Ήρθε η αστυνομία, ήρθαν και οι δικαστικές αρχές και όλοι μαζί συζήτησαν τι πρέπει να κάνουν. Ήταν προφανές ότι ο ένοχος ήταν ένας από τους κατοίκους του χωριού. Κάποιος λοιπόν πρότεινε να ελέγξουν τι έκαναν οι τριάντα κάτοικοι του χωριού τη μέρα του φόνου. Ένας άλλος όμως παρατήρησε ότι αυτό θα ήταν πολύ χρονοβόρο και ενδεχομένως δύσκολο. Ο πρώτος αντέτεινε ότι ήταν θέμα δικαιοσύνης, ότι έπρεπε να βάλουν τα δυνατά τους και να τιμωρήσουν παραδειγματικά τον ένοχο με τουλάχιστο 30 χρόνια φυλάκιση.
Πάνω στην συζήτηση αυτή πετάγεται τότε ένας τρίτος λέγοντας: «έχω μια πολύ καλή ιδέα. Θα μαζέψουμε όλους τους κατοίκους του χωριού και θα τους ζητήσουμε να δεχτεί ο καθένας τους να τιμωρηθεί με ένα χρόνο φυλάκιση. Όποιος δεν δεχτεί, θα του πούμε ότι θα πρέπει τότε αυτός να αποδείξει ότι είναι αθώος, κάτι βέβαια ιδιαίτερα δύσκολο, αβέβαιο και τελικά επικίνδυνο για τον ίδιο. Οπότε όλοι θα δεχτούν. Έτσι, εμείς, και θα έχουμε κάνει το καθήκον μας, έχοντας τιμωρήσει τον φόνο με τριάντα χρόνια φυλάκιση, και το βράδυ θα προφτάσουμε να γυρίσουμε σπίτι και να κοιμηθούμε με την συνείδηση ήσυχη».
Έτσι και έγινε. Όλοι οι κάτοικοι δέχτηκαν, απρόθυμα είναι αλήθεια, την ετυμηγορία και εξέτισε ο καθένας τους ένα τμήμα του συνόλου της ποινής. Αποκομίζοντας βέβαια την πεποίθηση ότι εφόσον δεν έχει σημασία ποιος κάνει ένα κακούργημα, μάλλον συμφέρον είναι να το πράττει κάποιος προς όφελός του.
Δεν ξαναγύρισα ποτέ σε αυτή την χώρα. Αρκετά χρόνια μετά όμως άκουσα από κάποιους ταξιδιώτες, ότι η εγκληματικότητα έχει εκτιναχτεί στα ύψη σ’ αυτό το μικρό χωριό.
Οδυσσέας Βουδούρης
Βουλευτής Μεσσηνίας, κοινοβουλευτική ομάδα Πασοκ