Για τους οικονομολόγους, παρ΄ όλα αυτά, τα ανθρώπινα συναισθήματα του είδους είναι κατά παράδοση ανύπαρκτα. Παράμετροι όπως η ζήλια, η καλοσύνη ή ο αλτρουισμός δεν κρίνονται ικανές να επηρεάσουν τα μακροοικονομικά μεγέθη.
Τα τελευταία χρόνια ωστόσο νέες μελέτες έρχονται δειλά δειλά να ανατρέψουν την παραδοσιακή άποψη. Η πιο πρόσφατη, η οποία δημοσιεύτηκε από ερευνητές του Πανεπιστημίου Κάρλος ΙΙΙ της Μαδρίτης (UC3Μ), υποστηρίζει ότι η ζήλια αποτελεί σημαντική παράμετρο όχι μόνο της εξέλιξης του ανθρώπινου είδους αλλά και της οικονομίας.
Αυτή μάλιστα ενδέχεται να είναι ο λόγος για τον οποίον εδώ και τόσο καιρό, και παρά τις εξαιρετικές σας ικανότητες και επιδόσεις, δεν έχετε πάρει ακόμη την πολυπόθητη αύξηση.
Η παρατήρηση ότι οι άνθρωποι δεν ωθούνται στις οικονομικές αποφάσεις τους μόνο από το «ίδιον συμφέρον», όπως πρεσβεύει η παραδοσιακή θεωρία, αλλά και από τις συγκρίσεις που κάνουν σε σχέση με τα αποκτήματα των γύρω τους- εν ολίγοις από ζήλια -, έχει καταγραφεί τα τελευταία χρόνια από ορισμένους ερευνητές χάρη στην εισαγωγή των πειραματικών τεχνικών στις οικονομικές ερευνητικές μεθόδους και στην άνοδο της Συμπεριφορικής Οικονομικής Θεωρίας, η οποία μελετά τις επιπτώσεις της ψυχολογίας στη λήψη των οικονομικών αποφάσεων.
Δεν έχει ωστόσο συνοδευτεί ακόμη από τις απαραίτητες ερμηνείες, ούτε από τις θεωρητικές αποδείξεις των συνεπειών που μπορεί να έχει στην οικονομία.
Ενα βασικό ζήτημα αποτελεί για τους ειδικούς η διαλεύκανση των λόγων για τους οποίους ενεργούμε ενάντια στο συμφέρον μας ή, με άλλα λόγια, ο εντοπισμός μιας εξελικτικής βάσης στη «φθονερή» συμπεριφορά μας.
Την πρώτη απάντηση σε αυτόν τον προβληματισμό έρχεται να δώσει η έρευνα των ισπανών ερευνητών.
Γιατί τόσος φθόνος;
«Για την οικονομία ο εξελικτικός σκοπός της ζήλιας είναιλίγο μυστηριώδης» εξηγεί μιλώντας στο «Βήμα» ο Αντόνιο Καμπράλες, καθηγητής της Οικονομίας
στο UC3Μ και επικεφαλής της σχετικής μελέτης.
«Εχουμε παρατηρήσει ότι η τάση υπάρχει, δεν έχουμε όμως εξηγήσει γιατί.Γιατί να σπαταλάμε ενέργεια και πόρους για να αποκτήσουμε περισσότερα από τους υπολοίπους όταν το λογικό θα ήταν να θέλουμε να αποκτήσουμε αυτά που είναι περισσότερα ή καλύτερα για εμάς τους ίδιους χωρίς να νοιαζόμαστε για τους άλλους;».
Οπως διαπίστωσε μαζί με τους συνεργάτες του, η τάση αυτή δεν είναι τελικά και τόσο παράλογη. Αποκτώντας ανάλογα ή περισσότερα εφόδια από αυτά των πλησίον μας, καθαρά από εξελικτική άποψη και άσχετα με όσα πρεσβεύει η 10η εντολή, αυξάνουμε τις πιθανότητες επικράτησής μας στον αγώνα της επιβίωσης και της συνέχισης του είδους.
«Οι έρευνές μας δείχνουν» αναφέρει «ότι μια εξήγηση ενδέχεται απλώς να είναι ότι προσπαθούμε να συγκεντρώσουμε εφόδια στον ίδιο ή μεγαλύτερο βαθμό από τους άλλους γιατί στη συνέχεια θα τα χρησιμοποιήσουμε για να κερδίσουμε σε κάποιον ανταγωνισμό με αυτούς».
Τα επιπλέον εφόδια θα μας επιτρέψουν, λόγου χάριν, να κατακτήσουμε τον, ή την καλύτερη, σύντροφο, και έτσι να εξασφαλίσουμε καλύτερο μέλλον για τα γονίδιά μας ή να επικρατήσουμε στον περίγυρό μαςστην αγέλη.
«Η καινοτομία της έρευνάς μας είναι ότι ανακαλύψαμε ισχυρές εξελικτικές βάσεις για τη ζήλια» τονίζει ο κ. Καμπράλες. «Αυτές επίσης εξηγούν γιατί οι άνθρωποι τείνουν να ζηλεύουν αυτούς που βρίσκονται σχετικά κοντά τους και όχι εκείνους που βρίσκονται στην άλλη άκρη του κόσμου.
Επειδή αυτοί που βρίσκονται σχετικά κοντά μας είναι εκείνοι με τους οποίους θα ανταγωνιστούμε για την πρόσβαση στους πόρους, για τους καλύτερους συντρόφους,για ένα σωρό πράγματα».
Ζήλια και προαγωγή
Εκτός από τις εξελικτικές βάσεις της ζήλιας η έρευνα επιβεβαιώνει παράλληλα παλαιότερα αποτελέσματα των ισπανών ερευνητών σε σχέση με τις επιπτώσεις της στην αγορά εργασίας, και ιδιαίτερα στη «συμπίεση» της μισθολογικής κλίμακας και στην επιβράδυνση των προαγωγών.
«Ενα πράγμα που έχουμε παρατηρήσει στις πρώτες μελέτες μας,εδώ και μερικά χρόνια, και επαναλαμβάνουμε σε αυτήν την έρευνα» σημειώνει ο κ. Καμπράλες «είναι το γεγονός ότι,ως συνέπεια της ζήλιας, οι προαγωγές μέσα στις επιχειρήσεις είναι πιο αργές από ό,τι θα περίμενε κανείς».
Αυτό, όπως εξηγεί, γίνεται γιατί εξυπηρετεί τη διατήρηση μιας «ισότητας» μέσα στην επιχείρηση. Οταν ένας διευθυντής βλέπει ότι κάποιος εργαζόμενος είναι καλός στη δουλειά του, δεν τού δίνει αμέσως προαγωγή, όπως θα ήταν λογικό, αλλά καθυστερεί να τον ανταμείψει.
Ως αποτέλεσμα πολλοί από αυτούς που δεν προάγονται φεύγουν για να βρουν αλλού καλύτερους όρους εργασίας. «Φεύγουμε ή αφήνουμε να φύγουν κάποιοι για να δημιουργηθεί περισσότερη ομοιογένεια μέσα στην επιχείρηση» θεωρεί.
«Αυτό ήταν κάτι που με εξέπληξε. Δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι τόσες κινήσεις από και προς μια επιχείρηση έχουν σχέση με τη ζήλια».
Το κύριο μέρος της μελέτης είναι θεωρητικό και έχει βασιστεί σε τεχνικές της θεωρίας των παιγνίων. «Επίσης» συμπληρώνει ο κ. Καμπράλες «επιβεβαιώσαμε, αναλύοντας τις υπάρχουσες πειραματικές και εμπειρικές μελέτες και τα στοιχεία της εργασιακής οικονομίας,ότι τα αποτελέσματά μας συμφωνούν με αυτά των συναδέλφων μας και στη συνέχεια κάναμε ορισμένα πειράματα στο εργαστήριο για να επαληθεύσουμε τα ευρήματά μας».
Σε αυτά φοιτητές κλήθηκαν να μετάσχουν σε «παιχνίδια» που τους ανέθεταν, είτε ατομικά είτε σε ομάδες, διαφόρους ρόλους και αλληλεπιδράσεις μεταξύ τους όπως το να λαμβάνουν αποφάσεις σε σχέση με τις ικανότητες των υπολοίπων ή να καθορίζουν μισθούς.
Γενικό συμπέρασμα; Υπό το φως αυτών των ερευνών οι παραινέσεις της θρησκείας και των έργων της αρχαίας τραγωδίας ή του Σαίξπηρ που μας ωθούν στο να είμαστε λιγότερο φθονεροί αποκτούν μεγαλύτερο νόημα.
Η ζήλια, αν και φαίνεται να εξυπηρετεί τους σκοπούς της εξέλιξης του είδους, τελικά εμποδίζει την επαγγελματική εξέλιξη και την ευημερία μας.
Επιχειρήσεις "έξυπνων" ή "χαζών" ανθρώπων;
Ο κ. Καμπράλες ορίζει τη ζήλια ως «αποστροφή προς την ανισότητα»- φυσικά του εαυτού μας σε σχέση με τους άλλους και όχι κάποιου τρίτου σε σχέση με τους υπολοίπους.
Ως τώρα έχει επικεντρωθεί στις συνέπειες αυτού του «βασικού ενστίκτου» του ανθρώπινου είδους κυρίως στις μακροοικονομικές σχέσεις της αγοράς εργασίας.
Μια από τις βασικές παρατηρήσεις του στις μελέτες που διεξάγει εδώ και μερικά χρόνια είναι ότι, εξ αιτίας της ζήλιας, οι επιχειρήσεις επιδιώκουν την ομοιογένεια των υπαλλήλων τους, ώστε να διατηρούν μια ισορροπία.
«Οι επιχειρήσεις τείνουν να έχουν ομάδες ανθρώπινου δυναμικού με σχετικά ομοιογενή επίπεδα ικανοτήτων»αναφέρει. Αυτό, γιατί αλλιώς θα πρέπει να δώσουν σε ορισμένους πολύ μεγαλύτερους μισθούς από ό,τι σε άλλους και γενικώς θα παρουσιάζουν μια ανισότητα η οποία θα δημιουργεί προβλήματα.
«Θα μπορούσαμε να πούμε ότι υπάρχουν επιχειρήσεις έξυπνων και επιχειρήσεις λιγότερο έξυπνων» καταλήγει.
ΠΗΓΗ: ΤΟ ΒΗΜΑ