ή μήπως έχεις; ΦΟΒΙΤΣΙΑΡΗ. Αποτραβήξου. Είσαι σαν και αυτούς... ξέρεις εσύ. Αναζητάς την αλήθεια αλλά όταν την μάθεις εύχεσαι να μη την γνώριζες. ΥΠΟΚΡΙΤΗ» Οι λέξεις ακούγονταν φωναχτά μες το κεφάλι του. Τα χέρια του έτρεμαν. «τι σκατά κάνω; Ξέρω τι κάνω; Κι αν κάνω λάθος;» Τουλάχιστον η επιλογή ήταν δική του. Το γνώριζε αυτό. Κανείς δε μπορούσε να τον πείσει για το αντίθετο. Κάτι όμως συνέχισε να του ψιθυρίζει ειρωνικά. «Δεν αποφασίζεις εσύ. Εγώ διατάζω.» Ποιος όμως ήταν αυτός; Δε μπορούσε να καταλάβει. Σταμάτησε για λίγο. Σκέφτηκε. Τα χέρια του δε σταμάτησαν να τρέμουν.
Είχε τις επιλογές του. Έψαξε. Ρώτησε. Δε τα έμαθε όλα, όμως προσπάθησε. «Αρκεί που προσπάθησα» είπε μέσα του. «Μα πως αλλιώς; Δε γνωρίζω αν υπάρχει και άλλος τρόπος» μια απορία ζωγραφίστηκε στο πρόσωπο του. «Υπάρχει άραγε άλλος τρόπος; Πως το κάνουν οι άλλοι;» άφησε την ανάσα του με απογοήτευση «Οι άλλοι...» σήκωσε το κεφάλι του ψηλά. Σαν να απευθυνόταν σε κάποια ανώτερη δύναμη που όμως τον αγνοούσε επιδεικτικά. Δε βρήκε βοήθεια εκεί. Τα χέρια του έτρεμαν συνεχώς. Αγχώθηκε. «Δεν μπορώ να αλλάξω κάτι. Μόνος. Είμαι μόνος. Τίποτα δε μπορείς να κάνεις μόνος.» είχαν περάσει δυο λεπτά. Και ξάφνου... Χαμογέλασε. «Ωχ αδελφέ». το είχε πάρει απόφαση. Ήταν απλά ένας κόκκος άμμου σε μια εξωτική παραλία. Ο ήλιος τον έκαιγε.. αλλά αυτό κάνει ο ήλιος και η άμμος δε μπορεί να το αλλάξει. Σήκωσε τα χέρια του, τα έφερε κοντά στο πρόσωπο του και τα κοίταξε. Συνέχιζαν να τρέμουν.
«Και μετά τι; Όλα θα μείνουν ίδια; Μήπως θα αλλάξει κάτι; Μπα...» ήταν βέβαιος. «Δεν είναι μόνο δική μου ευθύνη. Μπορούν και οι άλλοι να βοηθήσουν.» άφησε την ανάσα του με απογοήτευση και πάλι «Οι άλλοι... Άραγε σκέφτονται σαν και μένα; Σίγουρα έτσι θα σκέφτονται. Τουλάχιστον κάποιοι από αυτούς. Στο κάτω κάτω, είναι τόσοι πολλοί» Αναθάρρησε. Άρχισε να πιστεύει ότι μπορεί. Είχε πάρει μια απόφαση. Δε το είχε ξεχάσει. Να κάνει ένα βήμα. Σε αντίθεση από αυτούς που έμειναν αδρανείς, αυτός αποφάσισε να κάνει την κίνηση του. «Μπράβο μαλάκα, νομίζεις ότι μπορείς; Τίποτα δε μπορείς να κάνεις. Τράβα κοιμήσου, δε θα αλλάξεις τον κόσμο εσύ. Και σίγουρα όχι έτσι» Ο ψίθυρος τον τρέλανε για άλλη μια φορά. Έσκυψε το κεφάλι κάτω. Τα χέρια του έτρεμαν. Τώρα και το μέτωπο του είχε πάρει μια κοκκινωπή απόχρωση. Νευρίασε. Έκλεισε τα μάτια του. Δε ήξερε πόση ώρα είχε περάσει αλλά ήταν μόνο 3 λεπτά εκεί μέσα. Άνοιξε τα μάτια του και έκλεισε αποφασιστικά τις γροθιές του. Το μυαλό του είχε καθαρίσει τώρα. Ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Δίπλωσε το ψηφοδέλτιο και το έβαλε στον φάκελο. Σφράγισε τον φάκελο και βγήκε έξω. Προχώρησε προς την κάλπη και έριξε τον φάκελο στο γυαλένιο κουτί. Μετά πήγε για καφέ.
http://treis-paragrafoi.