Ο Ντέιβιντ Τσέιτορ, ο Έλιοτ Μόρλεϊ και ο Τζιμ Ντέβιν, οι οποίοι αρνούνται την κατηγορία, είχαν προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο με το επιχείρημα ότι προστατεύονταν από μία πολύ παλαιά νομοθεσία περί κοινοβουλευτικού προνομίου. Είναι η πρώτη ποινική δίωξη που ασκείται σε πολιτικούς στο πλαίσιο του ευρύτερου σκανδάλου που ξέσπασε πέρυσι όσον αφορά τις βουλευτικές δαπάνες και προκάλεσε την οργή του κόσμου σε μια περίοδο οικονομικής στενότητας.
Οι πρώην βουλευτές υποστήριζαν ότι το δικαίωμα του κοινοβουλευτικού προνομίου, το οποίο προστατεύει την ελευθερία της έκφρασης των βουλευτών, επεκτείνεται επίσης σε κανόνες που ρυθμίζουν τα οικονομικά τους, δηλαδή μόνο το Κοινοβούλιο μπορεί να αναλάβει δράση εναντίον τους. Με αυτό το επιχείρημα προσέφυγαν στο Ανώτατο Δικαστήριο, μετά την επικύρωση από το Εφετείο απόφασης δικαστή, ο οποίος είχε απορρίψει το αίτημά τους σε ακροαματική διαδικασία που είχε γίνει τον Ιούνιο. Οι άνδρες είχαν επικαλεστεί τη Διακήρυξη Δικαιωμάτων του 1689, η οποία δηλώνει ότι «η ελευθερία της έκφρασης και συζητήσεις ή διαδικασίες στο Κοινοβούλιο δε θα πρέπει να παραπέμπονται σε δίκη ή να αμφισβητούνται σε οποιοδήποτε μέρος ή δικαστήριο εκτός του Κοινοβουλίου». Ωστόσο το Ανώτατο Δικαστήριο ανακοίνωσε σήμερα ότι απέρριψε τις προσφυγές των πρώην βουλευτών, προσθέτοντας ότι θα αιτιολογήσει την απόφασή του στο επόμενο διάστημα.
Οι κατηγορίες κατά των τριών πολιτικών επικεντρώνονται στην υπόθεση βουλευτικών δαπανών οι οποίες στηρίχθηκαν σε ορισμένες περιπτώσεις σε πλαστά τιμολόγια. Οι τρεις πρώην βουλευτές αντιμετωπίζουν ξεχωριστές δίκες, με την πρώτη να αρχίζει στις 22 Νοεμβρίου. Η μέγιστη ποινή που μπορεί να επιβληθεί στους τρεις πρώην βουλευτές είναι κάθειρξη επτά ετών.