣΔΑ: αρθ.1, 13, 14, 17,18 κλπ., ΠΚ αρθ. 134.2 α, β, 134 Α ή/και 135)
2. Για να εξασφαλίσουν την ατιμωρησία, οι Έλληνες βουλευτές ως πρώην, νυν ή εν δυνάμει ¨Υπουργοί¨ και ενδεχομένως δράστες ή συμμέτοχοι σε κυβερνητικά εγκλήματα, ανέλαβαν το αποκλειστικό δικαίωμα έρευνας αυτών των αδικημάτων, της εντόπισης των δραστών, της διατύπωσης των σχετικών κατηγοριών, του έλεγχου των κατηγοριών μέσω αποφάσεων της Ολομελείας, της άσκησης της ποινικής δίωξης και της διακοπής της διαδικασίας απόδοσης ευθυνών. Με αυτόν τον τρόπο, ουσιαστικά, μια ομάδα Ελλήνων αφαίρεσε από τους υπόλοιπους Έλληνες που δεν συμμετέχουμε στην νομοθετική λειτουργία της Πολιτείας και οι οποίοι είμαστε τα θύματα των ενδεχόμενων παράνομων πράξεων των κυβερνώντων, το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον των Εισαγγελικών Αρχών, από αυτές αφαίρεσαν το δικαίωμα – καθήκον να κινηθούν κατόπιν μηνύσεως, μηνυτήριας αναφοράς ή αυτεπάγγελτα και να ασκήσουν ποινική δίωξη σύμφωνα με τους νόμους και από τα δικαστήρια αφαίρεσαν το δικαίωμα – καθήκον να αποφασίσουν για το βάσιμο ή το αβάσιμο των κατηγοριών. Πολύ απλά, οι βουλευτές αποφάσισαν με το έτσι θέλω, ότι εμείς οι πολίτες είμαστε ανίκανοι να εκπροσωπήσουμε εαυτούς και συμφέροντα στην Δικαιοσύνη και δεν είμαστε σε θέση να κάνουμε μια καταγγελία, ότι οι εισαγγελείς και οι δικαστές είναι ανίκανοι να χειριστούν τις αυθεντίες τους και ότι βασικά, οι μόνοι κατάλληλοι και αρμόδιοι να τα κάνουν όλα αυτά όταν πρόκειται για κυβερνητικά εγκλήματα είναι η ¨νομοθετο-κυβερνητική¨ ομάδα, δηλαδή οι δράστες, οι συνάδελφοι, οι γνωστοί και οι φίλοι τους, μέσω διαδικασίας που εκτός πολλών άλλων, είναι αυτονόητο ότι δεν εξασφαλίζει τις απαραίτητες προϋποθέσεις της αμεροληψίας των όποιων αποφάσεων.
Στην πραγματικότητα όμως :
- εμείς δεν είμαστε πνευματικά ανίκανοι, δεν χρειαζόμαστε κηδεμόνες και σε κάθε περίπτωση, αυτή δεν είναι δουλειά των εκπροσώπων μας στο Κοινοβούλιο.
- αναφορικά με την χρηστή απονομή της δικαιοσύνης, οι Έλληνες βουλευτές όταν δεν νομοθετούν, έχουν τα ίδια δικαιώματα που έχουμε όλοι οι υπόλοιποι Έλληνες πολίτες (αρθ.4.1, Σ, αρθ.14 ΕΣΔΑ) και μπορούν να κάνουν μόνο ότι μπορούμε να κάνουμε και εμείς : Να καταγγείλουν στην Δικαιοσύνη με δική τους ευθύνη παράνομες πράξεις και παραβιάσεις των δικαιωμάτων τους, να ονομάσουν τους υπεύθυνους εάν τους γνωρίζουν, είτε είναι είτε δεν είναι Υπουργοί (αρθ.13 ΕΣΔΑ) και να δηλώνουν παράσταση πολιτικής αγωγής, ενώ η Βουλή ως νομοθετική και μόνο εξουσία στο κράτος, έχει τα ίδια δικαιώματα που έχουν οι επαγγελματικοί σύλλογοι, οι ομοσπονδίες, τα συνδικάτα, η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων κλπ.
- βάσει του Συντάγματος (μέρος τρίτο, τμήμα Γ), κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, δηλαδή κατά την διάρκεια του νομοθετικού έργου, σε σύγκριση με τρίτους, οι Έλληνες βουλευτές έχουν μια ενισχυμένη ελευθερία έκφρασης (Άρθρο 19 Οικουμενική Διακήρυξη, αρθ.10 ΕΣΔΑ) η οποία εκδηλώνεται ως σχεδόν απεριόριστη ελευθερία του λόγου και δικαίωμα ψήφου κατά συνείδηση. Η ελευθερία αυτή περιορίζεται μόνο από την απαγόρευση της συκοφαντικής δυσφήμισης και από τον όρκο των βουλευτών, να είναι πιστοί στην Πατρίδα και το δημοκρατικό πολίτευμα, να υπακούν τους νόμους και το Σύνταγμα και να εκπληρώνουν ευσυνείδητα τα καθήκοντά τους (αρθ.59,60,61). Πάλι βάσει του Συντάγματος,
(μέρος τρίτο, τμήμα Δ), κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, οι Έλληνες υπουργοί σε σύγκριση με τρίτους, δεν έχουν κανένα ενισχυμένο δικαίωμα το οποίο να απαιτεί κάποια ειδική προστασία, είναι υπάλληλοι κατά την έννοια του άρθρου 13 παρ. α του Ποινικού Κώδικα και επειδή οι πράξεις τους επηρεάζουν άμεσα το κοινωνικό σύνολο, υποβάλλονται και αυτοί στην διαδικασία της ορκωμοσίας, πράγμα που ενισχύει όλες τις υποχρεώσεις τους. Κάνοντας όμως μια σύγκριση ανάμεσα στους βουλευτές και τους υπουργούς βάσει Συνταγματικών διατάξεων, διαπιστώνουμε ότι σε περίπτωση τέλεσης ποινικών αδικημάτων κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, κατηγορίες κατά των βουλευτών διατυπώνει όποιος θέλει με δική του ευθύνη, ποινική δίωξη ασκεί ο εισαγγελέας, προανάκριση κάνουν οι δικαστικοί λειτουργοί και οι υποθέσεις τους εκδικάζονται από τα κανονικά δικαστήρια όπως ακριβώς γίνεται με τους υπόλοιπους πολίτες εάν εγκληματήσουν κατά την άσκηση των δικών τους καθηκόντων, με εξαίρεση την συκοφαντική δυσφήμιση η οποία εκδικάζεται από εφετείο και όχι από πλημμελειοδικείο (αρθ.61.2), ενώ τα εγκλήματά τους παραγράφονται κανονικά, δηλαδή μετά 20 ή 15 έτη τα κακουργήματα ανάλογα εάν ο νόμος προβλέπει γι' αυτά την ποινή της ισόβιας κάθειρξης ή όχι και μετά 5 έτη τα πλημμελήματα, με δυνατότητα παράτασης της παραγραφής για άλλα 5 ή 3 έτη αντίστοιχα. Στην περίπτωση των Ελλήνων υπουργών όμως, τις κατηγορίες εναντίον τους τις διατυπώνουν και τις ελέγχουν οι βουλευτές που δεν έχουν καμία αστική, ποινική ή διοικητική ευθύνη αναφορικά με τις πράξεις αυτές, ποινική δίωξη ασκεί η Βουλή, οι υποθέσεις εκδικάζονται από Ειδικό Δικαστήριο, η διαδικασία απόδοσης των ευθυνών μπορεί να διακοπεί ανά πάσα στιγμή με παρέμβαση της Βουλής και τα εγκλήματά τους παραγράφονται σε λίγα χρόνια, κάτω από 8 σύμφωνα με το Σύνταγμα και το πολύ 10 σύμφωνα με τον νόμο περί της ποινικής ευθύνης υπουργών. Δηλαδή, για εσχάτη προδοσία λόγου χάριν, τον βουλευτή τον κατηγορεί ο καθένας, τον διώκει ο εισαγγελέας, τον δικάζει το μικτό ορκωτό δικαστήριο, η Βουλή δεν μπορεί να σταματήσει την διαδικασία και το έγκλημά του παραγράφεται σε 20 ή 25 χρόνια από την αποκατάσταση της νομιμότητας, ενώ τον Υπουργό τον κατηγορούν και τον διώκουν κατά το δοκούν οι βουλευτές, τον δικάζει το Ειδικό Δικαστήριο και το έγκλημά του παραγράφεται το πολύ σε 10 χρόνια (με την παράταση) από την τέλεση του αδικήματος. Εάν κοιτάξουμε και την συκοφαντική δυσφήμιση, διαπιστώνουμε ότι αυτή η αξιόποινη πράξη μπορεί να παραγράφει μετά από 8 χρόνια αν τελείται από βουλευτή και μετά από 10 χρόνια εάν τελείται από Υπουργό. Αυτό σημαίνει ότι, εάν πρόκειται για ένα και μόνο πρόσωπο το οποίο είναι ταυτόχρονα υπουργός και βουλευτής όπως συμβαίνει συνήθως, αυτό το πρόσωπο και για το ίδιο ακριβώς έγκλημα, έχει διαφορετική μεταχείριση από το νόμο. Βάσει του Συντάγματος όμως, όλοι οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου, πράγμα που σημαίνει και ότι για το κάθε έγκλημα υπάρχει ένας νόμος που ισχύει για όλους, μια διαδικασία, μια τιμωρία, ένας χρόνος παραγραφής και ίδια δικαιώματα των κατηγορούμενων. Όπως είδαμε όμως, ούτε καν ως μονάδα ο Έλληνας που είναι ταυτόχρονα βουλευτής και υπουργός δεν έχει την ίδια μεταχείριση για το ίδιο έγκλημα.
- στην Ελλάδα, μόνο το σύστημα διακυβέρνησης είναι κοινοβουλευτικό, όχι και το σύστημα απονομής δικαιοσύνης. Συγκεκριμένα, ως πολίτες της Ελλάδας, δώσαμε στους βουλευτές μας (αρθ. 51.2 , 26.2,) μόνο το δικαίωμα να μας εκπροσωπήσουν στην νομοθετική εξουσία μέσω της οποίας να ελέγχουν πολιτικά την Κυβέρνηση, υπερψηφίζοντας ή καταψηφίζοντας τα νομοσχέδια και τις προτάσεις νόμου που φέρνει προς συζήτηση στην Βουλή και όταν χρειαστεί, να άρει ακόμα και την εμπιστοσύνη της σε αυτήν.
Την εξουσία της χρηστής απονομής της δικαιοσύνης, την δώσαμε επίτηδες ως λαός σε άλλους, υπό τον όρο ότι θα την ασκήσουν πάντα υπέρ μας μέσω δικαστικών αποφάσεων που εκτελούνται στο όνομα του Ελληνικού Λαού. Συγκεκριμένα, θέλοντας να είμαστε απόλυτα σίγουροι ότι η απονομή της δικαιοσύνης θα είναι αντικειμενική, έγκαιρη, έγκυρη και αποτελεσματική και ότι η τήρηση και η αποκατάσταση της νομιμότητας, θα γίνουν όπως ακριβώς επιτάσσουν το Σύνταγμα, οι νόμοι, οι διεθνείς κανόνες δικαίου και οι διεθνείς συμβάσεις που κατά κανόνα δεν γνωρίζουμε εμείς και οι αντιπρόσωποί μας, αλλά πρέπει να τηρηθούν αναγκαστικά επειδή έχουν υπερνομοθετική ισχύ (αρθ.28.1 Σ), ενσυνείδητα δεχθήκαμε το συνταγματικό αυτοπεριορισμό της λαϊκής κυριαρχίας μας και αναθέσαμε αυτές τις αρμοδιότητες απευθείας σε επαγγελματίες. Αυτοί οι επαγγελματίες είναι δικαστικοί λειτουργοί, οι οποίοι έχουν τα κατάλληλα προσόντα, την εκπαίδευση και την πείρα, προκείμενου να εκτελέσουν σωστά τα καθήκοντά τους και μάλιστα, κάτω από πολλαπλούς ελέγχους της ορθότητας των αποφάσεών τους και με την επιβολή κυρώσεων εάν δεν τα ασκούν ορθά. Αυτή είναι η τρίτη εξουσία στο κράτος, (λειτουργία της Πολιτείας), είναι εντελώς ανεξάρτητη και η όποια αφαίρεση αρμοδιοτήτων ή παρέμβαση στο έργο της, απαγορεύεται εντελώς. Υπενθυμίζουμε ότι η διαδικασία της χρηστής απονομής της δικαιοσύνης αρχίζει με την κατάθεση της αγωγής ή της καταγγελίας, ολοκληρώνεται με την εκτέλεση της απόφασης στο όνομα του Ελληνικού Λαού και οι προϋποθέσεις επίτευξης του ορθού αποτελέσματος καλύπτουν όλες τις φάσεις, από την αρχή έως το τέλος της διαδικασίας.
Αλλιώς : Έννομη προστασία παρέχουν μόνο τα νόμιμα, ανεξάρτητα και αμερόληπτα δικαστήρια, τα οποία εντός λογικής προθεσμίας αποφασίζουν για το βάσιμο πάσης κατηγορίας ποινικής φύσεως μέσα από ειδικά και εμπεριστατωμένα αιτιολογημένες αποφάσεις και όχι από την Ολομέλεια της Βουλής μέσω των απαλλακτικών αποφάσεων με τις οποίες ισοδυναμεί η κάθε απόφαση να μη συγκροτηθεί ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή, να μη ασκηθεί ποινική δίωξη ή να σταματήσει η δίωξη, η προδικασία ή και η κύρια διαδικασία ακόμα,
οποτεδήποτε θελήσει η Βουλή.
Συνεπώς, πράττοντας έτσι οι νομοθέτες, μέσω της συγκεκριμένης διαδικασίας, ανέθεσαν στους εαυτούς τους απαγορευμένη από τα άρθρα 1παρ.2 και 3, 26 και 87 του Συντάγματος, δικαστική εξουσία και έδωσαν σε μέλη της Κυβέρνησης (εκτελεστική εξουσία) και στους φερόμενους ως δράστες το δικαίωμα να απονέμουν και αυτοί δικαιοσύνη. Κατάργησαν έτσι την όποια έννοια χρηστής απονομής της δικαιοσύνης, την όποια ανεξαρτησία των εξουσιών στο Κράτος και τον Συνταγματικό τρόπο άσκησής τους. Ταυτόχρονα, παραβίασαν τις αρχές της ισότητας των Ελλήνων ενώπιον του Νόμου, της απαγόρευσης των διακρίσεων και της καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, της ελεύθερης συμμετοχής του καθενός στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της χώρας μόνο εάν δεν παραβιάζει το Σύνταγμα και τους νόμους, της πραγματικής προσφυγής στην Δικαιοσύνη, της προστασίας όλων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των Ελλήνων από το κράτος, κλπ.
(Σύνταγμα : αρθ.1, 4.1, 5.1, 20, 25, 26, 28, 51.2, 52, 59, 70, 85, 87επ, 110, 120, ΕΣΔΑ: αρθ.1, 6, 13, 14, 17, 18 ΠΚ:αρθ. 134.2 , 134 Α ε, στ, ζ, η ή/και 135 )
……….
Εξαιτίας όλων των προαναφερόμενων, θεωρούμε ότι η Βουλή θεσμοθέτησε το άρθρο 86 του Συντάγματος και τον νόμο 3126/19.03.2003 κατά κατάλυση του Συντάγματος των Ελλήνων, με σφετερισμό της λαϊκής κυριαρχίας και των εξουσιών που απορρέουν από αυτήν και ασκούνται μόνο όπως το Σύνταγμα διατάζει, δηλαδή η νομοθετική εξουσία από την Βουλή και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, η εκτελεστική από την Κυβέρνηση και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και η απονομή της δικαιοσύνης από τα δικαστήρια.
…….
Τέλος,
Επειδή βάσει του Συντάγματος, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι ο μοναδικός Έλληνας στον οποίο δεν αποδίδονται ευθύνες για πράξεις που έχει ενεργήσει κατά την άσκηση των καθηκόντων του, με εξαίρεση την εσχάτη προδοσία και την παραβίαση, με πρόθεση, του Συντάγματος,
Επειδή όσοι βρίσκονται στην βουλή πρέπει να εκπροσωπούν εμάς και τα κοινά συμφέροντά μας, όχι τους εαυτούς τους και τα συμφέροντά τους, και έχουν εκλεγεί βάσει συγκεκριμένων δεσμεύσεων και υπό τον όρο ότι θα είναι πιστοί στην Πατρίδα και το δημοκρατικό Πολίτευμα, ότι θα υπακούν στο Σύνταγμα και τους νόμους και ότι θα εκπληρώνουν ευσυνείδητα τα καθήκοντά τους αλλά δεν το έκαναν,
Επειδή η κατά το δοκούν άσκηση των εξουσιών στο Κράτος και η παρανομία, δεν ανήκουν στα καθήκοντα που αναθέσαμε ως πολίτες στους αντιπρόσωπούς μας και γενικά στους πολιτικούς μέσω των εκλογών και μέσω του Συντάγματός των Ελλήνων ως υπέρτατος νόμος του Κράτους και απόλυτος εγγυητής της λαϊκής κυριαρχίας,
Επειδή οι βουλευτές είναι εκπρόσωποί μας στην νομοθετική εξουσία όταν την ασκούν με υποταγή στο Σύνταγμα και δεν είναι μηνυτές στην θέση μας, ανακριτές, εισαγγελείς και δικαστές,
Επειδή εισαγγελείς και δικαστές μπορούν να είναι μόνο δικαστικοί λειτουργοί οι οποίοι διορίζονται με προεδρικό διάταγμα, σύμφωνα με νόμο που ορίζει τα προσόντα και τη διαδικασία της επιλογής τους και στους οποίους απαγορεύεται η συμμετοχή στην Κυβέρνηση και η παροχή κάθε άλλης μισθωτής υπηρεσίας,
Επειδή ως αναπόσπαστο μέρος του Ελληνικού Λαού θιγόμαστε άμεσα από την απώλεια της λαϊκής κυριαρχίας και λόγω της δυσλειτουργίας του πολιτεύματος, επηρεάζονται δυσμενέστατα όλοι οι τομείς της ζωής μας και παραβιάζονται άμεσα ή έμμεσα, όλα τα αναγνωρισμένα και εγγυημένα από το κράτος και το Σύνταγμα δικαιώματά μας,
Επειδή τώρα καταλάβαμε ότι τελέστηκε το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας και σύμφωνα με τις διατάξεις του Συντάγματος της Ελλάδος ( άρθρα 120 § 2,3, 4 ) ως Έλληνες πολίτες υποχρεούμαστε να υπερασπίσουμε την τήρηση του Συντάγματος και την δέσμευση του νομοθέτη σε αυτό,
Επειδή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 13 της ΕΣΔΑ έχουμε το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον της εθνικής αρχής κατά προσώπων που ασκούν δημόσια καθήκοντα,
Καταθέτουμε την παρούσα μηνυτήρια αναφορά - μήνυση
Και με την επιφύλαξη κάθε άλλου δικαιώματός μας,
Ζητάμε:
1. Να ελεγχθούν αμέσως οι ισχυρισμοί μας ότι διαπράχτηκε εσχάτη προδοσία για τους λόγους που παρουσιάσαμε ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο, από τα πρόσωπα τα οποία αναφέραμε αλλά ενδεχομένως και από άλλα πρόσωπα τα οποία άμεσα ή έμμεσα συμμετείχαν σε αυτό, να παρθούν όλα τα νόμιμα αναγκαία μέτρα για την παραδειγματική τιμωρία των ενόχων, την αποκατάσταση της νομιμότητας όπως και των ζημιών που έχουν προκληθεί από τις παράνομες πράξεις που θα διαπιστωθούν.
2. Όλοι οι δικαστικοί λειτουργοί που θα εξετάσουν την μηνυτήρια αναφορά – μήνυσή μας να ενεργήσουν σύμφωνα με το άρθρο 120 του Συντάγματος, ανάλογα με την νόμιμη εξουσία που έχουν, όπως κάνουμε και εμείς.
…….
ΕΧΕΙ ΚΑΤΑΤΕΘΕΙ ΜΕ ΤΑ ΑΠΟΔΕΙΚΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ