Tου Δημήτρη Α. Σεβαστάκη
Την υπέροχη ελπίδα της κλαδικής, τα εξαίσια -τζάμπα- ταξίδια των ετεροδημοτών για να μη βγει η Δεξιά ή -αντιθέτως- για να φύγει ο «ΠΑΣΟΚος που δίνει τις δουλειές αλλού». Αναπολεί τους καπνούς στα κομματικά γραφεία, τις κομματικές κοπάνες από τη δουλειά. Τη ζέστη Οκτωβρίου και τη χαρά. Πού πήγαν όλα; Ποιος μας τα πήρε; Εμείς οι ίδιοι, που λέει ο Πάγκαλος; Το ΔΝΤ και το Μνημόνιο; Οι Γερμανοί;
Ο λαός δεν μπορεί να χωνέψει τόση ξαφνική αβεβαιότητα. Πώς είναι δυνατόν από τον Λευτέρη Παπαδόπουλο και την «τίμια και αντρίκια ΠΑΣΟΚική λαλιά», από τον μαζικό ύμνο στην πολιτική επάρκεια που έδεσε το Αντάρτικο με το αυθαίρετο στη Λούτσα και τον Αντιιμπεριαλισμό με τα θαλασσοδάνεια για -τάχα- «ξενοδοχειακές επιχειρήσεις», να πέσουμε στον Παπαδημητρίου και τη χαιρέκακη απειλή νεοφιλελεύθερου ταγματάρχη; Πώς πετάχτηκαν τόσες αντιστασιακές αξίες που διόριζαν κόρες και γιους στον ΟΤΕ, πού πήγαν τόσες ωραίες μετασυνεδριακές ταβέρνες και μεταβλήθηκαν σ' αυτήν τη χολερική αριθμητική; Πού πήγε το αίσθημα των συντρόφων συνδικαλιστών με τα μουστάκια και τις ετήσιες κοιλιές, που γέμιζαν τα ξενοδοχεία του Κέντρου; Ο λαός επείγεται. Θέλει να κοιμάται τα βράδια, να μην παίρνει ψυχοφάρμακα. Ο λαός, είτε ψηφίζει ανόρεχτα και καχύποπτα είτε μένει σπίτι ανόρεχτα και καχύποπτα, θέλει -φοβισμένα όμως- χαρά και σιγουριά. Οι εκλογές κερδήθηκαν σχεδόν απ' όλους.
Η κόλαση έρχεται. Η πολιτική σκηνή είναι έξυπνη και ζωωδώς αυτοσυντηρητική. Δεν μπορεί να παράξει πολιτική; Ε, παράγει θόρυβο. Το ποσοστό του άφθαρτου μπακ Κικίλια, το 8-5 στις περιφέρειες, οι ανατροπές, οι εσωπαραταξιακές σφαγές, ο Ανθιμος, η στήριξη και οι αιώνιες -και ριγμένες- «άλλες δημοκρατικές δυνάμεις», ένα απέραντο κους κους στη θέση της πολιτικής. Οι κομματικοί επίσης μπορούν να δουλεύουν επιδέξια με τα στερεότυπα -πάντα με ιδρωμένη συγκίνηση. «Σήμερα δεν κέρδισα εγώ, αλλά ο Πειραιάς ή η Αθήνα ή η Μακεδονία. Ολοι μαζί θα κτίσουμε τη νέα πόλη». Η πολιτική σκηνή συστρέφεται, ελίσσεται έξυπνα, κάνει κόλπα και στο τέλος πετάει έξω ό,τι την ενοχλεί. Ρίχνει το μπαλάκι στην αυλή και τρέχουν τα κουτάβια να δαγκώσουν το μαλλιαρό λάστιχο. Η αποχή, ως γνωστόν, δεν έχει πρόσωπο, καταληπτή ταυτότητα. Δεν τιμωρεί ούτε ακυρώνει.
Η αποχή μπορεί να μη δηλώνει απαραίτητα σιχασιά, απελπισία, απόγνωση. Να μην εννοεί μια σιωπηλή και πυκνή και απόλυτη εξέγερση. Είναι ανοιχτή στα περιεχόμενα, ευάλωτη στις πληρωμένες ερμηνείες. Οι εκλογές κερδήθηκαν από αυτούς που έχουν απόλυτη ανάγκη το σκοτεινό κέρδος.
Εντεταλμένους της τρόικας, πολιτικούς καριέρας, λίγους δημοσιογράφους, τους υπαλλήλους της εξουσίας, κάποιους αναμένοντες και ιδιοτελείς. Κι όμως, η αίσθηση ματαίωσης ανακαινίστηκε μπροστά στην τηλεόραση. Σχόλια και μπούρδες μεγαλώνουν τον πανικό. Πώς είναι δυνατόν να μη φαίνεται αυτό που συμβαίνει; Διάρρηξη των ιστών, έκλειψη κάθε αλληλεγγύης, οικονομική κατοχή, αντιφατικές υποδείξεις τεχνοκρατών, εκατομμύρια τόνοι προσβολών μέσα στην πιο ανήθικη αοριστία. Ενας ολοκληρωτικός αν-ισολογισμός, που διαλύει την ιστορική δυνατότητα του μπερδεμένου και αντιφατικού λαού μας. Κι αυτό, για να κερδηθεί ένα κερδοφόρο -για τους τοκογλύφους και τους Οίκους- τέλος. Το δικό τους κέρδος, πάνω στο δικό μας τέλος.
Ο Δημήτρης Α. Σεβαστάκης είναι ζωγράφος, επίκουρος καθηγητής Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ. Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην Ελευθεροτυπία της 17/11/2010
http://e-parembasis.blogspot.com/2010/11/blog-post_6786.html