Είχε ένα τρέμουλο η φωνή της, σημάδι ότι η απόφαση δεν ήταν τελεσίδικη και μπορούσε να αναστραφεί… «Αξίζουν τέτοια τιμωρία οι γονείς σας; Είναι τόσο κακοί;»τη ρώτησα και πιάσαμε την κουβέντα. Από τις απαντήσεις κατάλαβα ότι το μοναδικό πρόβλημα της μοναχοκόρης δεσποινίδος ήταν πως, αν και δεκαπέντε και μισό πλέον, καλή μαθήτρια στο λύκειο και με επιδόσεις στη μουσική και τις ξένες γλώσσες, ο υπερπροστατευτικός πατέρας δεν την άφηνε ούτε ένα σινεμά να πάει με τις φίλες της. Και, επειδή η κατάσταση είχε φτάσει στο απροχώρητο της ασυνεννοησίας, αποφάσισε να εγκαταλείψει το πατρικό της εκείνο ακριβώς το Σαββατόβραδο, λίγο μετά τα μεσάνυχτα, και ενώ η μητέρα της και ο πατέρας λείπανε σε ταξίδι για δουλειές… «Απ’ όσα λες, βγάζω το συμπέρασμα ότι σε όλους τους άλλους τομείς της ζωής τα πάτε πολύ καλά οι τρεις σας ως οικογένεια -σχολίασα- άρα, θα πρέπει να τρώτε όλοι μαζί την Κυριακή το μεσημέρι. Έβγαλε η μαμά τον κιμά από την κατάψυξη πριν φύγει; Διότι η Κυριακή θέλει τα κεφτεδάκια της»…
Είχε χαλαρώσει η αρχική ένταση στη φωνή της. Είπα ότι το καλύτερο που είχε να κάνει ήταν λίγες ακόμη ώρες υπομονή -μέχρι το ερχόμενο μεσημέρι- και στο γεύμα της Κυριακής να αντιμετωπίσει τον πατέρα της σαν να είναι εκείνη η μεγάλη κι εκείνος το παιδί. Και αντί να αρχίσει ο ένας τον άλλο στις «κεφτεδιές» που λέει κι ο Χατζηχρήστος, καλύτερα να του προτείνει την εξής ωραία λύση: Να του πει πως –εάν δεν εμπιστεύεται την κόρη του- τότε ας την παρακολουθεί από μακριά να δει πού και με ποιους πηγαίνει… Συμφώνησε ανακουφισμένη με τη μέθοδο που πρότεινα, βρίσκοντάς την πιο λογική από το να τρελάνει μέσα στη νύχτα τους γονείς της. Πριν κλείσουμε υποσχέθηκε ότι θα εξαφανίσει όλα τα ίχνη της παρ’ ολίγον απόδρασης κι ότι θα βάλει τη βαλίτσα εκεί απ’ όπου την κατέβασε διότι εάν επιστρέφοντας αντιληφθούν τι σκόπευε να κάνει, θα χάσουν ολότελα την εμπιστοσύνη στο παιδί τους…
Το επόμενο βράδυ, πρώτη και καλύτερη, στις δώδεκα και δέκα μετά τα μεσάνυχτα, τηλεφωνεί από το καρτοτηλέφωνο ενός κινηματογράφου η μικρή Ειρήνη, για να μου πει ότι η συζήτηση είχε πετύχει τον σκοπό της και πως ο γαλαντόμος μπαμπάκας της είχε δώσει λεφτά για να κεράσει η κόρη του σε όλη τη συντροφιά των κοριτσιών και τα εισιτήρια και τα παγωτά και τα χάμπουργκερ. Ακουγόταν χαρούμενη, με ευχαρίστησε και κλείσαμε τη γραμμή…
Δυο μέρες αργότερα, σήκωσα το τηλέφωνο και ήταν ένας κύριος. Μου λέει στον αέρα: «Επέστρεφα στην Αθήνα το βράδυ του περασμένου Σαββάτου. Ήμουν με τη γυναίκα μου. Πάντα ακούμε Άγρυπνο στο ταξίδι. Και ακούσαμε την κόρη μας να σας λέει πως φεύγει. Άναψα τα αλάρμ και σταμάτησα στη λωρίδα ασφαλείας. Έτρεμα ολόκληρος. Και όταν τέλειωσε η συνομιλία, έκλαψα για ώρα στην αγκαλιά της γυναίκας μου. Σας ευχαριστώ που αντιμετωπίσατε έτσι το παιδί μου. Ξέρω ότι τώρα δεν ακούει, είδα από τη χαραμάδα της πόρτας ότι έχει το ραδιόφωνο κλειστό. Κοιμάται. Δεν ξέρει ότι την άκουσα να σας μιλάει. Καληνύχτα σας».